Ε.Ι.Π.Α.Σ.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α΄.
Τοῦ λίθου
σφραγισθέντος ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, καὶ στρατιωτῶν φυλασσόντων τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα,
ἀνέστης τριήμερος Σωτήρ, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν· διὰ τοῦτο αἱ Δυνάμεις τῶν
οὐρανῶν ἐβόων σοι ζωοδότα. Δόξα τῇ Ἀναστάσει σου Χριστέ, δόξα τῇ βασιλείᾳ σου,
δόξα τῇ οἰκονομίᾳ σου, μόνε φιλάνθρωπε.
Ἀπολυτίκιον
τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ἦχος γ'
Μέγαν εὕρατο ἐν τοῖς κινδύνοις, σὲ ὑπέρμαχον ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαρρύνας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε,
Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον
τοῦ Ναοῦ
Κοντάκιον Ἦχος β΄
Προστασία τῶν
Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντε, μεσιτεία πρὸς τὸν Ποιητὴν ἀμετάθετε, μὴ παρίδῃς ἁμαρτωλῶν
δεήσεων φωνάς, ἀλλὰ πρόφθασον, ὡς ἀγαθή, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, τῶν πιστῶς
κραυγαζόντων σοι. Τάχυνον εἰς πρεσβείαν, καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν, ἡ προστατεύουσα
ἀεί, Θεοτόκε, τῶν τιμώντων σε.
=======================================================
Kυριακή ΙΗ΄ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Β΄ Κορ. θ’ 6-11
Πρωτότυπο
Κείμενο
Ἀδελφοί, ὁ
σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις
καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν
γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα
ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς
γέγραπται· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα».
Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι
τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι
εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
Νεοελληνική
Απόδοση
Αδελφοί,
όποιος σπέρνει με φειδώ θα έχει λίγη σοδειά· κι όποιος σπέρνει απλόχερα η
σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς
να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με
ευχαρίστηση». Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά,
ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω
για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η
αγαθοεργία του θα παραμένει αιώνια. Κι αυτός που δίνει στο σποριά το σπόρο και
το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και το δικό σας σπόρο και ας
αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλούσιους σε
όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική
σας εισφορά θα ευχαριστούν το Θεό.
Σχολιασμός
Το σημερινό
αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από τη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή. Σ’ αυτό
ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους πιστούς της τοπικής Εκκλησίας να
ανταποκριθούν πρόθυμα και απλόχερα στον έρανο που θα διεξαγόταν υπέρ των πτωχών
των Ιεροσολύμων, αναπτύσσει τη μεγάλη αξία της ελεημοσύνης και ταυτόχρονα
διαβεβαιώνει πως ο Θεός θα ανταμείψει με πολλές ευλογίες την προσφορά τους.
«Ο
σπείρων επ’ ευλογίες επ’ ευλογίες και θερίσει»
«Όποιος
σπέρνει αδικία, θερίζει συμφορά. Η τυραννία του πάνω στους άλλους θα τελειώσει.
Εκείνος που έχει βλέμμα σπλαχνικό θα ευλογηθεί, γιατί απ’ το δικό του ψωμί
δίνει και στον φτωχό» (Παροιμ. 22, 8-9). Ο Απόστολος εμπνέεται από τις πιο πάνω
εικόνες του βιβλίου των Παροιμιών και συνδέει την ελεημοσύνη με τη σπορά. Όπως
ο γεωργός που σπέρνει με απλοχεριά θα έχει πολλή σοδειά έτσι και ο ελεήμονας
άνθρωπος θα έχει απ’ το Θεό πολλές ευλογίες. Άλλωστε ο άνθρωπος που δίνει
ελεημοσύνη «θησαυρίζει εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου
κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» (Ματθ. 19, 20).
Μιλώντας ο
Χριστός για τη Δευτέρα Παρουσία Του και για όσους θα αξιωθούν της δεξιάς
μερίδας, είπε : «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την
ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και
εποτίσατέ με». Και όταν αυτοί Τον ρώτησαν: «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και
σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιείς»; Τότε απάντησε: «Σας βεβαιώνω
πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδελφούς μου, τα κάνατε για
μένα» (πρβλ. Ματθ. 25, 31-40).
Ο ιερός
Χρυσόστομος σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Όταν (η φιλανθρωπία) ξεχύνεται απλόχερα,
εξαφανίζει σαν φωτιά τα αμαρτήματα και μας κάνει δικαίους. Ας μην είμαστε
λοιπόν τσιγκούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά.{…} Αλλά ξοδεύοντας για την
κοιλιά σου βέβαια και για να μεθάς και για να κάνεις ασωτίες, δε σκέπτεσαι
καθόλου τη φτώχεια, αν όμως χρειασθεί να βοηθήσεις φτωχό, γίνεσαι φτωχότερος
από όλους. Και τρέφοντας βέβαια παράσιτους και κόλακες, σαν να δαπανάς από
πηγές τόσο πολύ χαίρεσαι, όταν όμως συναντήσεις φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος
να μη γίνεις φτωχός…» (Υπόμνημα στη Β΄ προς Κορινθίους, Ομιλία ΙΘ΄).
Μόλις ο
άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας, κάλεσε όλους τους
κληρικούς της εκεί Εκκλησίας και τους είπε: «Αδελφοί, δεν μου φαίνεται σωστό να
φροντίζουμε για άλλα πράγματα, πριν φροντίσουμε για το Χριστό μας. Πηγαίνετε
λοιπόν, ερευνήστε σε όλη την πόλη και φέρτε μου γραμμένα τα ονόματα όλων των
κυρίων μου». Εκείνοι βέβαια απορούσαν, αφού δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί
εννοούσε, και όταν τον ρώτησαν να τους εξηγήσει ποιοί είναι οι κύριοί του,
απάντησε: «Εκείνους τους οποίους εσείς καλείτε φτωχούς, αυτούς εγώ ονομάζω
αφέντες μου, αφού αυτοί μπορούν να μας βοηθήσουν και να μας δώσουν την
επουράνια Βασιλεία». (βλ. Βίο αγ. Ιωάννου του Ελεήμονος, Μέγας Συναξαριστής, 12
Νοεμβρίου).
Ιδιαίτερα
συγκινητικός και παραδειγματικός είναι και ο βίος του αγίου Πέτρου του τελώνη:
Ο άγιος αυτός ήταν πατρίκιος και διοικητής ολόκληρης της Αφρικής. Μια μέρα
κάποιος φτωχός τον πίεζε φορτικά για να του δώσει ελεημοσύνη και εκείνος, που
ήταν ιδιαίτερα σκληρός και θυμώδης, αγανάκτησε και του πέταξε ένα ψωμί πάνω στο
κεφάλι. Σε λίγες μέρες ο πατρίκιος αρρώστησε βαριά και είδε σαν σε όραμα μια
ζυγαριά όπου στο δεξί της μέρος δεν βρισκόταν τίποτε άλλο από το προαναφερθέν
ψωμί. Όταν συνήλθε από την οπτασία, διένειμε στους φτωχούς όλα τα υπάρχοντά του
και μάλιστα πούλησε τον εαυτό του ως δούλο και το αντίτιμο το έδωσε και αυτό
στους απόρους (βλ. Βίο αγ. Πέτρου του τελώνη, Μέγας Συναξαριστής, 20
Ιανουαρίου).
Στις μέρες
μας, πολλοί συνάνθρωποί μας μαστίζονται από δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα.
Πολλοί για μήνες χωρίς εργασία και με ανήλικα παιδιά να εξαρτούνται από αυτούς,
σηκώνουν καθημερινά το δικό τους σταυρό. Στη διπλανή μας πόρτα ίσως κάποιοι
βιώνουν ένα μικρό ή μεγάλο δράμα. Ας μην κλεινόμαστε πεισματικά στο καβούκι της
εγωκεντρικότητάς μας. Βλέποντας στο πρόσωπό τους τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ας
προσφέρουμε κάτι απ΄ το περίσσευμα ή το υστέρημά μας, για μια μικρή έστω
ανακούφισή τους. Ας προσπαθήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, να μοιραστούμε μαζί
τους ό,τι ο Θεός μας εμπιστεύθηκε. Και αυτό ας το κάνουμε με χαρά:
«ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός».
===========================================================
Κυριακή Ζ’ Λουκά Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λκ. η’ 41 – 56
Πρωτότυπο
Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,
ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ιησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε·
καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν
αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα,
ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ
ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ
πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι,
καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων
δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ
προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ
λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ
σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου
λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας
ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν
οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα
τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ
κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς,
ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ
δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ
εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Νεοελληνική
Απόδοση
Εκείνο τον
καιρό, πλησίασε τον Ιησού ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας
της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο
σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη ως δώδεκα χρονών που ήταν ετοιμοθάνατη.
Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά.
Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη
της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά,
πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία
της σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος
και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου
και σε πιέζουν, κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;» Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε,
γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη». Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε
την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο
του είπε για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της
είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε∙ πήγαινε στο καλό». Ενώ ο Ιησούς
ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει:
«Η κόρη σου πέθανε∙ μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς,
του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι,
δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και
τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και
τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε∙ δεν πέθανε, αλλά κοιμάται».
Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους
έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!» Το πνεύμα
της επέστρεψε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει.
Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν
τι είχε γίνει.
Η σώζουσα
πίστη
Ο Ιησούς
Χριστός επιστρέφει στη δεύτερη πατρίδα του την Καπερναούμ, αφού προηγουμένως
βρισκόταν στα Γάδαρα όπου θεράπευσε τον δαιμονιζόμενο νέο. Οι κάτοικοι των
Γαδάρων μετά το θαύμα, τον παρακάλεσαν να απομακρυνθεί από την περιοχή τους. Σε
αντίθεση με αυτούς, οι κάτοικοι της Καπερναούμ συγκεντρώθηκαν μαζικά και τον
ανέμεναν με ενθουσιασμό. Σ΄ αυτήν λοιπόν την περιοχή πραγματοποιήθηκαν τα δύο
θαύματα, που μνημονεύονται στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα και τα οποία
συναντούμε και στους τρεις Συνοπτικούς Ευαγγελιστές. Τα δυο θαύματα
επιτελούνται διαδοχικά, αφού η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας γίνεται κατά
την πορεία του Ιησού Χριστού προς το σπίτι του αρχισυνάγωγου Ιάειρου (που στα
ελληνικά σημαίνει Φώτιος), ο οποίος του ζήτησε να θεραπεύσει την μοναχοκόρη
του, που ήταν βαριά άρρωστη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσα χρόνια έπασχε
αυτή η γυναίκα, τόσων ετών ήταν η θυγατέρα του Ιάειρου. Αυτό δείχνει ότι όταν η
αιμορροούσα ασθένησε, τότε ο Θεός έφερε στον κόσμο εκείνη που θα γινόταν η
αφορμή για την θεραπεία της.
Για έναν
επιφανή άρχοντα της συναγωγής, δεν ήταν βέβαια μικρό πράγμα να μιλήσει με τον
Χριστό, αφού οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι είχαν απαγορεύσει στο λαό και να
τον πλησιάζει αλλά και να ακούει την διδασκαλία του. Όμως σαν πονεμένος πατέρας
που χάνει το μοναχοπαίδι του, ο Ιάειρος τολμά και βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος,
ακούει τους λόγους του Ιησού και του ζητά να έλθει στο σπίτι του και να
θεραπεύσει τη μονάκριβη κόρη του, γιατί πιστεύει ότι εκείνος είναι ο μόνος που
μπορεί να την σώσει.
Η πίστη του
υπερνικά τον φόβο, όπως ακριβώς και η πίστη της γυναίκας που με την ασθένεια
της αιμορραγίας που είχε, βάση των θρησκευτικών αντιλήψεων των Εβραίων, την
καθιστούσε «μολυσμένη» έχοντας έτσι να αντιμετωπίσει εκτός από την σωματική
ασθένεια και την περιθωριοποίηση που υφίσταται από την κοινωνία, γι αυτό και
δεν τολμά καν να ζητήσει από τον Κύριο να τη θεραπεύσει. Δεν αμφισβητεί, δεν
σκέφτεται αν έχει αυτή την δυνατότητα, αλλά με πίστη πολλή τον πλησιάζει και
ακουμπά την άκρη των ιματίων του. Αυτή την αναγκαιότητα της πίστης προκειμένου
να πραγματοποιηθεί το θαύμα, τονίζει και ο ίδιος ο Χριστός λέγοντας της στην
συνέχεια: «Θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε». Και επιλέγει να της το πει αυτό
μπροστά σε όλο τον κόσμο, χωρίς να την αφήσει να περάσει απαρατήρητη πρώτον και
δεύτερον για να ενδυναμώσει την πίστη του Ιάειρου (που στο μεταξύ τον
ειδοποίησαν ότι η κόρη του πέθανε και να μην ταλαιπωρεί άλλο τον Χριστό),
λέγοντάς του «μη φοβού, μόνο πίστευε και σωθήσεται», αλλά και για να επιδείξει
τέλος σε όλους την πίστη της γυναικός και να την μιμηθούν.
Οι όχλοι
γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «συνέπνιγον αυτόν». Ο όρος αυτός αυτός,
χρησιμοποιείται ακόμα μία φορά στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στην παραβολή του
σπορέως. Όπως η παραβολή αυτή, έτσι και η σημερινή περικοπή, τονίζουν τη
σημασία των προϋποθέσεων με τις οποίες προσεγγίζει κανείς τον Χριστό, τον Λόγο
του Θεού. Μπορεί κανείς να βρίσκεται κοντά στον Χριστό και ωστόσο στην
πραγματικότητα ούτε καν να τον αγγίζει. Μπορεί να ακούει τον λόγο του, ο
οποίος όμως να μένει στην επιφάνεια και να μη ριζώνει στην καρδιά του. Μπορεί
κανείς να μεταλαμβάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή κυριολεκτικά να
τον «συνθλίβει» και όμως να μην αντλεί τίποτα από την ανεξάντλητη πηγή της
χάριτος, με αποτέλεσμα να παραμένει αθεράπευτα τραυματισμένος από την αμαρτία.
Δεν αποκλείεται μάλιστα με την τυπική, θορυβώδη και ανούσια παρουσία του δίπλα
στον Χριστό, να παρεμποδίζει και όσους θέλουν πραγματικά να τον
προσεγγίσουν. Για να αγγίξει κανείς πραγματικά και όχι τυπικά τον Χριστό, θα
πρέπει να πιστεύει και να ελπίζει ότι η θεραπεία του από την ασθένεια και τον
θάνατο της αμαρτίας μπορεί να προέλθει όχι από τους διάφορους «θεραπευτές»
αυτού του κόσμου, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τον Χριστό. Η πίστη αυτή
αποτελεί προϋπόθεση για μία ουσιαστική συνάντηση με τον Χριστό, μέσα από
τήν οποία ο πληγωμένος από την αμαρτία άνθρωπος βρίσκει τη θεραπεία και
την σωτηρία. Την διαφορά ανάμεσα σε αυτόν που πιστεύει ότι ο Χριστός θα κάνει
το θαύμα και σε εκείνους που δεν το πιστεύουν, την βλέπουμε στους συγγενείς του
μικρού κοριτσιού που γέλασαν με τον Χριστό όταν τους είπε να μην κλαίνε γιατί
το κορίτσι δεν πέθανε. Η απελπισία τους είχε εξανεμίσει κάθε ελπίδα και πίστη
προς τον Θεό και θεωρούσαν πως όλα πια είχαν χαθεί.
“Μόνο
πίστευε, καί σωθήσεται”.
Τα λόγια του
Χριστού είναι καταλυτικά, όχι μόνο για τον πατέρα του άρρωστου κοριτσιού, αλλά
για όλους μας. Μέσα στον καθημερινό μας αγώνα και στα εμπόδια που ξεπροβάλουν
μπροστά μας, συχνά αισθανόμαστε ανίσχυροι, αδύναμοι, νικημένοι. Νιώθουμε ότι
δεν έχουμε από πού να κρατηθούμε, πού να στηριχτούμε και να πάρουμε δύναμη για
να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες της ζωής. Συχνά μια ασθένεια, μια ανυπέρβλητη
δυσκολία, μας βυθίζει στην απόγνωση και την απελπισία. Κι’ όμως ο Χριστός μας
προσκαλεί να πιστέψουμε και η βοήθειά του θα έλθει.
Το θέμα της
γνώσης και της πίστης αποτελεί για πολλούς ένα δίλημμα, το οποίο προβάλλει το
επιχείρημα ότι όποιος πιστεύει, εγκαταλείπει την γνώση. Αυτό το δίλημμα είναι
το γνωστό «Πίστευε και μη ερεύνα». Υπάρχει επίσης και η αντίληψη ότι η γνώση
προπορεύεται της πίστεως, όπως και η αντίθετη αντίληψη ότι η πίστη προπορεύεται
της γνώσεως και αναζητεί τη λογική της (Ιερός Αυγουστίνος). Η κόρη του Ιαείρου
ξαναπέθανε. Το ίδιο και ο Λάζαρος και ο γιος της χήρας στη Ναΐν. Από την
ανάστασή τους όμως φανερώθηκε η αλήθεια ότι την τελευταία λέξη πάνω στη ζωή δεν
έχει ο θάνατος αλλά ο Θεός. Αυτό δέχονται οι χριστιανοί. Όποιος πιστεύει στον
Ιησού Χριστό, τον αποδέχεται και έχει εμπιστοσύνη στη δύναμη, την εκ Θεού
εξουσία και την αγάπη του και ζει σύμφωνα με το πνεύμα και τον τρόπο ζωής του
ευαγγελίου. Πιστεύω. Είναι μια απλή λέξη, αλλά χρειάζεται τόλμη και απαιτεί
υπέρβαση του εγώ μας, προκειμένου να γίνει πράξη στη ζωή μας. Είναι απαραίτητο
πρώτα από όλα να συνειδητοποιήσουμε και να παραδεχτούμε ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι,
ότι πέρα από τη δική μας προσπάθεια έχει μεγάλη σημασία και η παρουσία του Θεού
στη ζωή μας, η προστασία του και η ευλογία του.
Μέσα στις
δυσκολίες, τις αστοχίες και τις αποτυχίες, οι επιλογές μας είναι δύο: ή να
βυθιστούμε στην απόγνωση και να καταστραφούμε πνευματικά, ή να αποδεχτούμε την
δική μας ανεπάρκεια και να στραφούμε με πίστη στον Θεό. Αν καταφέρουμε να
κάνουμε αυτή την υπέρβαση του εγωϊσμού μας και αποδεχτούμε την παντοδυναμία
αλλά και την αγάπη του Θεού προς εμάς, τότε μπορούμε με ταπείνωση πλέον να
απευθυνθούμε προς αυτόν και με πίστη να του ζητήσουμε να μας βοηθήσει. Είναι
δύσκολο πραγματικά να στηρίξουμε την ελπίδα μας στο Θεό. Χρειάζεται ταπείνωση,
τόλμη, πίστη. «Μή φοβού, μόνο πίστευσον», μας καλεί σήμερα ο Χριστός,
προκειμένου να κάνει το θαύμα στη ζωή μας. Αρκεί να τον εμπιστευτούμε και να
του δώσουμε χώρο να σταθεί μέσα στην καρδιά μας. Αυτή είναι και η προσευχή μας,
σε κάθε Λειτουργία και σε κάθε ακολουθία της Εκκλησίας: «εαυτούς καί αλλήλους
καί πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου