ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟΣ
ΗΓΕΤΗΣ
ΜΕΡΟΣ Β
π.Α.Σ.Ε.Ι.Π.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ
«ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ»
20/4/2003
5η ΕΡΩΤΗΣΗ
Η
τροποποίηση των ράσων αποτελεί βήμα εκσυγχρονισμού ή τελικά βαρύτητα στον
εκσυγχρονισμό έχει ο λόγος και όχι τόσο η αμφίεση των Κληρικών;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Καλά
κάνετε και ομιλείτε για τροποποίηση γιατί κάποιοι με κατηγόρησαν ότι εισηγήθηκα
την κατάργηση του ράσου, κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει. Είμαι ο τελευταίος που θα
διανοηθώ ποτέ κάτι τέτοιο. Εγώ μίλησα για μία επί το πρακτικότερον τροποποίηση
ούτως ώστε οι Ιερείς μας να διευκολύνονται στην καθημερινή τους ζωή, κυρίως οι
οικογενειάρχες που κουβαλούν μαζί τους και τα οικογενειακά βάρη. Το
ξεκαθαρίζουμε αυτό. Από την άλλη, ασφαλώς και πιστεύω ότι ο εκσυγχρονισμός δε
σχετίζεται με εξωτερικά σχήματα, έχει σχέση με συγκεκριμένες πρακτικές, με την
υιοθέτηση νέων μεθόδων εργασίας, με τα άφοβα ανοίγματά μας στο σύγχρονο κόσμο,
με τη διάθεσή μας να διαλεχτούμε με τους άλλους χωρίς κόμπλεξ και
προκαταλήψεις, με την προσπάθεια μας να βγούμε από την αυτάρκειά μας και να
μπούμε δυναμικά στον κόσμο για να τον αλλοιώσουμε προς το καλό. Αυτό
ονειρεύομαι για την Εκκλησία, τη θέλω σύγχρονη, αλλά και σεβαστική προς
το παρελθόν και την παράδοσή της.
6Η ΕΡΩΤΗΣΗ
Ένα
από τα κορυφαία θέματα που αντιμετωπίσατε ήταν και το θέμα της αναγραφής του
θρησκεύματος στις ταυτότητες. Πώς κρίνετε σήμερα την έκβαση του θέματος αλλά
και την περίοδο κατά την οποία υπήρξαν οξείς χαρακτηρισμοί από πολιτικούς και
πανεπιστημιακούς εναντίον σας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ήταν ένα θέμα που δημιουργήθηκε χωρίς κανένα λόγο,
χωρίς να επιβάλλεται από κανένα εξωγενή θεσμικό παράγοντα, χωρίς να προέρχεται
από καμία εσωτερική ανάγκη και μετεβλήθη σε μια από τις πιο ατυχείς και
επιπόλαιες επιλογές της κυβέρνησης. Μπορεί να φαίνεται σήμερα ότι η έκβαση του
θέματος φέρνει την Εκκλησία σε θέση αδυναμίας ή και αποτυχίας ακόμα στις
διεκδικήσεις της. Αλλά πίσω από την Εκκλησία βρίσκεται ο Ελληνικός λαός ο
οποίος μαζικά διαδήλωσε τη βούληση και την απόφασή του. Και βέβαια, το να θέλει
η Πολιτεία ν’ αγνοήσει την Εκκλησία είναι κατανοητό, μέσα στα πλαίσια της
εξουσίας της, άσχετα αν το θεωρώ ανεπίτρεπτο, αλλά το ν’ αγνοεί το λαό αυτό το
θεωρώ και ανεπίτρεπτο και αντιδημοκρατικό. Και είναι γνωστό από την ιστορία ότι
ο λαός δεν ξεχνά εκείνους που τον μειώνουν και τον περιφρονούν.
Εμείς
από την πλευρά μας, πιστεύουμε ότι πράξαμε παν το ανθρωπίνως δυνατό, έχουμε
ήσυχη τη συνείδησή μας έναντι του Θεού και του λαού και είμαστε βέβαιοι, ότι,
αργά ή γρήγορα, θα δικαιωθούμε και μάλιστα πανηγυρικά. Δε θέλω, επίσης, να
σχολιάσω τους οξείς, όπως τους χαρακτηρίζετε, χαρακτηρισμούς πολιτικών προσώπων
και πανεπι-στημιακών. Θα κριθούν από την ιστορία. Θέλω μόνο να επαινέσω όλους
εκείνους που στάθηκαν δίπλα στον αγώνα της Εκκλησίας υποστη-ρίζοντας τα
αυτονόητα.
7η ΕΡΩΤΗΣΗ
Εκείνη
την περίοδο, αλλά και πρόσφατα, κατά τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές,
δεχθήκατε κριτική για επέμβαση στην πολιτική ζωή του τόπου. Τι έχετε ν’
απαντήσετε στους επικριτές σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Οι
ίδιοι αυτοί επικριτές δεν ορθώνουν λόγο εναντίον μου όταν αυτά που λέω
«χαϊδεύουν» τ’ αυτιά τους κι εξυπηρετούν τις θέσεις και τα συμφέροντά τους.
Αυτό είναι ένδειξη υποκρισίας. Εγώ, όμως και η Εκκλησία μας, δεν κρυβόμαστε
πίσω από κανένα συμφέρον. Η κινητήρια δύναμή μας είναι η αυτοσυνειδησία μας, η ιστορία
μας και η ανάγκη που θέλει την Εκκλησία σ’ αυτό τον τόπο ενεργό και ζωντανό
οργανισμό και όχι πτώμα σε κατάσταση αποσύνθεσης. Ποτέ δε θεώρησα ότι αρθρώνω
πολιτικό λόγο, με τη στενή έννοια του όρου. Ο λόγος ενός Προκα-θημένου έχει τη
βαρύτητα που κουβαλά η ιδιότητά του και ασχολείται με όλα τα θέματα που
άπτονται της κοινωνικής μας πραγματικότητας και ζωής. Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν
είναι μόνο να θυμιατίζει και να ψέλνει, είναι και να βρίσκεται δίπλα στα
προβλήματα των ανθρώπων, αρωγός και συμπαραστάτης στην επίλυσή τους. Άλλωστε,
πίσω από κάθε ζήτημα, έστω κι αν αυτό φαίνεται πολιτικό ή και υλιστικό ακόμα,
διακρίνω πνευματικές διαστάσεις τις οποίες ο λόγος της Εκκλησίας οφείλει να
φωτίσει. Με τη λογική των επικριτών μου η Εκκλησία δε θα έπρεπε να μιλήσει για
τον πόλεμο που είναι αποτέλεσμα της ασυδοσίας και της ανοησίας των πολιτικών,
δε θα έπρεπε ν’ ασχοληθεί με το θέμα των ναρκωτικών, να μιλήσει για την
ανεργία, ν’ ασχοληθεί με τη φτώχια, που είναι αποτέλεσμα κακών πολιτικών
επιλογών. Η διάθεση της Εκκλησίας να ομιλεί δεν είναι απλά δικαίωμά της είναι
κυρίως υποχρέωσή της.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ