Ε.Ι.Π
Κυριακή του Τυφλού, Αποστ. Ανάγνωσμα: Πράξεις των Αποστόλων ιστ’, 16-34
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν͵ ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν͵ οἵτινες καταγγέλλουσιν ὑμῖν ὁδὸν σωτηρίας. Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ’ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας͵ καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες͵ καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ’ αὐτῶν. Καὶ οἱ στρατηγοὶ περιῤῥήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν͵ πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν͵ παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεό· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου͵ ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς͵ σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν͵ νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε͵ καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· Κύριοι͵ τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; Οἱ δὲ εἶπον· Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν͵ καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν͵ καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα͵ ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιᾶτο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.Εκείνες τις ημέρες, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να συναντήσουμε μια δούλη, που είχε μαντικό πνεύμα και με τις μαντείες της απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της. Αυτή ακολουθούσε τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε : «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του ύψιστου Θεού, που μας κηρύττουν την οδό της σωτηρίας!» Αυτό το έκανε πολλές μέρες. Ο Παύλος αγανάκτησε· γύρισε πίσω και είπε στο πνεύμα: «Σε διατάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις απ’ αυτήν». Την ίδια στιγμή βγήκε το πνεύμα. Όταν είδαν τ’ αφεντικά της ότι μαζί με το πνεύμα χάθηκε κι η ελπίδα του κέρδους που είχαν από την εργασία της, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στις αρχές. Τους οδήγησαν μπροστά στους ανώτατους άρχοντες της πόλης και είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη. Θέλουν να εισαγάγουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς, που είμαστε Ρωμαίοι, να τα δεχτούμε ή να τα τηρήσουμε». Τότε ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Οι άρχοντες τους έσκισαν τα ρούχα και έδωσαν διαταγή να τους ραβδίσουν. Τους έδωσαν πολλά χτυπήματα και μετά τους έβαλαν στη φυλακή κι έδωσαν εντολή στον δεσμοφύλακα να τους φυλάει ασφαλισμένους καλά. Αυτός, εφόσον πήρε μια τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο εσωτερικό κελί και για λόγους ασφάλειας έσφιξε τα πόδια τους στην ξυλοπέδη. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στον Θεό· και τους άκουγαν οι φυλακισμένοι. Ξαφνικά έγινε ένας σεισμός τόσο δυνατός, που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά των φυλακισμένων λύθηκαν. Ο δεσμοφύλακας ξύπνησε· κι όταν είδε τις πόρτες της φυλακής ανοιχτές, έβγαλε το σπαθί του κι ήθελε να σκοτωθεί, νομίζοντας ότι οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει. Τότε ο Παύλος του φώναξε: «Mην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου! Είμαστε όλοι εδώ». Ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα, πήδηξε μέσα στο κελί, και τρομαγμένος έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Ύστερα τους έβγαλε έξω και τους ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» Αυτοί του είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό και θα σωθείς κι εσύ και το σπίτι σου». Και κήρυξαν σ’ αυτόν και σ’ όσους ήταν στο σπίτι του τον λόγο του Κυρίου. Ο δεσμοφύλακας τους πήρε την ίδια εκείνη ώρα μέσα στη νύχτα κι έπλυνε τις πληγές τους· ύστερα βαφτίστηκε αμέσως ο ίδιος κι όλη η οικογένειά του. Κατόπιν τους ανέβασε στο σπίτι του και τους έστρωσε τραπέζι. Ήταν πανευτυχής που κι αυτός και όλη η οικογένειά του είχαν βρει την πίστη στον Θεό.
Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα το οποίο προέρχεται από το βιβλίο των Πράξεων, περιγράφονται γεγονότα σχετικά με την άφιξη και την δράση των Αποστόλων Παύλου, Σίλα και Τιμόθεου εις την Μακεδονία και ιδιαίτερα στη πόλη των Φιλίππων. Μετά τη διαφωνία των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα για το αν θα έπρεπε να συμμετάσχει και ο Μάρκος σ’ αυτή τη περιοδεία, χωρίζονται οι δυο και ο Παύλος μετά από όραμα μεταβαίνει στην Μακεδονία μαζί με τους Σίλα και Τιμόθεο. Κατά τις μέρες που έμεναν εκεί και ενώ περνούσαν από την πόλη για να μεταβούν σε συγκεκριμένο χώρο, όπου ήταν η συναγωγή για προσευχή και διδασκαλία, μια νεαρή δούλη η οποία είχε πνεύμα Πύθωνος, ακολουθώντάς τους φώναζε «ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του Υψίστου εισίν, οίτινες καταγγέλουσιν ημίν οδον σωτηρίας».
Πύθιος ή Πύθων λεγόταν ο Απόλλωνας, ο οποίος λατρευόταν από τους ειδωλολάτρες ως Θεός και είχε το μαντείο του στους Δελφούς. Από αυτό εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η δούλη εκείνη βρισκόταν κάτω από την επίδραση δαιμονίου, το οποίο λεγόταν πνεύμα Πύθωνος και με τις μαντείες της έφερνε μεγάλο κέρδος στους αφέντες της. Αυτή λοιπόν η δούλη ακολουθώντας τους Αποστόλους φώναζε ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου και μας υποδεικνύουν το δρόμο της σωτηρίας. Πραγματικά είναι απόλυτα σωστή και αληθινή η διακήρυξη αυτή του διαβόλου, ο οποίος και άλλοτε μπροστά στον Χριστό είπε: «Τι εμοί και σοι, Ιησού Υιέ του Θεού του Υψίστου; ορκίζω σε μη με βασανίσεις». Στο περιστατικό αυτό φαίνεται καθαρά η πονηρία του διαβόλου, ο οποίος χρησιμοποιεί δυο μεθόδους για να παραπλανήσει τους πιστούς. Η πρώτη είναι ότι μετασχηματίζεται σε καλό άγγελο, διαλαλώντας τα πιο πάνω για τους Αποστόλους και αυτό το κάνει για να παραπλανήσει το λαό, ότι αναγνωρίζει τους αποστόλους ώστε μετά την αναχώρησή τους, να διεκδικήσει οπαδούς και να τους κρατήσει στη δική του εξουσία. Η δεύτερη μέθοδος είναι όταν ο διάβολος χρησιμοποιεί ανθρώπους που διαθέτουν κακία και προκαλούν κακό σε άλλους ανθρώπους. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε τους κυρίους της δαιμονιζομένης δούλης, οι οποίοι συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους κατηγόρησαν στους στρατηγούς ως ταραχοποιούς. Εκείνοι στη συνέχεια αφού τους έδειραν, τους έκλεισαν στη φυλακή για να τους εξοντώσουν. Δηλαδή τη μια φορά τους επαινεί και την άλλη τους κατηγορεί! Αυτό είναι συνεχώς το έργο του διαβόλου. Μετέρχεται πολλά τεχνάσματα για να διαστρέφει τις καλές διαθέσεις των ανθρώπων. Αυτό το γεγονός λοιπόν με την δαιμονισμένη επαναλαμβανόταν για αρκετές μέρες με αποτέλεσμα ο Παύλος ενοχλημένος, στρέφοντας το πρόσωπό του προς αυτή διέταξε το δαιμόνιο «Παραγγέλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, ίνα εξέλθης απ’ αυτής». Και πράγματι εκπληρώνοντας τον λόγο του Κυρίου που προφήτευσε για όσους τον πιστέψουν πραγματικά «εν τω ονόματι μου δαιμόνια εκβαλούσιν», ευθύς εξήλθε και ελευθερώθηκε η παιδίσκη εκείνη από την δαιμονική τυραννία. Μαζί όμως με το δαιμόνιο που έφυγε, έπαψαν εντελώς και οι μαντείες της νέας, διότι δεν ήταν αυτή που «μάντευε» αλλά μέσω αυτής ο διάβολος. Αυτό είναι ακριβώς που συμβαίνει και στις μέρες μας με όλους αυτούς τους «επιστήμονες» της μαντικής τέχνης που προβλέπουν με διάφορες μεθόδους το μέλλον συνεργαζόμενοι με τους δαίμονες, πλουτίζοντας έτσι εκμεταλλευόμενοι την αφέλεια πολλών.
Βλέποντας λοιπόν οι κύριοι της ότι σταμάτησε η πηγή των κερδών και του πλουτισμού τους, αφού έπαψε πλέον να μαντεύει, τους συκοφάντησαν και πέτυχαν την φυλάκισή τους με τη δικαιολογία ότι αναστατώνουν την πόλη φέρνοντας ξένες συνήθειες. Πράγματι ο Χριστιανισμός παρουσιάστηκε στην ιστορία ως ένας νέος τρόπος ζωής, σαφώς αντίθετος προς τον τότε υπάρχοντα τρόπο ζωής. Ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να συμβιβαστεί ποτέ με τον παλαιό τρόπο ζωής που εμπνέεται από τον διάβολο. Ο Θεός είναι φως ενώ ο σατανάς σκότος. Ο σατανάς είναι νεκρό πνεύμα που μεταδίδει τη νέκρωση σε όσους τον πλησιάζουν, ενώ ο Θεός είναι ζωή και μεταδίδει στους ανθρώπους την «όντως ζωή». Έτσι ακριβώς συνέβηκε με τους αποστόλους οι οποίοι φυλακισμένοι όπως ήταν στην εσωτέρα φυλακή, κτυπημένοι και δεμένοι, καθόλου δεν εμποδίζονταν από το να δοξολογούν τον Θεό και ο Θεός, «ο ευλογών τους ευλογούντας Αυτόν» με δεύτερο θαύμα, με σεισμό, ανοίγει την φυλακή και ελευθερώνει από τα δεσμά τους δούλους Του. Αντιθέτως ο δεσμοφύλακας, ο δούλος του διαβόλου, μόλις αντιλαμβάνεται το κακό που τον βρήκε ετοιμάζει το μαχαίρι του για να αυτοκτονήσει. Αυτή είναι η πορεία όσων εμπιστεύονται τον διάβολο, η απελπισία και η αυτοκαταστροφή. Όμως ακόμα και μέσα στο σκοτάδι της φυλακής θα νικήσει το φως του Αναστημένου Χριστού και δια της αγάπης του Αποστόλου Παύλου ο δεσμοφύλακας θα σωθεί και θα ζητήσει να διδαχτεί και στη συνέχεια να βαπτιστεί αυτός και όλος ο οίκος του «και παραλαβών αυτούς εκείνη την ώρα της νυχτός, έλουσε από των πληγών• και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παραχρήμα».
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα διαλαλεί πως η χάρις του Θεού ενεργεί σαν αστραπή. Το μόνο που χρειάζεται είναι ο άνθρωπος ελεύθερα να δώσει την προαίρεσή του και τα υπόλοιπα είναι έργο του παντοδύναμου Θεού. Έτσι λοιπόν ας πορευόμαστε στη ζωή μας, ανοιχτοί και έτοιμοι να ανταποκριθούμε σε κάθε κάλεσμα που ο Θεός δια του Αγίου Πνεύματος θα μας απευθύνει. Αμήν.
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ
γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν,
οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος
ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ
δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς
δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν
ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ
τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ
Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.
Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ
οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ
ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς
ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος
Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς
τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον
οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς
Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς
ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ
ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ
ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται
ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ
πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι
προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ
ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν
αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη;
πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν
ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ
οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν
ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ,
ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις
ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι
ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν
τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος
ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα·
ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς
ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε·
τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;
Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν
μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν
ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι
ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι
ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ,
τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ
γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν
καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ
ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν
εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ
τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας
αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ
προσεκύνησεν αὐτῷ.
Εκείνο τον καιρό, καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο» Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, πήγε και νίφτηκε και όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς λοιπόν άνοίξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός∙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο∙ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω∙ ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας» τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε∙ γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου∙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευση του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο πως εσείς δεν ξέρετε από που είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος σέβεται και κάνει το θέλημα του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε τον Ευαγγελιστη Ιωάννη να μας περιγράφει ενα απο τα μεγαλύτερα θάυματα του Χριστού, τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού. Και λέμε ενα απο τα μεγαλύτερα θάυματα γιατί μέσα απο αυτό φαίνεται η δημιουργική και ανακινιστική δύναμη του Χριστού. Η αναδημιουργία των οφθαλμών σε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί χωρίς μάτια χαρακτηρίζεται απο τους πατέρες της Εκκλησίας ως μια πράξη που είναι παράλληλη με την πράξη δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου απο το Θεό. Μας φανερώνει ο Χριστός με την πράξη του αυτή πως μόνο ο δημιουργός του κόσμου μπορεί να δημιουργήσει μάτια σε κάποιον που δεν είχε απο την άρχη δηλ. απο την ημέρα της γεννησής του. Δεν είχε ξανά ακουστεί πότε απο τη δημιουργία του κόσμου να ανοίξη κανείς τα μάτια ενος γεννημένου τυφλού.
Ο Χριστός έρχεται με δική του πρωτοβουλία πρός τον τυφλό που συνάντησε αλλά δεν το θεραπέυει αμέσως. Απαντά πρώτα στα ερωτήματα που του θέτουν οι μαθητές του, οι οποίοι προσπαθούν με λογικές εξηγήσεις να εντοπίσουν την αιτία της ασθενειάς του τυφλού. Η αντίληψη που επικρατούσε μεταξή των Ιουδαίων είναι ότι οι διάφορες δοκιμασίες ή και ασθένειες που συνέβαιναν στη ζωή κάποιου ανθρώπου οφείλονταν σε αμαρτίες που είχε διαπράξει αυτός ή οι συγγενείς του και τώρα πλήρωνει τη τιμωρία τους. Γι’ αυτό ρωτούν το Χριστό αν έχει αμαρτήσει αυτός ή οι γονείς του και γεννήθηκε τυφλός. Η απάντηση που παίρνουν απο το Χριστό τους βγάζει έξω απο τις αντιλήψεις που είχαν. Τους λέει οτι ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Και τα έργα του Θεού μας εξηγεί οτι είναι η παροχή του φωτός στον κόσμο. Τόσο του σωματικού αλλά και του πνευματικού που μας ελευθερώνει από το σκότος.
Στη συνέχεια έφτυσε στη γη, έφτιαξε πηλό απο το φτύμα και με τον πήλο αυτό άλειψε τα μάτια του τυφλού και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να νυφτεί. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λέει οτι δεν χρησιμοποίησε νερό για την κατασκευή του πηλού αλλά πτύσμα για να φανεί οτι είναι η δύναμη που βγήκε απο το στόμα του του Χριστού που αναδημιούργησε και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Και ακόμα για να μη νόμησουμε οτι η γη έκανε αυτό το θάυμα τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να πάει να νιφθεί. Ο Χριστός σεβόμενως την ελευθερία του τυφλού δεν κάνει το θάυμα αμέσως αλλά ζητάει και απο αυτόν τη συμμετοχἠ του στο θάυμα. Γι’ αυτό τον στέλνει στη κολυμβήθρα, γιατί με τον τρόπο αυτό φανερώνεται η πίστη που έχει ο τυφλός πρός το Θεό.
Μετά απο το νίψημο ο τυφλός γύρισε πίσω και έβλεπε. Αυτό προκάλεσε συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των ανθρώπων που τον έβλεπαν και τον ήξεραν προηγουμένως. Μερικοί έλεγαν οτι είναι αυτός, άλλοι το αμφισβητούσαν και έλεγαν οτι είναι κάποιος που του μοιάζει ένω ο ίδιος τους διαβεβαίωνε οτι είναι αυτός και τους εξηγούσε το πως είχε θεραπευθεί. Τότε τον παίρνουν στους Φαρισαίους, οι οποίοι ξεκίνησαν να τον ρωτούν για το πως απέκτησε το φώς του. Αυτός τους εξηγούσε, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να πιστέψουν οτι ο Χριστός είναι σταλμένος απο το Θεό, γιατί δήθεν δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου. Η ημέρα που θεραπέυτηκε ο τυφλός ήταν Σάββατο. Οι Ιουδαίοι αντί να χαρούν και να δοξάσουν το Θεό για τη θεραπεία αυτού του ανθρώπου, εγκλωβίστηκαν μέσα στους κανόνες του Ιουδαίκου Νόμου ο οποίος απαγόρευε οποιαδήποτε εργασία την ημέρα του Σαββάτου, και αγανάκτισαν εναντίων αυτού αλλά και αυτού που τον θεράπευσε.
Καλούν τότε τους γονείς του και τους ρωτούν αν πράγματι αυτός είναι ο γιος τους που είχε γεννηθεί τυφλός. Αυτοί τους διαβεβαιώνουν οτι αυτός είναι ο γίος τους αλλά δεν ξέρουν πως βλέπει τώρα και ποιος τον έκανε καλά, να ρωτήσουν τον ίδιο να τους εξηγήσει. Απάντησαν έτσι οι γονείς του επειδή φοβόντουσαν τους Ιουδαίους οι οποίοι είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται απο τη συναγωγή όποιος ομολογούσε πως ο Χριστός είναι ο Μεσσίας. Ενώ ήταν βεβαιοί για το θάυμα που είχε συντελεστεί στο γιό τους αυτοί απο φόβο προτιμούν να σιωπάσουν. Αυτή τη στάση που κράτησαν οι γονείς του τυφλού την βρίσκουμε πολλες φορές μέσα στην πορεία και ζωή της Εκκλησίας μας. Είναι η στάση που δεν στοιχίζει τίποτα στα προσωπικά μας συμφέροντα. Το να γνωρίζουμε και να μη γνωρίζουμε, να μην είμαστε ζεστοί αλλά ούτε ψυχροί να είμαστε δηλ. χλιαροί, να φοβόμαστε να πούμε την αλήθεια για να μην θιγούν τα διάφορα συμφέροντα μας. Επαναπαυόμαστε στη σκέψη οτι ο Θεός θα μας καταλάβει και θα δει την πίστη μας. Ξεχνούμε αυτό που μας έχει πεί ο Χρίστος, ότι όποιος ομολογήσει μπροστά στούς ανθρώπους οτι ανήκει σ’ εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγω για δικό μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου, όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους θα τον απαρνηθώ κι εγω μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου.
Αφού οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν το τι είχε γίνει, καλούν για δέυτερη φορά τον πρώην τυφλό και τον ξαναρωτούν πως θεραπεύτηκε. Αυτός τους απαντά οτι τους έχει πει αλλα δεν έχουν πειστεί, μήπως θέλουν λοιπόν να γίνουν μαθητές του Χριστού; Τότε αυτοί αντιδρώντας τον περιγέλασαν λεγοντάς του οτι αυτοί είναι μαθητές του Μωυσή στον οποίο είχε μιλήσει ο Θεός, ενω για τον Χριστό δεν γνώριζαν την προέλευση του. Και ο πρώην τυφλός τους απαντά οτι ενω εσείς δεν ξέρεται απο που προέρχεται ο Χριστός εμένα μου έχει ανοίξει τα μάτια και γνωρίζεται οτι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς αλλά όποιο τηρεί το θέλημα του. Αν δεν ήταν απο το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιο θαύμα που δεν έχει ξάνακουστει απο τη δημίουργια του κόσμου. Μη μπορώντας να δώσουν απάντηση σε μια τόσο τεκμηριώμενη απάντηση που τους είχε δώσει του απαντούν οτί εσύ που είσαι βουτηγμένως στην αμαρτία απο τότε που γεννήθηκες κάνεις το δάσκαλο σε μας; Και τον πετούν έξω.
Ο Ιησούς έμαθε το τι είχε συμβεί με τους Ιουδαίους και πως πέταξαν εξω τον πρώην τυφλό και όταν τον βρήσκει τον ρωτά αν πιστέυει στο Υίο του Θεού. Ο πρώην τυφλός τον ρωτά ποιός είναι αυτός για να πιστέψει. Τότε ο Χριστός του λέει οτι αυτός είναι που μιλάει τώρα μαζί του. Εδω έχουμε μια θεοφάνεια του Χριστού πρός τον άνθρωπο αυτό, οτι δηλ. αυτός είναι ο Υίος του Θεού. Η θεραπεία η οποία λαμβάνει ο πρώην τυφλός δεν είναι μόνο σωματική αλλά και πνευματική. Μέτα απο αυτή την αποκάλυψη ο πρώην τυφλός απαντά στο Χριστό οτι πιστέυει και τον προσκυνά. Ο Χριστός τότε λέει οτι ήρθε για να φέρει σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρούν το φώς τους, κι εκείνοι που βλέπουν να αποδειχθούν τυφλοί.
Ο τυφλός του σημερινού ευαγγελίου δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματος του αλλά και τα μάτια της ψυχής του. Και αυτό τον οδηγεί στο να ομολόγησει ενώπιον όλων οτι ο Χριστός είναι ο Υίος του Θεού, χωρίς να υπολογίζει τίποτα. Αυτό είναι το μήνυμα που μας διδάσκει ο πρώην τυφλός του σημερινού Ευαγγελίου. Να έρθουμε κόντα στο Χριστό, να τον γνωρίσουμε, να γευτούμε το φώς το αληθινό που μας προσφέρει και να τον ομολογήσουμε ενώπιον όλων χωρίς φόβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου