Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 19-10-2025 === ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 31 - 33 === ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 11 - 16

 Ε.Ι.Π.Α.Σ.









19-10-2025 † ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΘ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Γ΄ΛΟΥΚΑ). † Μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἰωὴλ καὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Οὐάρου. Ἦχος βʹ. Ἑωθινὸν Η΄.

--------------------------------------------------------------------------------------

                 Ἀπολυτίκιον. Ἦχος Β´.

 Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

 

                           Ἀπολυτίκιον τοῦ Τοῦ Ναοῦ

 

                                   Κοντάκιον Ἦχος β΄

 Προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντε, μεσιτεία πρὸς τὸν Ποιητὴν ἀμετάθετε, μὴ

παρίδῃς ἁμαρτωλῶν δεήσεων φωνάς, ἀλλὰ πρόφθασον, ὡς ἀγαθή, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, τῶν πιστῶς κραυγαζόντων σοι. Τάχυνον εἰς πρεσβείαν, καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν, ἡ προστατεύουσα ἀεί, Θεοτόκε, τῶν τιμώντων σε.

=============================================

                                                 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ                    

                                      ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 31 - 33

31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

                                   ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΒ´ 1 - 9

1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

                                                 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

                                ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 31 - 33

31 Ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που είναι ευλογημένος και δοξασμένος στους αιώνας, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι, αλλ' ότι αυτά που θα σας πω είναι απολύτως αληθινά. 32 Εις την Δαμασκόν ο διοικητής ο διωρισμένος από τον βασιλέα Αρέταν εφρουρούσε την πόλιν των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλαβή· 33 και από κάποιο παράθυρο, μέσα εις ένα καλάθι πλεγμένο με σχοινί με κατέβασαν έξω από το τοίχος και εξέφυγα από τα χέρια του.

                                 ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΒ´ 1 - 9

1 Να καυχηθώ δια τόσα και τόσα άλλα, που υπέστην και έπραξα δια το Ευαγγέλιον, δεν με συμφέρει από πνευματικής απόψεως. Θα προχωρήσω όμως εις οράματα και αποκαλύψεις, που έλαβα εκ μέρους του Κυρίου. 2 Γνωρίζω ένα άνθρωπον, που εζούσε εν Χριστώ, και ο οποίος προ δεκατεσσάρων ετών-είτε ευρίσκετο στο σώμα του κατά την ώραν εκείνην δεν γνωρίζω· είτε ήτο εκτός του σώματος, δεν γνωρίζω, ο Θεός το γνωρίζει-είχεν αρπαγή και αναληφθ έως τον τρίτον ουρανόν. 3 Και γνωρίζω, ότι αυτός ο άνθρωπος-είτε με το σώμα του έξω από το σώμα του, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει- 4 ότι ηρπάγη έως στον παράδεισον και ήκουσε λόγους, τους οποίους ανθρωπίνη γλώσσα δεν ημπορεί να διατυπώση και τους οποίους δεν είναι επιτετραμμένον στον άνθρωπον να τους είπη και τους αποκαλύψη. 5 Δια τον άνθρωπον αυτόν θα καυχηθώ, που τον ετίμησε τόσον πολύ ο Θεός. Δια τον ευατόν μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνον δια τας ασθενείας μου, όπως αυταί αφάνησαν εις τας περιόδους των διωγμών και των κινδύνων. 6 Εάν όμως θελήσω να καυχηθώ δια τους αγώνας μου και δια τα έργα, τα οποία με την βοήθειαν του Θεού υπέρ του Ευαγγελίου έκαμα, δεν θα είμαι άφρων, διότι θα πω την αλήθειαν. Διστάζω όμως και αποφεύγω να το πράξω, μήπως τυχόν κανείς σχηματίση δι' εμέ ιδέαν ανωτέραν, από ο,τι βλέπεις εις εμέ η απ' ο,τι ακούει από εμέ. 7 Και ένεκα του πολλού πλήθους των αποκαλύψεων, δια να μη υπερηφανεύωμαι, επέτρεψεν ο Θεός και μου εδόθη σκληρό αγκάθι στο σώμα, άγγελος δηλαδή του σατανά, δια να με γρονθοκοπή και να με ταλαιπωρή, ανίατος ασθένεια δια να μη το παρώ επάνω μου. 8 Δια την θλίψιν και δοκιμασίαν αυτήν τρεις φορές παρεκάλεσα τον Κυριον να μου την απομακρύνη. 9 Και ο Κυριος μου είπε· “σου αρκεί η χάρις μου· διότι η δύναμίς μου φαίνεται ολοένα και τελειοτέρα μέσα εις την ανθρωπίνην αδυναμίαν με τα μεγάλα και θαυμαστά έργα που κατορθώνει”. Με πολύ μεγάλην εσωτερικήν γλυκύτητα και ευχαρίστησιν θα καυχώμαι περισσότερον δια τας ασθενείας μου, ώστε να μένω έτσι εις την ταπεινοφροσύνην, δια να κατοικήση εις εμέ η δύναμις του Χριστού.      

 ==========================================================

                                        ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ             

                                        ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 11 - 16

11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. 12 ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 13 καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· 14 καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. 15 καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 16 ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἠγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι Ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

                                              ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

                                        ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 11 - 16

11 Επειτα από αυτά, επήγαινε ο Ιησούς προς την πόλιν Ναΐν. Και μαζή του επήγαιναν αρκετοί μαθηταί του και λαός πολύς. 12 Μολις δε επλησίασε εις την πύλην της πόλεως και ιδού εγίνετο η εκφορά ενός νεκρού, ο οποίος ήτο μονογενής υιός εις μητέρα χήραν και αποστράτευτον και πολύς λαός με πολλήν συμπάθειαν προς αυτήν παρακολουθούσε μαζή της την κηδείαν. 13 Και όταν την είδε ο Κυριος, την ευσπλαγχνίσθη και της είπε· “μη κλαίεις”. 14 Και αφού επλησίασε, ήγγισε το φέρετρον, ενώ εκείνοι που το εκρατούσαν εσταμάτησαν, και είπε· “νεανίσκε, εις σε λέγω· Σηκω”. 15 Και αμέσως εσηκώθη και εκάθισε ο νεκρός και ήρχισε να ομιλή. Ο δε Ιησούς έδωκε αυτόν εις την μητέρα του. 16 Και κατέλαβε φόβος όλους και εδόξαζαν τον Θεόν λέγοντες ότι “προφήτης μέγας παρουσιάσθη μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επεσκέφθηκε τον λαόν του”.

 

 

                                       ΛΟΓΟΣ  Α’

                                         ΤΗ ΕΙΝΑΙ ΟΘΑΝΑΤΟΣ

                              

Μιὰ νεκρικὴ πομπὴ εἶναι μιὰ πορεία θλιβερή∙ ὁ τραγικὸς ἐπίλογος μιᾶς πάλης, ὅπου ὁ θάνατος εἶναι ὁ νικητής. Οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν νεκρὸ νέο τῆς Ναΐν καὶ τὴν συντετριμμένη μητέρα του, παρουσιάζονται σιωπηλοί. Ἀσφαλῶς θὰ συνόδευαν μὲ βουβὰ δάκρυα συμπόνιας τοὺς γοεροὺς θρήνους τῆς μάνας. Τί ἄλλο μποροῦσαν νὰ κάνουν;

Ὁ ἄνθρωπος στέκει μὲ ἀπορία μπροστὰ στὸν θάνατο, ποὺ ἔρχεται σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ θέτει τέρμα σ’ αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ λέγεται ζωή. Ἀποτελεῖ τό «φοβερώτατον μυστήριον» κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ τὸν ἀντικρύζει κατάπληκτο καὶ φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο: «Τί τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ καὶ συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ;».

Καὶ τὰ πιὸ μεγάλα ἀνθρώπινα πνεύματα, ποὺ ἡ σκέψη τους ἦταν φωτεινὴ σὲ πλῆθος ἄλλα ζητήματα, μπροστὰ στὸ θάνατο ἔμειναν ἄφωνα. Σὰν ἀφελῆ μικρὰ παιδιά, ποὺ στέκουν μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα μπροστὰ σὲ πράγματα δυσεξήγητα γιὰ τὸ μυαλουδάκι τους, ψέλλισαν λίγα λόγια, ἀλλὰ δὲ μπόρεσαν νὰ εἰσδύσουν στὸ ἀπύθμενο μυστήριο τοῦ θανάτου. Δὲν εἶπαν κάτι οὐσιαστικὸ ποὺ νὰ διαλύει τὰ ζοφερὰ σκοτάδια ποὺ τὸν περιτυλίγουν. Καὶ ὅλων τῶν σοφῶν ἡ σοφία γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ ζήτημα νὰ μαζευθεῖ, δὲν θὰ κατορθώσει νὰ δώσει οὔτε ἕναν σπινθήρα φωτός, γιὰ νὰ φωτίσει ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὸ σκοτάδι ποὺ περιζώνει τὸν θάνατο.

Στήν ἴδια καί χειρότερη θέση βρίσκεται ἡ ἀνθρώπινη καρδιά. Αὐτή πληγώνεται βαθύτερα ἀπό τήν ἔλευση τοῦ θανάτου. Καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά παραδεχθεῖ ὅτι ὄντως κάποτε θά πεθάνουμε ἀλλά ἡ καρδιά δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἰδέα αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος δὲ μπόρεσε μόνος του νὰ ξεδιαλύνει τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Εὐτυχῶς ὅμως ἔρχεται κάποιος Ἄλλος νὰ ρίξει φῶς. Προκειμένου νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν θάνατο, ὁ Χριστὸς δὲν ἄρχισε φιλοσοφικὲς συζητήσεις καὶ δὲν ἀράδιασε συλλογισμοὺς καὶ ἐπιχειρήματα ἀνθρώπινα. Στάθηκε πρὶν ἀπ’ ὅλα δίπλα στὴν ἀνθρώπινη καρδιά, ποὺ πονοῦσε γιὰ τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ πόνεσε κι Αὐτὸς μαζί της.

       Ὁ Ἰησοῦς «ἐσπλαχνίσθη» τὴν πληγωμένη ἀπ’ τὸ χαμὸ τοῦ παιδιοῦ της μητέρα∙ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη τῆς ἀπηύθυνε τὸ «μὴ κλαῖε». Δὲν περιορίστηκε ὅμως στὰ παρηγορητικὰ λόγια. Μὲ δύναμη καὶ ἐξουσία θεϊκὴ εἶπε στὸν νεκρό: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Κι ἐκεῖνος ξύπνησε σὰν ἀπὸ ὕπνο ἐλαφρὸ καὶ ξαναγύρισε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του. Ὁ θάνατος, ἀδελφοί, συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ξύπνημα σ’ ἕναν καινούργιο κόσμο φωτός∙ εἶναι μετάβαση σὲ ἄλλης ποιότητας ζωή. 

 

                                   ΛΟΓΟΣ Β’             

                                              ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ 

                                    1. Μπροστά  στὸ πένθος

Μιὰ ὀδυνηρὴ σκηνὴ μᾶς περιγράφει τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Μιὰ πομπὴ ἀνθρώπων συνοδεύουν ἕνα νεκρὸ μέσα σὲ φέρετρο γιὰ νὰ τὸν ἀποθέσουν στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως Ναῒν τῆς Γαλιλαίας. Ὁ νεκρὸς μάλιστα εἶναι νέος στὴν ἡλικία καὶ ἐπιπλέον μονάκριβο παιδὶ γιὰ τὴ μάνα του, ἡ ὁποία εἶναι ἤδη χήρα· δύο φορὲς πενθούσα. Ὁ πόνος της εἶναι ἀβάστακτος. Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς σημειώνει ὅτι «ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ». Δηλαδή, κοντὰ στὴ μάνα βρίσκεται πολὺς κόσμος ἀπὸ τὴν πόλη. Δὲν τὴν ἀφήνουν μόνη στὸ πένθος της. Τὴ συνοδεύουν καὶ παρακολουθοῦν μὲ συμπόνια τὴν κηδεία. Ἀσφαλῶς, ἡ παρουσία τοῦ πλήθους εἶναι μιὰ παρηγοριὰ γιὰ τὴν πονεμένη χήρα μάνα· μιὰ μικρὴ συμπαράσταση.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ προσφέρουμε κι ἐμεῖς παρηγοριὰ σὲ πενθοῦντες ἀδελφούς μας. Μὲ τὴ διακριτικὴ παρουσία μας στὸ πένθος τους ἐκφράζουμε τὴ συμπόνια μας, τὴν κατανόησή μας, τὴ διάθεσή μας νὰ προσφέρουμε κάθε δυνατὴ βοήθεια. Ὁ πόνος τοῦ θανάτου ἑνὸς προσ­φιλοῦς προσώπου εἶναι πάντοτε μεγάλος. Ὅμως ἡ παρουσία ἀδελφῶν πνευματικῶν στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πένθους τὸν μαλακώνει. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ὑπογραμμίζει ὅτι «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν» (Ἰακ. α΄ 27). Δηλαδή, γνώρισμα τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θρησκείας εἶναι αὐτό: νὰ ἐπισκέπτεται ὁ ἄνθρωπος τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, γιὰ νὰ τὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὰ προστατεύει στὴ θλίψη τους.

                                       2. Ὁ Χριστός και ο  θάνατος 

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς Μαθητές του καὶ πλῆθος κόσμου πορεύονται πρὸς τὴ Ναΐν. Στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως συναν­τοῦν τὴ νεκρικὴ πομπή. Ὁ ὀδυρμὸς τῆς μάνας σχίζει τὴ σιωπή. Ὁ Κύριος τότε ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὴν καὶ τῆς λέει ἕναν παράδοξο λόγο: «Μὴ κλαῖε». Μὴν κλαῖς. Ἡσύχασε. «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν κλαίει στὴν κηδεία τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της;», θὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅμως ἔχει σημασία. Γνωρίζει καλὰ τὸ θαῦμα ποὺ πρόκειται ν᾿ ἀκολουθήσει. Εἶναι λοιπὸν σὰν νὰ τῆς λέει: «Μὴν κλαῖς, διότι ὁ γιός σου σὲ λίγο θὰ ζεῖ».

Ὅπως καὶ ἔγινε. Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια ἄγγιξε τὸ φέρετρο, ἀπευθύνθηκε στὸν νεκρὸ νέο καὶ τὸν διέταξε ἐπιτακτικά: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Νεαρέ, σὲ σένα ὁμιλῶ, σήκω ἐπάνω! Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη πρὸς ἔκπληξη ὅλων σηκώθηκε τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ. Ὁ δὲ Κύριος τὸ παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ἔμφοβοι τότε οἱ παρευρισκόμενοι δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι μεγάλο Προφήτη ἔστειλε στὸν λαό του.

«Μὴ κλαῖε». Αὐτὸ τὸν λόγο λέει καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος: «Μὴν κλαῖς, ἡσύχασε, διότι ὁ ἄνθρωπός σου δὲν χάθηκε γιὰ πάν­τα. Ὁ χωρισμὸς εἶναι προσωρινός». Εἶναι ἀσφαλῶς φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο νὰ πενθοῦμε, νὰ πονοῦμε, ἴσως καὶ νὰ κλαῖμε κάποτε γιὰ τὴν ἀπώλεια κάποιου ἀγαπημένου προσώπου. Ὅσο ὅμως κι ἂν μᾶς πονεῖ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπό μας, δὲν ἀπελπιζόμαστε «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13)· ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν. Δὲν ἀφήνουμε τὴ λύπη νὰ μᾶς παραλύει, ἢ νὰ μᾶς ὠθεῖ σὲ ὀλιγοπιστία καὶ γογγυσμὸ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἢ σὲ δυσ­πιστία γιὰ τὴ θεία Πρόνοιά του, διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁ Ἐξουσιαστὴς τοῦ θανάτου.

Μέχρι τὴ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τὸν νεκρὸ νέο τῆς Ναῒν ὁ θάνατος ὑπῆρξε θηρίο ἀδάμαστο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μπροστά του ὑποτάσσονταν ὅλοι· βασιλεῖς καὶ στρατιῶτες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί. Προκαλοῦσε φόβο, θλίψη, ταραχὴ καὶ μόνο ἡ σκέψη του. Στὴν πύλη τῆς Ναῒν ὅμως ἀναμετρήθηκε ὁ θάνατος μὲ τὴ Ζωή· μὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Αὐτοζωή. Ὁ δὲ Κύριος ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. «Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον θάνατος, ἀλλὰ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου ἔχει», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μᾶλλον καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἔχει ἀφαιρεθεῖ. «Οὐκέτι γὰρ οὐδὲ θάνατον αὐτὸν προσαγορεύομεν, ἀλλὰ κοίμησιν καὶ ὕπνον» (ΕΠΕ 3, 252). Διότι δὲν τὸν ὀνομάζουμε πλέον θάνατο, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνο.

Ὁ ἐξουσιαστικὸς λόγος τοῦ Κυρίου στὸν νεκρὸ νέο εἶναι ἕνα προανάκρουσμα τῆς ὁριστικῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου. Ἕνα προοίμιο τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Οἱ πιστοὶ πλέον ἔχουμε ἐλπίδα. Ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι οἱ κεκοιμημένοι μας συνεχίζουν νὰ ζοῦν καὶ ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν κι ἐκεῖνοι καὶ ὅλοι μας. Ὁμολογοῦμε μάλιστα τὴ βεβαιότητά μας αὐτὴ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλον­τος αἰῶνος». Διατηροῦμε δὲ ζωντανὴ μέσα μας τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ τὴν προσδοκία τῆς αἰώνιας ζωῆς.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου