Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Τι Σημαίνει Γέροντας Και Τι Σημαίνει Γκουρού, Υπάρχουν Ομοιότητες Και Διαφορές;

Α.Σ.Ε.Ι.Π.
Πως ο άγιος Παΐσιος έσωσε από την πλάνη τον Ευστάθιο Αδαμόπουλο



Το θέμα που μου δόθηκε για διαπραγμάτευση είναι δύσκολο. Να εξηγήσουμε, πράγμα εύκολο, τι σημαίνει γέροντας και τι σημαίνει γκουρού και να βρούμε ομοιότητες και διαφορές;
Ή να εντοπίσουμε γκουρουϊστικά φαινόμενα, γκουρουϊστική ψυχολογία σε γεροντάδες σύγχρονους και να προβληματιστούμε σοβαρά για τις ποικίλες διαστροφές στην πνευματική μας ζωή, πράγμα δύσκολο; Μάλλον και τα δύο πρέπει να κάνουμε.
Να ξεκινήσουμε πρωτ’ απ’ όλα από τη λέξη «γέροντας», η οποία παραπέμπει συχνότερα σε κάποιο
κληρικό σεβάσμιο και κάποιας ηλικίας, συνήθως μοναχό ή άγαμο στον κόσμο, χωρίς να αποκλείεται να είναι και έγγαμος. Προσωπικά δε θα με πείραζε να αποκαλέσω «γέροντα» τον παπα-Δημήτρη το Γκαγκαστάθη ή τον παπα-Νικόλα τον Πλανά λόγω του έγγαμου βίου τους. Εκείνο που χαρακτηρίζει το Γέροντα είναι το εκκλησιαστικό του φρόνημα και η αγιότητα της ζωής του. Εκκλησιαστικό φρόνημα σημαίνει σεβασμό στην Εκκλησία και τον επίσκοπό του. Όχι ιδιορρυθμίες και προσωποπαγείς καταστάσεις.

Στεκόμαστε καταρχήν και στο θέμα της ηλικίας γιατί πολλές φορές ακούμε να προσφωνούνται έτσι νέοι άγαμοι κληρικοί, σπανιότερα  νεαροί μοναχοί, σπανιότατα έγγαμοι κληρικοί μικρής ηλικίας, άπειροι, αλλά με θιάσους οπαδών που τους αναγορεύουν ηγήτορες. Ποιος οδηγεί ποιον; Θα θυμηθούμε εδώ τους λόγους του αποστόλου Παύλου περί αμοιβαίας πνευματικής τύφλωσης και πτώσης σε βόθυνο.

Ας είμαστε αδελφοί και πατέρες πολύ φειδωλοί απέναντι στον εαυτό μας και επιεικείς προς τους άλλους, αλλ’ όχι κόλακες. Και ας μην κολακεύουμε τους κόλακες. Γιατί έτσι ταλαιπωρούμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Ταλαιπωρείται και η Εκκλησία. Γιατί μόνον όταν έχεις φως δίνεις φως στον άλλον και τον βοηθάς, τον θάλπεις, τον  παρηγορείς τον άνθρωπο σαν μάνα του και σαν πατέρας του και σαν αδελφός του. Και αυτό είναι μόνο φως Χριστού. Όχι άλλο φως.

Ο γέροντας είναι αυτός που μας γεννάει πνευματικά. Και είναι πάντοτε ένας. Έναν πατέρα έχεις. Μπορεί μάλιστα να είναι απλός μοναχός. Μπορεί και κληρικός και μάλιστα πνευματικός-εξομολόγος. Ακόμη καλύτερα τότε. Αυτός που σε γεννάει εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία του, να ακούει και τις αμαρτίες σου, δηλ. να σε εξομολογεί και να σε καθοδηγεί κιόλας.

Μπορεί όμως, άλλος να είναι ο εξομολόγος και άλλος ο πνευματικός οδηγός. Στη συνοδεία του γέροντος Ιωσήφ για παράδειγμα, εκείνος άκουγε τα πάντα, έδινε πνευματικές κατευθύνσεις στον καθένα, αλλά υπήρχε ιερέας-εξομολόγος της περιοχής που άκουγε τις αμαρτίες και διάβαζε τη συγχωρητική ευχή. Αν αυτά τα δύο συνδυάζονται, ξαναλέμε, στο ίδιο πρόσωπο είναι ό,τι καλύτερο και ας θεωρείται αυτό  ιδιαίτερη ευλογία από το Θεό.
Το σημαντικό όμως είναι να ρίξουμε αρκετές ματιές και στις σημερινές περιπτώσεις, όπου οι πνευματικοί πατέρες, στη μεγάλη μας πλειοψηφία είμαστε και εξομολόγοι και πνευματικοί οδηγοί, καλώς ή κακώς. Πώς μπορούμε μετά λόγου γνώσεως και φόβου Θεού να διακονούμε το Χριστό και τον πλησίον, χωρίς επικίνδυνες ακροβασίες.

Ο πατήρ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος στις Υποθήκες ζωής λέει μερικά πολύ σημαντικά πράγματα που πρέπει να προσέχουμε κι εμείς οι πνευματικοί κι εσείς οι εξομολογούμενοι:

Πρώτα απ’ όλα, λέει, κανένα δε διώχνει, ούτε κανένα κρατάει με το ζόρι. Όποιος θέλει έρχεται, όποιος θέλει μένει, όποιος θέλει φεύγει, γιατί ο ίδιος δε θέλει να δημιουργήσει οπαδούς ή ακολούθους.
Το σημαντικό στο έργο του πνευματικού είναι να παίρνει από το χέρι το πνευματικό του τέκνο, αφού εκείνο όντως προσφέρει το χέρι του και να το οδηγεί στο Χριστό, όχι στον εαυτό του. Αν μάλιστα τύχει και είναι εντελώς αδύναμο το παιδί, τότε ο πατέρας το παίρνει στα χέρια και το αφήνει στην αγκαλιά του Θεού. Ο όντως πατέρας. Αλλιώς το πράγμα σκαλώνει, χαλάει. Δημιουργείται μία συναισθηματικού και ψυχολογικού τύπου προσκόλληση, ολέθρια και για τους δύο. Κι αν αυτό επαναλαμβάνεται με πολλά πνευματικά τέκνα, η όλη πνευματική ατμόσφαιρα νοσεί. Τότε μιλάμε για συνθήκες γκουρουισμού, για γκουρουιστική νοοτροπία, συναισθηματικές εξάρσεις και εξαρτήσεις, όπως και πνευματική αταξία και ακαταστασία.

Κάποτε ένας γέροντας συμβούλευε το πνευματικό του τέκνο, σχετικά νέο στην ηλικία άγαμο κληρικό: Δε χρειάζεται ποτέ να σου ζητούν ευλογία τα πνευματικά σου τέκνα για να φύγουν από σένα. Θα φεύγουν και δε θα το ξέρεις. Ούτε θα δέχεσαι παιδιά άλλων πνευματικών πατέρων, παρά μόνον αν επιμένουν πάρα πολύ, και αφού συνεννοηθείς συζητώντας με τους πατέρες τους· μπορεί να μην πρέπει να φύγουν. Να μην ενθαρρύνεις επίσης σε  εξομολόγηση με το που θα δεις κάποιον, γιατί μπορεί να μην είναι έτοιμος ακόμη· οι βιαστικές, οι βεβιασμένες κινήσεις, δε φέρνουν καλά αποτελέσματα, μπορεί μάλιστα να προκαλέσουν και αντιδράσεις που είναι και χειρότερο. Ακόμη κι αν, ελεύθερα όπως είπαμε, φύγουν κάποιοι από σένα, και θα φύγουν, θα εύχεσαι γι’ αυτούς στην ατομική σου προσευχή και στην Ιερά Πρόθεση, σα να είναι δικά σου παιδιά. Στην περίπτωση επίσης που νομίζεις ότι δε μπορείς να βοηθήσεις κάποιον και είναι φυσικό γιατί είσαι άπειρος ακόμη (ήταν 40 ετών τότε), να τον παραπέμπεις σε γνωστούς σου εμπειρότερους πνευματικούς της περιοχής σου, ίσως και στον επίσκοπο.

Δε γνωρίζω αν στην περίπτωση που θα ήταν έγγαμος αυτός ο κληρικός, έπαιρνε διαφορετικές οδηγίες ή ακόμη αν οι οδηγίες αυτές δόθηκαν για να τον προστατεύσουν από τον ενδεχόμενο κίνδυνο συναισθηματικών εξαρτήσεων, πάντως ομολογεί ότι βοηθήθηκε πάρα πολύ, κυρίως στο να γνωρίσει τον εαυτό του και τις αδυναμίες του καλύτερα, στο να νιώσει αληθινά ελεύθερος και επίσης στο να εννοήσει βαθιά μέσα του ότι τους ανθρώπους είναι τελικά ο Θεός που τους στέλνει στον πνευματικό· αν μάλιστα φύγουν από αυτόν, του συμφέρει να θεωρήσει ότι ανεξάρτητα από το ποιοι είναι εκείνοι, εκείνος είναι ο ακατάλληλος να βοηθήσει και βλέποντας εκείνοι την ακαταλληλότητά του απομακρύνονται· όμως συν Θεώ ελπίζει και πιστεύει ότι θα διορθωθεί. Όταν έτσι όχι μόνο σκέπτεται, αλλά και αισθάνεται ο πνευματικός, τον καλύπτει ο Θεός.
Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας θα πρέπει να διευκρινίσουμε και το θέμα της υπακοής και τις ποικίλες παραχαράξεις του, τόσο συχνές στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Πολλές φορές μπερδεύουμε τον κόσμο με το μοναστήρι, λαϊκοί και κληρικοί και θέλουμε να φτιάξουμε μέσα μας, ακριβέστερα να χτίσουμε το είδωλο μιας καλογερικής, τάχατες, υπακοής. Αυτό όμως είναι πλάνη, που πιθανόν να καλύπτει ακόμη και ψυχολογικά κενά είτε του πνευματικού είτε του εξομολογούμενου σε αυτόν. Άλλα τα δεδομένα του κόσμου και άλλα αυτά του μοναστηριού, όπου πάει κάποιος για ισόβια αφιέρωση και άσκηση στις αρετές της παρθενίας, της ακτημοσύνης και της υπακοής με τη στενή της έννοια, που σημαίνει να ακουμπήσει την ψυχή του στα χέρια του γέροντα, υπακούοντας σε αυτόν έως εσχάτης πνοής για να διαμορφωθεί μέσα στον υποτακτικό ο Χριστός, κατά το πρότυπο του Κυρίου προς τον Πατέρα Του.
Τις μορφές και τη στενότητα αυτής της υπακοής αναλύουν έξοχα πολλά συγγράμματα των ασκητών εκκλησιαστικών Πατέρων με κλασικότερα ίσως εκείνα του Ιωάννη της Κλίμακος.
Το να έχουμε όμως απαίτηση οι πνευματικοί στον κόσμο για μια τέτοια υπακοή, δείχνει ότι μάλλον δεν ξέρουμε προς τα πού βαδίζουμε και τι ζητάμε. Στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε; Το ίδιο ισχύει αν είμαστε λαϊκοί και απαιτούμε το ίδιο. Αν μάλιστα βρούμε έναν τέτοιο πνευματικό, όπως τον θέλουμε, που να απαιτεί μία τέτοιου είδους υπακοή χωρίς εκείνος να την έχει κάνει ποτέ και πουθενά, τότε ο ένας κοροϊδεύει τον άλλο. Εδώ αναφύεται η νοσηρή εκείνη κατάσταση την οποία ονομάζουμε γκουρουισμό.

Ο γκουρού πιστεύει στην αυτοθέωση, συνειδητά ή όχι. Το ξέρουμε αυτό από τα βουδιστικά κείμενα.
Ο πνευματικός-γκουρού επαναπαύεται στο τουπέ και την πόζα των έξωθεν καλών έργων του, πιστεύοντας ότι δικαιώνεται μέσα από αυτά.
Ο γκουρού θεοποιεί τη μέθοδο και την τεχνική και ο πνευματικός γκουρού θεοποιεί το έργο του.
Ο γκουρού στο βάθος δεν έχει ανάπαυση και ειρήνη Χριστού που είναι η όντως ειρήνη και αυτό φαίνεται πολλές φορές, σε διάφορες εκδηλώσεις· η ειρήνη του είναι επίπλαστη, δαιμονική. Η ταραχή του μεγαλώνει από την παρουσία ευλογημένων ανθρώπων δίπλα του· διαβάστε για παράδειγμα το γνωστό βιβλίο Ο γκουρού, ο νέος και ο πατήρ γκουρού, το οποίο ο συγγραφέας του υπογράφει με ψευδώνυμο, έχοντας ασφαλώς υπόψη του τις «δημοκρατικές ευαισθησίες» των απανταχού της γης γκουρού και γκουρουιστών.
Ο πνευματικός-γκουρού από την άλλη απαιτεί υπακοή άκαμπτη, αστυνομεύει όλες τις πτυχές της προσωπικής ζωής των πνευματικών του τέκνων, ακόμη και τις εντελώς προσωπικές, ίσως μάλιστα βοηθιέται σε αυτό και από άλλους φανατικούς υποστηρικτές της κίνησής του. Από την άλλη συνεχώς όλο και υποπτεύεται ότι κάποιοι βυσσοδομούν εναντίον του και επιβουλεύονται το έργο του. Βοηθάνε σε αυτό κάποιοι «δικοί του» εγκάθετοι, που παίρνουν εντολή να παρακολουθήσουν το τι συμβαίνει και να καταδώσουν πρόσωπα και καταστάσεις. Τέτοια διαστροφή!
Η εξομολόγηση μεταβάλλεται σε ανάκριση. Οι εξομολογούμενοι δεν ανακουφίζονται, αλλά αισθάνονται αφόρητη πίεση από μια ιδιωτική θεολογία τρομοκρατικού τύπου. Εκθειάζεται η ζωή του χριστιανού ως ένα συνεχές μαρτύριο και οποιαδήποτε εκδήλωση αυθόρμητη της προσωπικότητας περιορίζεται και καταπιέζεται από συνεχή «μη». Μην κοιτάς εκεί, μη γελάς πολύ, μην κάνεις παρέα με τον τάδε, είναι από την άλλη ενορία, μη λέτε σε άλλους κληρικούς, ούτε και στον επίσκοπο να προσεύχεται για σας και την οικογένειά σας, είναι αρκετή η προσευχή του πνευματικού σας κλπ. Σαν ο κόσμος γύρω μας να είναι εχθρικός και το σώμα μας επίσης να είναι αμαρτωλό πράγμα, δεν αξίζει να ασχοληθείς με αυτό, θα πάμε εκεί να ζήσουμε. Να λοιπόν και μια κοσμολογία που πλησιάζει τη μάγια, το πέπλο ψευδαίσθησης που είναι τούτος εδώ ο κόσμος που ζούμε για τους ινδουιστές και τους βουδιστές.
Μα πώς θα καταλάβω ότι υπάρχει ζωή μετά θάνατον, αν δε ζήσω τη ζωή πριν το θάνατο με όλες της τις χαρές, σκεπτόμενος μονίμως τα λυπηρά και μάταια; Αν δεν καταλάβει και το σώμα μου τις ευλογημένες χαρές αυτής της ζωής, πώς θα χαρεί η ψυχή μου; Πιστεύουμε μετά ότι έχουμε στ’ αλήθεια ψυχή; Να κι’ άλλο ένα σημείο επαφής με τον γκουρού: η εχθρική σχέση προς το σώμα και η πίστη ότι η ψυχή δεν είναι αθάνατη.
Η ενορία χωρίζεται, ακριβέστερα σχίζεται-προσέξτε τη λέξη – σχίζεται στους υπέρ και τους κατά, σ’ εμάς και τους άλλους, στους καλούς και τους κακούς, να ο αιρετικός διχασμός καλού – κακού και να πού συναντιούνται ο γκουρού με τον πνευματικό-γκουρού: στη δυαρχία καλού-κακού, ενώ το κακό κατά την ορθόδοξη θεολογία είναι όπως λέμε ανυπόστατο, είναι έξη, όχι φύση, «υπάρχει» μόνον όταν πράττεται. Φτάνει να πιστεύει ο πνευματικός-γκουρού ότι το κακό τον απειλεί, κινδυνεύει από αυτό, ενώ κατά τους Πατέρες δύο πράγματα οφείλει κανείς να προσέχει εφ’ όρου ζωής: τον εαυτό του και την αμαρτία. Ουδείς άλλος μπορεί να τον βλάψει. Εσύ του λες ότι τον πολεμάνε τα πάθη του κι εκείνος σου απαντάει ότι τον επιβουλεύονται οι άλλοι, του κάνουν πόλεμο ως όργανα του διαβόλου, γιατί φθονούν το έργο του. Οι άλλοι ιερείς δεν έχουν τέτοιο πόλεμο; Όχι, λέει, γιατί δεν έχουν το δικό μου έργο· και το πιστεύει. Και άντε να βγει από έναν τέτοιο λάκκο ταλαιπωρίας.
Όταν έτσι πορεύεσαι ταλαιπωρείσαι και ταλαιπωρείς.  Χάνεις σιγά-σιγά και την προσωπικότητά σου ως εξαρτημένος από συναισθηματικές και πελατειακές σχέσεις εγωισμού, εξογκώνοντας το άτομό σου. Η ατομικότητά σου απολυτοποιείται και γίνεσαι μέτρο για όλους και όλα. Να και άλλο ένα σημείο επαφής με τον γκουρού: στον ανατολικό διαλογισμό ο σοφός επιστρέφοντας προς τα μέσα απαλλάσσεται απ’ όλα τα πράγματα και από τον εαυτό του. Ο ίδιος, αποδρά, χάνεται ως προσωπικότητα μέσα στο Απόλυτο, στο Απρόσωπο Όν, στο Τίποτα δηλαδή.  Ζει στον κόσμο του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ( Υπέρ ησυχαζόντων 1,3,9) λέει ότι υπάρχει το φυσικό φως του νου. Φυσικό είναι το φως εκείνο που εμφανίζεται μέσα στο νου, όταν αυτός απαλλάσσεται από τις φαντασίες, και καθώς κατεβαίνει στην καρδιά. Είναι ορατό και με φυσικά μέσα και με ορισμένες τεχνικές. Υπάρχει και το δαιμονικό φως, με δικά του  χαρακτηριστικά, για τα οποία κάνουν λόγο οι Πατέρες.
Οι γκουρού ισχυρίζονται ότι βλέπουν κι αυτοί κάποιο φως. Αυτό το φως καμία σχέση δεν έχει με το άκτιστο φως. Το φως που βλέπουν είναι ή δαιμονικό, ή στην καλύτερη περίπτωση το φυσικό φως του νου. Ο Huxley «είδε» το «φως» αυτό με χρήση μεσκαλίνης, ενός ναρκωτικού, ενός φυσικού μέσου δηλαδή. Στον κατάλογο πάντως των αρετών της yoga δεν αναφέρεται η ταπείνωση· δεν αναφέρεται επίσης ούτε η υπερηφάνεια ως εμπόδιο στην εμπειρία της όρασης του “θεϊκού” κατ’ αυτούς φωτός.
Υπάρχει σ’ αυτούς, για να σχολιάσουμε θεολογικά, απουσία θεολογίας (Θεός=ανώτατη απρόσωπη συμπαντική αρχή) και διαφορετική κοσμολογία (ο κόσμος είναι μάγια = ψευδαίσθηση) και ανθρωπολογία (ο άνθρωπος υποφέρει μέσα στις συνεχείς μετενσαρκώσεις/σαμσάρα και δεν έχει αθάνατη ψυχή). Μπορεί να διακρίνει κάποιος χλωμούς παραλληλισμούς ανάμεσά μας ως προς το επίπεδο της τεχνικής· η απόκλιση όμως στον πνευματικό τομέα μεταξύ μας είναι τόση όση μεταξύ κτιστού-ακτίστου.
Στη ζωή πολλών γκουρού αναφέρονται παράξενα γεγονότα, όπως το ότι καθίστανται πυρίμαχοι, ίπτανται, μετακινούν αντικείμενα, λυγίζουν μεταλλικά αντικείμενα κλπ. Αυτές οι «θαυματουργίες» δεν έχουν κανένα άλλο λόγο και στόχο παρά την επίδειξη, την προβολή του εγώ. Στόχος αντίθετα της εν Χριστώ θαυματουργίας είναι η ανακούφιση του πάσχοντος ανθρώπου μέσα από την υπέρβαση των φυσικών νόμων, πράγμα που μόνον ο Χριστός, δια των αγίων του ή απευθείας μπορεί να κάνει. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο Χριστός «σαγήνευε», μπορούμε να πούμε δια της θαυματουργίας, όπως για παράδειγμα με τη γλωσσολαλία.
Σκοπός του γέροντα δεν είναι η θαυματουργία, αλλά η εν Χριστώ θεραπεία του πάσχοντος πλησίον-εικόνας του Θεού. Υπάρχουν περιπτώσεις βέβαια νοσηρών καταστάσεων, που αξίζουν μάλιστα μιας ιδιαίτερης μελέτης, όπου ο γέροντας-γκουρού τείνει προς τέτοιου είδους θαυματοποιίες.
Ο απόστολος Πέτρος είπε στον παράλυτο πως δεν είχε χρυσάφι ή ασήμι να του δώσει, αλλά «σήκω και περπάτα», του λέει, «στο όνομα του Χριστού», όπερ και εγένετο. Ήθελε μήπως ο παράλυτος τίποτε άλλο;
Παίρνοντας αφορμή από αυτό το περιστατικό, ένας σύγχρονος αγιασμένος πνευματικός, λέει πως ο κληρικός πρέπει να έχει τόση καθαρότητα, να είναι τόσο διαφανής, ώστε μέσα από αυτόν ο πιστός να μπορεί να βλέπει τον ίδιο το Χριστό. Ακόμη να έχει αφήσει τόσο πολύ τον εαυτό του στο Χριστό, ώστε μέσα από τον ιερέα, τον πνευματικό, το γέροντα, να δρα ο ίδιος ο Κύριος. Έτσι συμβαίνει κάποιες φορές και με ένα «παιγνιώδες», όσο και χαρίεν  άγγιγμα της κεφαλής του ανθρώπου, να απαλλάσσεται αυτός από λογισμούς που τον βασανίζουν. Είναι ο ίδιος ο Χριστός που δια των χεριών του ιερέα διώχνει τους λογισμούς.
Παρόμοια περιστατικά έχουν πολλοί να διηγηθούν για το γέροντα Παΐσιο.
Πολλές φορές βέβαια και στο δικό μας πνευματικό κλίμα, εννοώ το εκκλησιαστικό περιβάλλον, η διάθεση για υπακοή στον πνευματικό στον κόσμο ή στο μοναστήρι, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Αφήνοντας κατά μέρος τις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχει πρόβλημα ανυπακοής -και όχι μόνο- στον εξομολογούμενο, θα καταπιαστούμε με περιστατικά που δείχνουν ότι η πνευματική σχέση έχει εκπέσει σε προσωποπαγή, ψυχοσυναισθηματική εξάρτηση, δηλαδή ό,τι χειρότερο. Στην περίπτωση αυτή ο κληρικός-γκουρού καθίσταται δέσμιος των οπαδών του, βορά στον φανατισμό τους για το πρόσωπό του, που ο ίδιος δημιούργησε. Και είναι αυτοί που τελικά θα τον συνθλίψουν κατά θεία παραχώρηση, μήπως και συνέλθει. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση ο γέροντας να στέκει στο ύψος του, αλλά να γίνεται αντικείμενο λατρείας, οπότε με αυστηρό τρόπο «κόβει» τέτοιου είδους εκδηλώσεις.
Ακούμε για παράδειγμα:
Α) Έχω ευλογία από τη γερόντισσα να στενοχωριέμαι για σένα.
Β) Μετά από τη θεία Λειτουργία στην οποία κοινώνησε κιόλας, πηγαίνει κάποιος με λαχτάρα και παίρνει τρίχες από το ράσο του γέροντα. Κοινώνησε, λέτε;
Γ) Χασμουρητό ( να ασφαλίζεται μέσα από το σταυροκόπημα)
Δ) Φτέρνες- φακός
Ε) Ερώτηση: -Πότε είναι η ώρα του εσπερινού πάτερ; Η απάντηση μετ’ επιτάσεως και επιτιμήσεως: -Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Είναι αυτό αδιάλειπτη προσευχή λέτε;
ΣΤ) Ερώτηση σε Γέροντα συνοδείας: Πόσοι μοναχοί είστε στη συνοδεία σας; Απάντηση: -Δεν ξέρω εγώ από αυτά τα πράγματα.
Ζ) Ο ένας μοναχός στον άλλο, ή ο ένας λαϊκός στον άλλο: Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται ο γέροντας; -Δεν έχω ευλογία να σου πω.

Ακόμη κι αν δεν είχες ευλογία, η μοναχική σου ευαισθησία θα σου επέβαλε να μην το πεις για να μη σκανδαλίσεις τον αδελφό. Αλλά εσύ μίλησες έτσι γιατί θέλεις να δείξεις ότι είσαι από τους εκλεκτούς και τους πολύ κοντινούς στο γέροντα. Εδώ, φυσικά, δεν υπάρχει ίχνος κατά Χριστόν υπακοής. Απλώς έχουμε να κάνουμε με «έξοδα παράστασης», ας μου επιτραπεί.
Δε θα επεκταθούμε περαιτέρω σε άλλες γελοιότητες που κιβδηλοποιούν το μέγα όντως μυστήριο της υπακοής και που δυστυχώς αφθονούν σε πολλά σύγχρονα μοναστικά περιβάλλοντα, χωρίς να αποκλείονται και κάποιες ενορίες προσωποπαγούς λειτουργίας. Υπάρχουν, αλήθεια, άνθρωποι που από την ιδιοσυγκρασία τους και μόνο τείνουν προς κάποιες τέτοιες «υπακοές». Αλλοίμονο αν ο πνευματικός δεν φροντίσει να τους βοηθήσει, ώστε να εξελιχθούν σε ελεύθερες εν Χριστώ προσωπικότητες και τους εκμεταλλευτεί.
Μιλώντας πατερικά-θεολογικά, θα λέγαμε ότι έχουμε ακούσει όλοι για την ανθρώπινη καρδιά σαν την έδρα των ψυχοπνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου. Όταν βαπτίζεται ο άνθρωπος, η χάρη του Αγίου Πνεύματος φυλάσσεται στον τόπο της καρδίας. Στο βάθος της καρδιάς δεν πρέπει να υπάρχει τίποτε άλλο, παρά μόνον ο Χριστός. Αν υπάρχει κάτι άλλο, ακόμη και  η Παναγία, ή οι άγγελοι, ή ο γέροντας ή ένα άλλο αγαπημένο πρόσωπο, αυτό θα είναι είδωλο. Ξέρουμε, το ψάλλουμε κιόλας, πως δεν λάτρεψαν την κτίση οι θεόφρονες, αλλά τον Κτίστη. Μόνον η χάρη του Χριστού λοιπόν στο βάθος. Η χάρη αυτή είναι άχρωμη, άοσμη, άγευστη, ανείδεη, αχρωμάτιστη, ζωογόνος και ζωοποιός, φωτοπάροχος και χαροπάροχος. Όλα τα υπόλοιπα πολύτιμα της πίστης και της ζωής μας πρέπει να είναι στο περικάρδιο, πέριξ, στα κράσπεδα της καρδιάς, δηλ. να μη μας κατακτούν.
Εκτός από την Παναγία μας, λοιπόν, και τους αγίους και τα υπόλοιπα μακάρια πνεύματα των ουρανών, τα οποία αγαπάμε, σεβόμαστε και τιμάμε, ας βάλουμε τον πνευματικό μας πατέρα προεξάρχοντα στο περικάρδιο, εκείνον που μας γέννησε και μας ανάθρεψε πνευματικά, τους γονείς μας, τα αδέλφια μας, τους συγγενείς και φίλους, τα πνευματικά αδέλφια, τα πνευματικά τέκνα, όλους τους γνωστούς και αγνώστους σ’ εμάς ανθρώπους. Στο περικάρδιο όμως, ποτέ στα ενδότερα, ποτέ στα άγια των αγίων της ύπαρξής μας, εκεί που μόνος ο Χριστός πρέπει να υπάρχει και συνεχώς να λατρεύεται και να δοξολογείται. Προσοχή από τον κίνδυνο τού να γίνουμε Παναγιολάτρες, αγιολάτρες, αγγελολάτρες, γεροντολάτρες και εν γένει ανθρωπολάτρες, δηλαδή κατ’ ουσίαν ειδωλολάτρες, αιρετικοί. Άρα φίλαυτοι, αμετανόητοι εγωιστές.
Ένας γκουρού λοιπόν, ποτέ δεν ξεχνάει τον εαυτό του, σε όσα τερτίπια και να καταφεύγει. Πάσχει από εωσφορικό εγωισμό.
Περιστατικό με τον βουδιστή στο Κολωνάκι και τη Μαρτίν.
Αντίθετα προς τον γκουρού που χάνεται μέσα στην καλοζωία του ευτραφούς εγωισμού του, χωρίς ποτέ να γνωρίσει τον εαυτό του, ούτε την προσωπικότητά του, άρα ούτε τον Θεό, κινείται ο αγωνιζόμενος εν Χριστώ άνθρωπος. Ξεκινάει μέσα στην Εκκλησία, ζώντας τη μυστηριακή ζωή. Περνάει από μακρύ στάδιο κάθαρσης, αγωνιζόμενος έτη πολλά. Ακολούθως δέχεται προσθήκη χάρης που τον φωτίζει και τον κάνει θερμότερα και ευκολότερα να αγωνίζεται καλλιεργώντας τις αρετές και τηρώντας τις εντολές, μέχρις ότου αυξηθεί σε τέλειο μέτρο και γίνει επόπτης ουρανίων και υπερκοσμίων πραγμάτων, …ακούει άρρητα ρήματα, ορά τα αθέατα, «άγγελος ως αληθής γεγονώς». Γίνεται πλέον μεσίτης μεταξύ του Θεού και της κτίσεως και, προσέχουμε τη λέξη, φορέας συμπαντικού πληρώματος, που προσάγει κάθε είδος κτίσματος στο Θεό ( Γρηγόριος Παλαμάς, Προς Ξένην 59, Συγγρ. Π. Χρήστου Ε΄, σελ. 224).
Για τον γκουρού είναι σημαντικό να φτάσει στην κατάσταση της νιρβάνα ή της μόξα, αν μιλάμε με ινδουϊστική ορολογία. Νιρβάνα ή μόξα σημαίνει λύτρωση. Λύτρωση από τον ατέλειωτο βασανιστικό κύκλο των μετενσαρκώσεων που πετυχαίνεται με την άσκηση, με την τεχνική της γιόγκα, τον αυτοβυθισμό, την περισυλλογή, το άδειασμα του νου, το βασανισμό του σώματος που θεωρείται εχθρικό κα. Μέσα σ’ όλα αυτά υπεισέρχονται και οι ιδέες περί πολλών ζωών και μετενσαρκώσεων κλπ. Το θέμα είναι, στην περίπτωση που ο νους φτάσει σε αφασία μέσα από τη νιρβάνα και αδειάσει, αν γεμίσει από δαίμονες τι γίνεται; Ποιος μας εξασφαλίζει ότι θα παραμείνει άδειος; Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία αδειάζουμε το νου από κάθε εικόνα και φαντασία, αλλά ταυτόχρονα τον ενώνουμε με το όνομα του Χριστού. Ο νους μας κάθε άλλο παρά αφασικός είναι· αντίθετα τίθεται σε συνεχή κίνηση και αυτή η κίνηση είναι η προσευχή.
Εδώ τώρα υπάρχει ο κίνδυνος και με εμάς, πως αν τυχόν δεν επιμεληθούμε την καθαρότητα του νου μας με το να τον βάζουμε συχνά να προσεύχεται, θα γεμίσει από άλλα πράγματα που συν τω χρόνω θα λατρεύσουμε ως θεούς και τότε πιθανόν να γίνουμε κι εμείς παίγνια των δαιμόνων, φτάνοντας σε μία κατάσταση παρόμοια με του πλανημένου γκουρού, πολύ χειρότερη όμως, γιατί υποτίθεται ότι εμείς γνωρίσαμε την αλήθεια του Χριστού, ενώ εκείνος όχι.
Με τι θα γεμίσει ο νους μας, αν δεν τον ασκήσουμε στην προσευχή; Με τα υποτιθέμενα κατορθώματά μας: τις νηστείες μας, τα κηρύγματά μας, το κοινωνικό μας προφίλ και έργο, τα λόγια των κολάκων, τα πνευματικά μας τέκνα, τις συνάξεις μας, τις συγγραφές μας, τους τίτλους μας και βάλτε όσα άλλα θέλετε. Αρχίζουμε και ζούμε με αυτά και γι’ αυτά, όχι για το Χριστό. Για μάς τα κάνουμε, όχι για Εκείνον. Τυφλωνόμαστε εμείς πνευματικά και δεν μπορούμε να βοηθήσουμε το διπλανό μας. Θέλουμε αυτά που κάνει να τα κάνει για μας. Δεν  τον αναπαύουμε, δεν τον ανακουφίζουμε. Και φτάνει στο σημείο ο πλησίον μας να αναχωρεί από εμάς και να νιώθει και ωφελημένος που αναχώρησε. Σκεφτείτε τώρα σε τι διαφέρουμε από έναν γκουρού.
Γι’ αυτό, αδελφοί και Πατέρες, αυτό λέω και κλείνω, χρειάζεται η προσοχή, η προσευχή, η ταπείνωση, το εκκλησιαστικό φρόνημα και η ανυπόκριτη αγάπη να χαρακτηρίζουν τη ζωή μας, ώστε όντας πραγματικά φερέφωνα του Χριστού να διακονούμε, λαϊκοί και κληρικοί το λαό του Θεού και άρα τον ίδιο το Θεό.
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας και εύχεσθε!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου