Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

«Ακίνδυνος και Επικίνδυνος Χριστός»: Μια ομιλία για τα Χριστούγεννα του μακαριστού γέροντος Δοσιθέου – Επίκαιρη όσο ποτέ

 Ε.Ι.Π.












Εσπερινή ομιλία μακαριστού γέροντος Δοσιθέου, εκφωνηθείσα εν Καρπενησίω, εν έτει 1984ω.

 ΑΛΗΘΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – Όσο πλησιάζουν οι εορτές των Χριστουγέννων, τόσο ο λεγόμενος δυτικός κόσμος (και εμείς τρέχοντας από πίσω λαχανιασμένοι να προλάβουμε το τελευταίο βαγόνι για να μη φανούμε καθυστερημένοι και οπισθοδρομικοί

ανατολίτες), τόσο, λοιπόν, ο λεγόμενος δυτικός κόσμος θα προετοιμάζεται να εορτάσει Χριστούγεννα άνευ Χριστού.

Μουσικές, δώρα, διακοπές, δεξιώσεις, συναυλίες, επισκέψεις, χιόνια, εξορμήσεις, τραπέζια, λιχουδιές, συγκινήσεις, παιχνίδια, παρέα, ξεκούρασις. Θα εορτάσουμε και πάλι τα Χριστούγεννα. Παντού διακοσμήσεις, δένδρα Χριστουγεννιάτικα, χαρές και πανηγύρια. Παντού φάτνες με άχυρο, ζωάκια, ποιμένες, αγγέλους, γιρλάντες, φώτα. Μια νέα γυναίκα και ένας άνδρας σε λατρευτική στάσι, προφανώς η Παναγία και ο Ιωσήφ, και στο μέσον ένα κουκλάκι ξανθό, στρουμπουλό, χαμογελαστό, με ανοιχτά χεράκια και γαλανά ματάκια, το Θείον Βρέφος (αν και ο Χριστός ως σημίτης κατά την ανθρώπινη φύσι Του κάθε άλλο παρά ξανθός και γαλανομάτης ήταν). Όλα ωραία, όλα χαρούμενα, όλα καλά, βολεμένα μέσα στην εμπορική κίνησι των μεγάλων δρόμων, μέσα στον φαύλο κύκλο της καταναλωτικής κοινωνίας.

 Και όταν οι γιορτές περάσουν, όταν τα φώτα σβήσουν και όταν οι φάτνες διαλυθούν, τότε το στρουμπουλό κουκλάκι θα μπη σε κάποιο κουτί όπως-όπως για να ξαναχρησιμοποιηθή τον επόμενο χρόνο σαν κράχτης του εμπορικού καταστήματος η σαν όμορφο, γραφικό και απαραίτητο «αξεσουάρ» των εορταστικών ημερών στο σαλόνι μας, η στην πλατεία της γειτονιάς μας.

 Και τι μένει; Τίποτε η σχεδόν τίποτε. Μένει, ίσως, μια ωραιοποιημένη μνήμη παιδικών χρόνων, ανακατεμένη με πολύ παραμύθι. Μένει ο ακίνδυνος Χριστός, τόσο ακίνδυνος όσο το κουκλάκι της Χριστουγεννιάτικης βιτρίνας. Τόσο ακίνδυνος όσο το κουκλάκι στην φάτνη της γωνίας του σαλονιού. Μένει ένας Χριστός ως ο «γλυκύς Ιησούς» των γλυκαναλάτων τοιχογραφιών της Αναγεννήσεως, ένας Χριστός που κάποτε κήρυξε στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας το «αγαπάτε αλλήλους[1]», το ύψιστο σύνθημα της κοινωνικής συμπεριφοράς. Μένει ο λογοκεκριμένος Χριστός, ο κομμένος στα μέτρα της ατομοκεντρικής ευημερίας, ο Χριστός που δεν στοιχίζει και δεν κοστίζει τίποτα, ο Χριστός που του έχει αφαιρεθή κάθε στοιχείο που μπορεί να αφυπνίση το «σύστημα». Μένει ο ακίνδυνος Χριστός που μπορούμε κάθε χρόνο τέτοια εποχή να Τον βγάζουμε απ’ το κουτί της ντουλάπας, να Τον εκθέτουμε κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δένδρο, και ύστερα πάλι να Τον αποθηκεύουμε στο σκοτεινό ερμάριο του σπιτιού μας. Αυτός ο Χριστός δεν είναι το «σημείον το αντιλεγόμενον», το «κείμενον εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών[2]», δεν είναι ο λίθος στον οποίον όποιος σκοντάψη «συνθλασθήσεται» (θα τσακισθή), «εφ’ ον δ’ αν πέση λικμήσει αυτόν[3]» (θα τον κάμη σκόνη). Δεν είναι ο Χριστός του Ευαγγελίου, δεν είναι ο Χριστός των Αγίων Αποστόλων, δεν είναι ο Χριστός της Εκκλησίας Του. Είναι ένας, αλλά δεν είναι ο Χριστός.

 Δεν εξαντλείται ο Χριστός στο «αγαπάτε αλλήλους», ούτε σε κανόνες φθηνής ηθικολογίας η κοινωνικής προσφοράς. Όταν δεν θίγεται το υπαρκτικό πρόβλημα της σωτηρίας, η περιπέτεια η η τραγωδία της ελευθερίας του ανθρώπου, και κυρίως της ελευθερίας απ’ τον ίδιο τον εαυτό του, έχουμε να κάνουμε με ένα ακίνδυνο Χριστό, όπως το κουκλάκι· όχι όμως με τον «Χριστό». Πέρα απ’ αυτόν τον ακίνδυνο Χριστό, της καταναλωτικής κοινωνίας, υπάρχει ο επικίνδυνος Χριστός. Αυτός που εδίδαξεν ωρισμένα επικίνδυνα πράγματα, που σκοπίμως κρατάμε στην σκιά, διότι είναι διδαχές που μπορούν να τινάξουν στον αέρα τις κοινωνικές μας δομές και που μπορεί ν’ αποβούν ολέθριες για τα άνομα συμφέροντά μας.

 Ποιος από μας θέλει να θυμάται, φερ’ ειπείν, τους παρακάτω λόγους του Κυρίου: «δοκείται ότι ειρήνην παραγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ η διαμερισμόν[4]», «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν[5]», και «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;[6]». Ποιος τολμά να μιλήση γι’ αυτήν την συνεχή και αένναο επανάστασι εναντίον των παθών μας και της κοινωνικής αδικίας; Ποιος θυμάται την τέλεια αντιστροφή των κοινωνικών μας αξιών, τους πρώτους που γίνονται τελευταίοι και τους τελευταίους που γίνονται πρώτοι: «έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι;[7]». Ποιος πουριτανός ηθικολόγος δέχεται να μιλήση στην «αγγελικά» πλασμένη κοινωνία μας για τις πόρνες και τους τελώνες που «προάγουν» ημάς εις την Βασιλείαν των Ουρανών[8]; Ποιος από μας αποδέχεται την καταδίκη «των πεποιθότων εφ’ εαυτοίς[9]» ότι εισί δίκαιοι;

 Μέσα στον πολιτισμό της αποταμιεύσεως (άλλωστε γράφουν και εκθέσεις οι μαθηταί περί της αποταμιεύσεως, η τουλάχιστον έγραφαν κάποτε) ποιος θα μπορέση να σαμποτάρη το «σύστημα» θυμίζοντας την άσκησι που κηρύττει ο Κύριός μας, ο επικίνδυνος Χριστός, σαν ριζοσπαστική οδό ελευθερίας και απαλλαγής από τα δεσμά της μέριμνας και του θησαυρισμού των αγαθών[10]; Πόσες φορές ακούσαμε το «άξιος ο εργάτης του μισθού αυτού[11]» και «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εις την βασιλείαν του Θεού εισελεύσονται· ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν η πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν[12]»; Ποιος τόλμησε να μας διδάξη τον αντίλαλο της διδαχής του Κυρίου, τον αδελφόθεο Ιάκωβο; «Άγε νυν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταίς ταλαιπωρίαις υμών ταίς επερχομέναις. Ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν· ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, […] ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ’ υμών κράζει, και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ εισεληλύθασιν. Ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε, εθρέψατε τας καρδίας υμών ως εν ημέρα σφαγής. Κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον· ουκ αντιτάσσεται υμίν[13]». Υπάρχει άραγε επαναστατικότερο μανιφέστο από τούτα τα λόγια;

 Ποτέ δεν άκουσα στην ζωή μου να μου πούν ότι ο Χριστός μας εκήρυξε την ισότητα. Και έπρεπε να ψάξω και να βρω και να μείνω εμβρόντητος όταν ανεκάλυψα μέσα στον άγιο Απόστολο Παύλο (το του Χριστού στόμα) και το πράγμα και το όνομα: «ου γαρ ίνα άλλοις άνεσις, υμίν δε θλίψις, αλλ’ εξ ισότητος εν τω νυν καιρώ το υμών περίσσευμα εις το εκείνων υστέρημα, ίνα και το εκείνων περίσσευμα γένηται εις το υμών υστέρημα, όπως γένηται ισότης[14]». Και αλλoυ: «οι κύριοι το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχεσθε[15]». Ποιος έχει την παρρησία να πη ότι η πίστις του Χριστού δεν έχει πολλή σχέσι με την elite και την inteligencia, αλλά με τα νομιζόμενα κατακάθια, με το luben proletariat, με τα μωρά, με τα αγενή και με τα εξουθενημένα και τα μη όντα[16], όπως ο Παύλος χωρίς εντροπή, αλλά τουναντίον με καύχησι ομολογεί, συνεπής ερμηνευτής των λόγων του Κυρίου για τους ελαχίστους αδελφούς; Ποιος δοκιμάζει σήμερα είτε να κηρύξη είτε να εφαρμόση το «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι[17]»;

 Πολύ επικίνδυνα πράγματα…

 Δίπλα, λοιπόν, στον ακίνδυνο Χριστό της ελεγχομένης ευζωΐας και του πνευματικού ευνουχισμού, θεληματικά λησμονημένος, υπάρχει ο επικίνδυνος Χριστός της Εκκλησίας και της σωτηρίας. Εδώ, όμως, χρειάζεται μια διευκρίνισις. Εκκλησία δεν σημαίνει αυτό που έχουν οι πλείστοι στο μυαλό τους, δηλαδή την εκκλησιαστική διοίκησι που είτε έχει υποταχθή στο «σύστημα», είτε υπηρετεί την καταναλωτική αντίληψι των «θρησκευτικών αναγκών» του λαού. Εκκλησία σημαίνει το Θεανθρώπινο Σώμα του Κυρίου, που είναι στύλος και εδραίωμα της Αληθείας· σημαίνει την συγκεφαλαίωσι κόσμου και ιστορίας εν Χριστώ.

 Θα εορτάσουμε, λοιπόν, Χριστούγεννα. Θα εορτάσουμε, όμως, μάλλον την γέννησι του ακινδύνου Χριστού, που στην καλλίτερη περίπτωσι δεν είναι άλλο από αφελή τραγούδια όπως το «Άγια Νύχτα» και «Χιόνια στο καμπαναριό».

 Η Εκκλησία θα εορτάσει την γέννησι του επικινδύνου Χριστού, της ιδικής της ασυμβίβαστης Αληθείας, την γέννησιν Αυτού που χώρισε την ιστορία στα δύο. Η εορτή αυτή είναι μυστική και το μυστήριον ξένον, μέγα και παράδοξον! «Χριστός το τεχθέν· η δε μήτηρ Παρθένος. Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις[18]»; Ο Χριστός γεννηθείς «εξοιστρουμένου κόσμου καθείλε πανσθενώς αμαρτίαν[19]». Ο ιερός υμνωδός με πέντε γραμμές δίδει το νόημα της εορτής: «Ο Πατήρ ευδόκησεν, ο Λόγος σαρξ εγένετο, και η Παρθένος έτεκε Θεόν ενανθρωπήσαντα· Αστήρ μηνύει, Μάγοι προσκυνούσι, Ποιμένες θαυμάζουσι, και η κτίσις αγάλλεται[20]». Η εορτή αυτή δεν είναι εορτή καλοπεράσεως, ματαίων στολισμών και λαμπιονιών· είναι εορτή πτωχείας: «Φάτνην ορώ και βρέφος και σπάργανα· λοχόν Παρθένου των χρειών έρημον· όλα πτωχείας εχόμενα, όλα πενίας γέμοντα… ούτε κλίνην, ούτε στρωμνήν είχεν, αλλ’ επί ξηράς έρριπτο φάτνης[21]». Εσχάτη πτωχεία. Συμπληρώνει ο ιερός υμνωδός: «τι γαρ ευτελέστερον σπηλαίου; τι δε ταπεινότερον σπαργάνων[22]»;

 Αλλά κατά τον Ιερόν Αυγουστίνον: «Εκκλησία είναι ο Χριστός εις τους αιώνας παρατεινόμενος». Άρα εφ’ όσον υπάρχει ακίνδυνος και επικίνδυνος Χριστός, υπάρχει ακίνδυνος και επικίνδυνος Εκκλησία.

 Και ποια είναι η ακίνδυνη «Εκκλησία»; Είναι αυτή που αρκείται στο να είναι ένα κοινωνικά ανίσχυρο και πολιτικά ουδέτερο θρησκευτικό συμπλήρωμα της ζωής του ανθρώπου, που κι αν δεν υπήρχε δεν χάλασε κι ο κόσμος. Ακίνδυνη «Εκκλησία» είναι εκείνη που μοναδική της έγνοια είναι να θεωρήται απ’ το σύνταγμα του κράτους «προστατευομένη θρησκεία». Είναι εκείνη που ποτέ δεν της πέρασε απ’ τον νού ότι δεν είναι καν θρησκεία, αλλ’ είναι αποκάλυψις του ζώντος Θεού. Είναι εκείνη που μένει απόλυτα ικανοποιημένη από τον διακοσμητικό ρόλο που της επιβάλλει η κρατική της θεσμοποίησις. Εναβρύνεται για το ότι μετέχει σε δοξολογίες και παρελάσεις και φανφάρες, ενώ παραμένει τραγικά ανυποψίαστη για το τι ουσιαστικώς αντιπροσωπεύει και για το ποια ριζοσπαστική αλήθεια ενσαρκώνει. Αρκείται στην συμβατική αποστολή ενός κρατικού φορέως για την εξυπηρέτησι και εκτόνωσι του θρησκευτικού αισθήματος του λαού, και σαν αντάλλαγμα γι’ αυτήν την τόσο βολική για όλους αφασία της, εισπράττει την οικονομική υποστήριξι και τις εθιμοτυπικές τιμές που της παρέχει το κράτος. Ακίνδυνη «Εκκλησία» είναι αυτή που οι πιστοί της θεωρούνται ευήθεις, σκοταδισταί, μοιρολάτραι, πολίται τρίτης και τετάρτης κατηγορίας, κάτι απολιθώματα που ο σύγχρονος κόσμος, η επιστήμη και η τεχνολογία τους έχει προ πολλού ξεπεράσει.

 Αυτή η ακίνδυνη «Εκκλησία» έχει τα σπέρματα της δημιουργίας της στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και εφεξής, τότε που ο πρεσβύτερος έγινε ιερεύς, και ο επίσκοπος αρχιερεύς· τότε που τα προνόμια της κρατικής ειδωλολατρίας εξεχωρήθησαν στην νέα επίσημη «κρατική θρησκεία»: τον Χριστιανισμό. Πολλοί ομιλούν για «βαβυλώνειο αιχμαλωσία» της Εκκλησίας, ήδη απ’ τα χρόνια αυτά. Η πτωχεία του Ιησού ξεχάσθηκε σιγά-σιγά, από πολλούς «εκπροσώπους» Του, και ο ζων λόγος πνίγηκε μέσα στην άφθονη κρατική επιχορηγία όλο και περισσοτέρων προνομίων, πράγμα που έκαμε τους μεγάλους Πατέρας να διαμαρτύρωνται εντόνως, αλλά να μη εισακούωνται· και τους Χριστιανούς που ήθελαν την πραγματικά χαρισματική ζωή να εξέρχωνται στις ερήμους. Το ίδιο συνέβη αιώνες αργότερα και στην εκκλησία της Ρωσσίας, που απ’ τα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου προσεδέθη, όπως προσφυώς ελέχθη, από την καλτσοδέτα της Τσαρίνας.

 Τούτ’ αυτό όμως, δεν συνέβη και με την Ελλαδική Εκκλησία; Μήπως δεν σύρεται όπισθεν των κρατούντων, αδύναμη και ακίνδυνη, όπως το πτώμα του Έκτορος εσύρετο πίσω απ’ το άρμα του Αχιλλέως; Βλέπουμε ότι η πολιτεία βρίσκεται σε τελεία άρνησι να δη στην Εκκλησία κάτι περισσότερο από ένα ταυτοποιημένο θεσμό του κοινωνικού βίου, που συμβάλλει κάπως στην ηθικοποίησι των ανθρώπων (ο χωροφύλακας της ηθικής), η της δίνει τον συμπληρωματικό ρόλο του υπουργείου κοινωνικής προνοίας (μόνο για να μοιράζη μερίδες φαγητού). Αν, βεβαίως, δεν την βλέπει ως ένα ανώφελο παράσιτο της συντηρήσεως και της οπισθοδρομήσεως. Της αναγνωρίζει, προς το παρόν, μια θεσούλα κάπου στην άκρη, διότι την θεωρεί ακόμη ως ένα παρωχημένο φορέα κάποιων ρητορικών «ιδεωδών» του εθνικού βίου (ίσως την χρειάζεται άμα γίνη πόλεμος… για να ευλογήση τα όπλα).

 Αυτή η ακίνδυνη «Εκκλησία» δεν έχει πέσει σε μια δυσκόλως καλυπτομένη ανυποληψία εκ μέρους της πολιτείας; Αυτή η ακίνδυνη «Εκκλησία» δεν εμφανίζει μια εικόνα μικροτήτων, πνευματικής υπαναπτύξεως και κοινωνικής αναξιοπρεπείας; Κουφοκαίει δε στον λαό ένας φοβερός αντικληρικαλισμός που μόνο στα χρόνια της Γαλλικής Επαναστάσεως βρίσκουμε όμοιό του. Επί χρόνια τώρα, δυνάμεις σκοτεινές και ολέθριες για το Γένος απεργάζονται με μέθοδο, με σατανική εντελέχεια την στείρωσι της Εκκλησίας, και της ποιμαινούσης και της ποιμαινομένης, ώστε να παραμένη άβουλο όργανο και πιόνι για καταχθονίους σκοπούς. Θέλουν μίαν Εκκλησία σε κώμα. Θέλουν εκκλησιαστικούς λειτουργούς κατωτάτης στάθμης, ώστε αυτή μεν διαρκώς να υποβαθμίζεται, αυτοί δε να φωνάζουν για τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα που γίνονται στον χώρο της Εκκλησίας. Θέλουν χριστιανούς γραφικούς και φαιδρούς, ώστε αυτή μεν διαρκώς να καταφρονείται, αυτοί δε να παίζουν τον ρόλο του σωτήρος.

 Φοβούνται πολύ την ζωντανή Εκκλησία, την Εκκλησία του Χριστού που κρατεί μάχαιρα δίστομη. Αυτή είναι η επικίνδυνη Εκκλησία. Είναι η communio sanctorum, η κοινωνία των αγίων. Δεν είναι αφηρημένη ιδεολογία, ούτε θρησκευτικό συμπλήρωμα για γρηές και γέρους, ούτε απλώς ατομική ηθική. Είναι κοινωνία που μας δείχνει τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου. Είναι η ενότης των ανθρώπων, όχι σαν απλή συμβατική συμβίωσι σε στεγανά διαμερίσματα, αλλά σαν μία ενότητα καρδιών, ψυχής και πνεύματος. Είναι η κοινωνία, όπου μέσα της ο άνθρωπος παύει να είναι νούμερο, παύει να είναι άτομο η όχλος και γίνεται πρόσωπο. Είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος αντανακλά εντός του την Παναγία Τριάδα, είναι ο τόπος όπου η εικών γίνεται ομοίωσις. Η επικίνδυνη Εκκλησία είναι θυσία, είναι σταυρός· και όπως ο Τίμιος Σταυρός, έχει δύο κεραίες, κάθετη και οριζόντια, έτσι η Εκκλησία δεν αρκείται στην κάθετη σχέσι πιστών και Θεού, αλλά ζη εν ταυτώ και την οριζόντια σχέσι πιστού με πιστό, ανθρώπου με άνθρωπο. Μέσα στην Εκκλησία του Χριστού η λύσις των κοινωνικών προβλημάτων συνδέεται άμεσα με μία εσωτερική μεταλλαγή του ανθρώπου, που σπάζει το φράγμα του κλειστού ατομικισμού, και βγαίνει στην σφαίρα του κοινωνικού, την σφαίρα του πλησίον και της αγάπης. Μέσα σ’ αυτή την ζώσα Εκκλησία υπάρχει η απάντησις για την λύσι των κοινωνικών προβλημάτων. Εδώ η θυσία του «εγώ» και η βίωσις της αγάπης στην κοινωνία του «εσύ», δημιουργεί το «εμείς» που είναι ο θεμέλιος λίθος της λύσεως παντός κοινωνικού προβλήματος.

 Η ακίνδυνη «Εκκλησία» προσπερνάει αυτά τα προβλήματα (όπως ο ιερεύς και ο λευίτης «αντιπαρήλθεν» αυτόν που έπεσε στους ληστάς) και αρκείται σε ευχολόγια, ώστε να μη έχη άδικο ο μαρξιστής Φρίντριχ Ένγκελς[23] όταν ισχυρίζετο ότι «η εκκλησία αντί να λύση τα προβλήματα της κοινωνίας, τα μεταθέτει στον ουρανό». Η υγιής επικίνδυνη Εκκλησία, στέκεται σαν άλλος καλός Σαμαρείτης και επιχέει έλαιον και οίνον στις πληγές της ανθρωπότητος, σωματικές και πνευματικές, και έτσι γίνεται οδοδείκτης πορείας προς τον ουρανό. Δεν μεταθέτει τα προβλήματα στον ουρανό, αλλά ποιεί επί της γης, το θέλημα του Πατρός του εν τοις ουρανοίς. Κάνει την γη ουρανό. Και διά τούτο είναι επικίνδυνη· διότι αντιτάσσεται τοις λησταίς.

 Αυτή η Εκκλησία είναι επικίνδυνη διότι δεν ανέχεται την κοινωνική αδικία και δεν συμμαχεί, πτωχή αυτή, με τους δυνάστες της γης. Όλη η αγιοπατερική διδασκαλία, είναι αφ’ ενός προσκλητήριο για εκούσια πτωχεία, και αφ’ ετέρου ένα μαστίγωμα κατά του πλούτου. «Αεί κολλάσαι τοις πλουσίοις» κατηγορούσαν τον Ιερό Χρυσόστομο. «Κολλώμαι αυτοίς», απαντούσε ο ακτήμων πατήρ, «ότι κολλώνται πτωχοίς». Αλλά ποιος από τους σημερινούς χριστιανούς ασπάζεται την εκούσια πτωχεία; Πολλά γράφει ο Μέγας Βασίλειος εις την ομιλίαν του προς τους πλουτούντας. Παραθέτω ολίγα ψήγματα: «ο αγαπών τον πλησίον ως εαυτόν, ουδέν περισσότερον κέκτηται του πλησίον», «όσον γαρ πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη», «οίδα πολλούς νηστεύοντας, προσευχομένους, στενάζοντας, πάσαν την αδάπανον ευλάβειαν ενδεικνυμένους, οβολόν δε ένα μη προιεμένους τοις θλιβομένοις· τι όφελος τούτοις της λοιπής αρετής;», «τι αποκριθήση τω Κριτή; ο τους τοίχους αμφιεννύς, άνθρωπον ουκ ενδύεις; ο τους ίππους κοσμών, τον γυμνόν αδελφόν περιοράς; ο κατασήπων τον σίτον, τους πεινώντας ου τρέφεις; ο τον χρυσόν κατορύσσων, του αγχομένου καταφρονείς;», «πόσους δύναται εις σου δακτύλιος χρεών απολύσαι; πόσους οίκους καταπίπτοντας ανορθώσαι; μία σου κιβωτός των ιματίων δύναται δήμον όλον ριγώντα περιβαλείν», «εάν δε και γυνή φιλόπλουτος συνοικεί, διπλάσιον η νόσος», «ουκ ηλέησας, ουκ ελεηθήση»…

 Μέσα σ’ αυτήν την ζώσα επικίνδυνη Εκκλησία ακούεται πάντα ο προφητικός λόγος «ουκ έξεστί σοι». Δεν σου επιτρέπεται. Ηκούσθη στα ανάκτορα του Ηρώδου, ηκούσθη από τον Βαβύλα προς τον Φίλιππο τον Άραβα, ηκούσθη από τον Αμβρόσιο στα Μεδιόλανα εναντίον του Μεγάλου Θεοδοσίου, από τον Χρυσόστομο (για ένα μικρό αγρό μιάς χήρας) κατά της αυτοκρατείρας Ευδοξίας, από τον Ιγνάτιον προς τον Βάρδα, από τον Στουδίτη Θεόδωρο προς Λέοντα τον Αρμένιο, από τον Αρσένιο προς Μιχαήλ τον Παλαιολόγο. Όλα αυτά, όμως, είχαν και αποτελέσματα, συνέπειες. Εξορίες, βασανισμούς, καθαιρέσεις, τυφλώσεις, θάνατο. Εμείς έχουμε μάθει, έχουμε συνηθίσει η ακίνδυνη «Εκκλησία» να φωνάζη ακινδύνως, να μη δύναται να ελέγξη, να μη δύναται να βροντοφωνάξη «ουκ έξεστί σοι», να μη γίνεται ο προστάτης των αδικουμένων, ο κυματοθραύστης της παρανομίας· να μη γίνεται ο έλεγχος της νομοθετουμένης αμαρτίας και η κατακεραύνωσις της φαυλότητος. Άλλωστε, μήπως είναι φυσικό να σέρνεται σαν κισσός στον κορμό της πολιτείας, να συμβιβάζεται με τα εκάστοτε καθεστώτα; Η νεοελληνική ιστορία έχει η δεν έχει καταγράψει φθηνές υποχωρήσεις και ατυχείς συμπαρατάξεις με το οποιοδήποτε κατεστημένο;

 Αρκούμεθα πάντοτε στους συνεχώς διατυμπανιζομένους «διακριτούς ρόλους». Η μήπως αρκούμεθα στο βόλεμά μας; Η επικίνδυνη Εκκλησία δεν ζη στο διάστημα. Μεταμορφώνει την κοινωνία εν Χριστώ. Γιατί δεν ηρκέσθη στους «διακριτούς ρόλους» ο μείζων εν γεννητοίς γυναικών άγιος Ιωάννης ο Προφήτης και Πρόδρομος; Αποστολή του ήταν να προοδοποιήση και βαπτίση τον Κύριο. Γιατί ήλεγξε τον Ηρώδη; Γιατί δεν ηρκέσθη στους «διακριτούς ρόλους» ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αλλά έχασε τον θρόνο του και τελικώς την επί γης ζωή του, ένεκα του ότι εκραύγαζε στην αυτοκράτειρα: «ουκ έξεστί σοι»;

 Η πραγματική επικίνδυνη Εκκλησία είναι ανοιχτή στην σκέψι, στην αμφιβολία, ακόμη και στην άρνησι. Ποτέ δεν μπορεί ως εκ της φύσεώς Της να είναι σκοταδιστική, εφ’ όσον κεφαλή Της είναι «το φως του κόσμου[24]». Ξέρει να διαλέγεται, να πείθη, να σώζη. Ξέρει να διώκεται. Γνωρίζει ότι και αυτή ακόμη η τραγική πρόκλησις της αμαρτίας του ανθρώπου, μπορεί να μεταμορφώνεται σε γιορτή και χαρά. Ξέρει να εξάγη «άξιον εξ αναξίου[25]». Δεν δέχεται την αποτελμάτωσι, την απραξία, την αδράνεια. Δεν δέχεται τον χριστιανό της ημίωρης Κυριακάτικης παρουσίας στον Ναό, που μόνον Φαρισαίους δημιουργεί, ούτε την τυπική άκαρδη ελεημοσύνη που θα πετάξη είτε στο κουτί του φιλοπτώχου ταμείου είτε ενοχλημένος στον περιαγόμενο δίσκο που θα περάση μπροστά του. Η επικίνδυνη Εκκλησία δημιουργεί χριστιανούς ζέοντας τω πνεύματι, θυσιαζομένους, εν τω κόσμω αλλ’ ουκ εκ του κόσμου· χριστιανούς «μη το εαυτών ζητούντας αλλά το του ετέρου[26]»· χριστιανούς «μηδέν έχοντας και τα πάντα κατέχοντας[27]»· χριστιανούς «μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντας, προνοουμένους δε καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων[28]».

 Η επικίνδυνη Εκκλησία δεν ανέχεται να χρησιμοποιήται. Ένα ελάφι δώρο στον Καίσαρα είχε πάνω του μια επιγραφή: «Noli me tangere, Caesaris sum». «Να μη με αγγίξη κανείς· ανήκω στον Καίσαρα». Να μη με αγγίξη κανείς! Ανήκω στον Χριστό! Στα χρόνια των Τσάρων για να διορισθή κανείς δημόσιος υπάλληλος έπρεπε να είναι εφοδιασμένος με πιστοποιητικό του παπά της ενορίας του ότι κοινωνεί και εξομολογείται. Οι υπουργοί του Franco στην Ισπανία ορκίζονταν γονατιστοί μπροστά στον Εσταυρωμένο. Ας μη αναφερθούμε στα καθ’ ημάς, όπου κάποιοι μας εχρησιμοποίησαν κατά τον πλέον επαίσχυντο τρόπο. Αυτή η Αγία Εκκλησία είναι η Εκκλησία του λαού του Θεού. Αγκαλιάζει όλα τα παιδιά Της, ανεξαρτήτως που ανήκουν πολιτικώς. Είναι ο πελεκάν που τρέφει με το αίμά του τα παιδιά του. Δεν υπάρχουν πρόβατα ψωραλέα και τράγοι αποδιοπομπαίοι.

 Και θέλει τα παιδιά Της ελεύθερα από πάθη, ελεύθερα από βαρίδια, ελεύθερα από τον συσχηματισμό του αιώνος τούτου[29]. Διότι είναι η Εκκλησία αυτή ο χώρος της πνευματικής και σωματικής ελευθερίας. «Υμείς επ’ ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί[30]», και «ηγοράσθητε τιμής[31]». Αφήνει ελεύθερα τα παιδιά Της ακόμη και να Της στρέφουν τον νώτο, διότι τα αγαπάει. Είναι Μήτηρ Εκκλησία. Δεν προστρέχει ποτέ εκλιπαρούσα στην συνδρομή του (αθέου) κράτους· δεν ανέχεται τα προνόμια που στην ουσία Την δεσμεύουν. Είναι η Εκκλησία της ειρήνης, όχι επειδή πιστεύει απλώς στην ειρήνη, αλλά διότι κεφαλή Της είναι η όντως ειρήνη, ο Χριστός. Και μέσα σ’ Αυτήν επαληθεύονται οι λόγοι του Ησαΐου: «συμβοσκηθήσεται λύκος μετά αρνών, και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω· και μοσχάριον και λέων και ταύρος άμα βοσκηθήσονται, και άμα τα παιδία αυτών έσονται· και λέων ως βούς φάγεται άχυρα. Και παιδίον νήπιον επί τρώγλην ασπίδων και απογεγαλακτισμένον επί κοίτης εκγόνων ασπίδων την χείρα επιβαλεί και ου μη κακοποιήσουσι[32]», και αλλαχού: «και συγκόψουσι τας μαχαίρας αυτών εις άροτρα και τας ζιβύνας αυτών εις δρέπανα, και ου λήψεται έθνος επ’ έθνος μάχαιραν, και ου μη μάθωσιν έτι πολεμείν[33]».

 Αυτή η Εκκλησία είναι οργάνωσις πολύ επικίνδυνη καθώς και ο αρχηγός Της, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, γι’ αυτό καταζητείται και έχει εκδοθή ένταλμα συλλήψεως αρχηγού και μελών.

 Αλήθεια! Μέσα στην εθνική μειονεξία που ζούμε, μέσα στην ωραία ακαταστασία μας και στην έλλειψι πνευματικής ταυτότητος, μέσα στον δυτικό τρυφηλό τρόπο ζωής που έχουμε εμπλακεί, δεν γνωρίζω τι θα μας άρεσε περισσότερο. Ο ακίνδυνος Χριστός που μας νανουρίζει, ο ακίνδυνος Χριστός της πλαστικής ψεύτικης φάτνης του σαλονιού, της πλατείας και της βιτρίνας, η ακίνδυνη Εκκλησία που δεν μας δημιουργεί συνειδησιακά προβλήματα και απαιτεί ένα minimum προσφοράς η υποκρισίας, η ο επικίνδυνος Χριστός της αγωνίας της Γεθσημανή και η επικίνδυνη Εκκλησία της θυσίας και της υπερβάσεως;

 Φοβούμαι ότι η πρώτη κατάστασις μας ταιριάζει περισσότερον. Κάποτε σε μια πόλι της Ιταλίας έφεραν από μακρυά τα λείψανα του αγίου Πατρικίου. Άρχισαν να γίνωνται θαύματα. Τυφλοί ανέβλεψαν και χωλοί περπατούσαν. Δύο σακάτηδες ζητιάνοι, οι οποίοι ζούσαν μόνον από την ζητιανιά τους, το έμαθαν και λέει ο ένας στον άλλο: ‒Πάμε να φύγωμε απ’ εδώ, διότι υπάρχει φόβος ο άγιος να μας θεραπεύση και τότε… χαθήκαμε!

Ίσως και εμείς να μη θέλουμε την θεραπεία μας, διότι αυτό δεν συμφέρει. Το ίδιο συνέβη εις τον Ιησούν όταν είδαν ότι αυτά που εδίδασκε δεν συνέφεραν. Άρχισαν να τον εγκαταλείπουν σιγά-σιγά, ένας-ένας. Εστράφη προς τους μαθητάς Του: «Μη και υμείς θέλετε υπάγειν;», και οι μαθηταί απήντησαν: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις[34]»!

Και ημείς που πορευσόμεθα; Στις αποκαλυπτικές και τραγικές ημέρες μας, πιστεύω ακραδάντως πως μία λύσις υπάρχει:

Ο Επικίνδυνος Χριστός!

ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 [1] Ιω. ΙΓ΄, 34.

[2] Λουκ. Β΄, 34.

[3] Λουκ. Κ΄, 18.

[4] Λουκ. ΙΒ΄, 51.

[5] Ματθ. Ι΄, 34.

[6] Λουκ. ΙΒ΄, 49.

[7] Ματθ. Κ΄, 16.

[8] Ματθ. ΚΑ΄, 31.

[9] Λουκ. ΙΗ΄, 9.

[10] Ματθ. ΣΤ΄, 25 και εξής, Λουκ. Η΄, 14, Λουκ. Ι΄, 41 και αλλαχού.

[11] Α΄ προς Τιμ. Ε΄, 18.

[12] Μαρκ. Ι΄, 23, 25.

[13] Καθ. επιστ. Ιακ. Ε΄, 1-6.

[14] Β΄ Κορ. Η΄, 13-14.

[15] Προς Κολασσαείς Δ΄, 1.

[16] Α΄ Κορ. Α΄, 27-28.

[17] Ματθ. ΙΘ΄, 21.

[18] Στίχοι Συναξαρίου κε΄ Δεκεμβρίου.

[19] Ζ΄ ωδή ιαμβικού κανόνος Χριστουγέννων.

[20] Αίνοι Χριστουγέννων.

[21] Ιω. Χρυσοστόμου, Λόγος εις το Γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

[22] Υπακοή Χριστουγέννων.

[23] 1820-1895.

[24] Ιω. Η΄, 12.

[25] Ιερεμίας ΙΕ΄, 19.

[26] Α΄ Κορ. Ι΄, 24.

[27] Β΄ Κορ. ΣΤ΄, 10.

[28] Ρωμ. ΙΒ΄,17.

[29] Ρωμ. ΙΒ΄, 2.

[30] Γαλ. Ε΄, 13.

[31] Α΄ Κορ. Ζ΄, 23.

[32] Ησαΐας ΙΑ΄, 1 και εξής.

[33] Ησαΐας Β΄, 4.

[34] Ιω. ΣΤ΄, 67-68.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου