Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Κήρυγμα της Κυριακής του Παραλύτου, 22-5-2016

π.Α.Σ.Ε.Ι.Π.
(Ἰω. 5, 1-15)


Κάτω ἀπὸ τὶς πέντε στοὲς τῆς κολυμβήθρας Βηθεσδά, στὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ, κατέκειτο πλῆθος ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν καὶ παραλύτων. Στὸν χῶρο αὐτό, παρὰ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος,
ὑπῆρχε ὑπομονὴ καὶ πολλὴ καρτερία. Ὀνομάζει μάλιστα «ἔκπληκτη», δηλαδὴ ἐντυπωσιακὴ καὶ ἐκπλήσσουσα, τὴν καρτερία τοῦ παράλυτου, διότι γιὰ τριάντα ὀκτὼ ἔτη παρέμενε καὶ ὑπέμενε στὸν χῶρο τῆς κολυμβήθρας, χωρὶς φίλους, μόνος καὶ ἀβοήθητος. Τὸ ἴδιο ἄγρυπνοι καὶ καρτερικοὶ ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἦταν ἄδηλος ὁ καιρός «καθ᾽ ὃν ἐτινάσσετο τὸ ὕδωρ». Ἑρμηνεύοντας ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τό: «ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ», λέει πὼς τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας δὲν γινόταν συνεχῶς, ἀλλὰ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρό.
Ὁ χρόνος τέλεσής του ἦταν ἄγνωστος στοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸ λάμβανε χώρα πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, οἱ ἀσθενεῖς βρισκόντουσαν συνεχῶς στὸν χῶρο τῆς κολυμβήθρας ἕτοιμοι νὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτή. Ὅλοι δὲ οἱ ἀσθενεῖς εἶχαν καὶ κάποιο δικό τους, ὥστε νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ καὶ νὰ τοὺς βάλει στὸ νερό. Μόνο ὁ παραλυτικὸς τῆς διήγησης ἦταν μόνος ἐκεῖ. Ὅμως, δὲν φαίνεται νὰ δυσανασχετοῦσε. Στὸν διάλογό του μὲ τὸν Κύριο, ἐπιδεικνύει τὴν ἐσωτερική του ποιότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν ρώτησε ἐὰν θέλει νὰ γίνει καλὰ δὲν ἀντέδρασε μὲ κακότητα καὶ ἀπελπισία. Ἀντ᾽ αὐτοῦ ἀπαντᾶ μὲ πραότητα καὶ μὲ μεγάλη μετριοπάθεια: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν˙ ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει».

Ἡ πολυετὴς ἀσθένεια τοῦ παραλυτικοῦ συνδέεται μὲ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ Κύριος, ἀφοῦ τὸν θεράπευσε τοῦ εἶπε: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας˙ μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται», πρᾶγμα ποὺ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, σημαίνει πὼς ἡ ἁμαρτία του ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀσθένειά του. Πάντως, ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, οἱ μακροὶ καὶ ὀδυνηροὶ χρόνοι τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς δοκιμασίας ἔσβησαν τὶς ἁμαρτίες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ λέει τὰ ἴδια ποὺ εἶπε στὸν παραλυτικὸ τῆς Καπερναούμ, δηλαδὴ τό: «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».

Ἡ συνομιλία τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Κύριο ἀποδεικνύει καὶ ἀναδεικνύει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀνδρεία του˙ ἡ πίστη του φαίνεται στὸν τρόπο ποὺ μιλᾶ στὸν Κύριο, τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ τοῦ δείχνει, ἀλλὰ καὶ στὴν εὐπείθεια, μὲ τὴν ὁποία δέχθηκε τὴν προσταγή: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει». Ἡ δὲ ἀνδρεία του ἀποκαλύπτεται ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅταν, παρὰ τὶς κατηγορίες τῶν Ἑβραίων γιὰ καταπάτηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου: «ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ˙ σάββατόν ἐστιν˙ οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον», ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν εὐεργέτη του, ἀλλὰ τὸν ἀνακήρυξε καὶ τὸν ὁμολόγησε.

Πόνο καὶ δοκιμασία ἔχουν βέβαια καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄλλοι λίγο καὶ ἄλλοι περισσότερο, ἄλλοι ἠπιώτερα καὶ ἄλλοι ἐντονώτερα. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος ποὺ νὰ περάσει ὅλη του τὴ ζωὴ χωρὶς θλίψη. Ἐφόσον κάποιος ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς θὰ συνυφαίνει τὴ ζωή του μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴ δυστυχία. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι εὐσεβὴς ἢ ἀσεβής, πιστὸς ἢ ἄπιστος. Ὁ τρόπος, ὅμως, ἀντιμετώπισης τῶν θλίψεων, τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς δοκιμασίας, χαρακτηρίζει πλέον τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποδεικνύει τὴν πίστη του. Ὁ ἄνθρωπος, εἴτε θὰ ἐπιδεικνύει ἀπελπισία εἴτε καρτερία καὶ ὑπομονή. Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ἡ καρτερία, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστη εἶναι τὸ ζητούμενο. Ἄλλωστε αὐτὴ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τοῦ παραλυτικοῦ, ὁ ὁποῖος παραμένει διαχρονικὸ παράδειγμα ὑπομονῆς στὶς θλίψεις καὶ τὸν πόνο, καθὼς καὶ μεγάλης πίστης στὸν Θεό.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου