Α.Σ.Ε.Ι.Π.
«Allors c’ est la guerre» (Επομένως έχουμε πόλεμο). Του απήντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ’ ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή.Ο Μεταξάς δεν μου απήντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποίαν είχα μπεί πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, «Vous etes les plus forts…» (Είσαστε πιό δυνατοί) με φωνή αυτή τη φορά βαθιά αλλοιωμένη.
Μακελειο
«Η αρχή του τέλους η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» Εμ. Γκράτσι
(σ.σ. 284-287)
Την καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός
ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελλόπορτα της μικρής βίλλας, όπου
έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm.De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό
ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση.
Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό
κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό
του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα
λεπτά μπροστά στην καγκελλόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα
ενός σκύλου.
Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος
έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε
τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελλόπορτα.Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελλόπορτα.Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας.
Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα καλά
του πράγματα μ’ έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο
την Βίλλα Τορλόνια.Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να
του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το
κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν
ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε
όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και
μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή:
«Allors c’ est la guerre» (Επομένως έχουμε πόλεμο). Του απήντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ’ ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή.Ο Μεταξάς δεν μου απήντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποίαν είχα μπεί πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, «Vous etes les plus forts…» (Είσαστε πιό δυνατοί) με φωνή αυτή τη φορά βαθιά αλλοιωμένη.
Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και
στην βαθειά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο
οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το
επάγγελμα του. Αν στην μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε
ποτέ μια στιγμή κατά την οποίαν εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν
το καθήκον του αξιώματός μου μου φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και
ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια του
πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή του
αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και τους βασιλείς του και που,
και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του
τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με
τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του.
Από το αρχείο του Ιωάννη Μεταξά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου