Ε.Ι.Π.Α.Σ.
Μία ἀπό τίς σπάνιες μορφές τῆς διεθνοῦς Ὀρθοδοξίας, ὁ π. Νικόλαος Λουδοβίκος εἶναι συνάμα ἕνας παπάς σάν ὅλους τούς ἄλλους. Μπορεῖ νά ἔχει ἐκδώσει σημαντικές μελέτες πού ἔχουν μεταφραστεῖ σέ δέκα γλῶσσες, μπορεῖ νά ἔχει περάσει ἀπό τά λαμπρότερα πανεπιστήμια τοῦ κόσμου —ἀπ’ τήν Σορβόννη ὥς τό Καίμπρητζ, γιά νά
καταλήξει σήμερα στό Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων ὅπου εἶναι καθηγητής— μπορεῖ να διατηρεῖ ἐπικοινωνία μέ τίς πιο ἐπηρρεαστικές φωνές τῆς παγκόσμιας θεολογίας —«ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους Εὐρωπαίους θεολόγους σήμερα», κατά τόν ἀρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρι, Ρόουαν Οὐίλλιαμς, ή, ὅπως γράφει καθηγητής τοῦ Καίμπριτζ στό Modern Theology «ἕνας ἀπό τούς βαθύτερους θεολόγους πού γράφουν τόν 21ο αἰῶνα»— ὁ π. Νικόλαος ἐξακολουθεῖ τίς Κυριακές νά λειτουργεῖ στό μικρό προάστιο τοῦ Χορτιάτη Θεσσαλονίκης καί νά κηρύττει στίς μοναχές. Ἐκεῖ καί μέ ὑποδέχεται, πρίν κατευθυνθοῦμε ἀκόμη πιο ψηλά στό ὅρος, ἐκεῖ πού φαίνεται πιά ἡ Θεσσαλονίκη ν’ἁπλώνεται προς κάθε κατεύθυνση τοῦ Θερμαϊκοῦ. Χειμαρρώδης, ὁ π. Νικόλαος μιλᾶ γιά τήν μυθιστορηματική ζωή του, γιά τήν ἐν Χριστῶ ἐλευθερία, γιά τό πάθος του γιά τήν μουσική, μιλᾶ γιά τήν κατάσταση τῆς ἑλληνικῆς διανόησης πού ὅπως πολλοί ἄλλοι διαπιστώνει μέ πικρία τόν μεταπραττικό της χαρακτήρα… «Αὐτό πού μέ βοήθησε εἶναι ὅτι νιώθω Εὐρωπαῖος. Τό λέει ἄλλωστε καί τό ὄνομά μου, Λουδοβίκος —οἱ πρόγονοί μου εἶχαν ζήσει πολλά χρόνια στήν Γαλλία, ὥστε τούς ἔδωσαν τό παρατσούκλι γιατί δέν μιλοῦσαν, ὅταν ἐπέστρεψαν, καλά ἑλληνικά…»
Ἀκροβατώντας,
ὅπως πάντοτε, μεταξύ φιλοσοφίας, ψυχολογίας καί θεολογίας, ὁ π. Νικόλαος
Λουδοβίκος συζητᾶ μέ τήν «ΕτΚ» γιά τό νέο βιβλίο του «Ὁ Τεχνοπίθηκος καί ἡ ἀλήθεια»
πού κυκλοφορεῖ ἀπό τίς ἐκδόσεις «Ἀρμός» —ἕνα βιβλίο πού, ὅπως ἐξηγεῖ στόν ἐπίλογο,
δείχνει ἀκριβῶς αὐτό πού ἡ τεχνητή νοημοσύνη δέν μπορεῖ νά κάνει: νά θέσει, γιά
ἀρχή, ὑπαρξιακά ἐρωτήματα. Σέ μία ἐποχή ὅπου τά κλασικά μεταφυσικά ἐρωτήματα
δέν ἰσχύουν πιά, ἡ βιοτεχνολογία καί ἡ τεχνητή νοημοσύνη θέτουν ἐρωτήματα πού
δέν ἀπευθύνονται στόν ἄνθρωπο στήν οὐσία του, ἀλλά μιλοῦν σέ ἕνα νέο στυλ, μιλοῦν
τήν γλώσσα τῆς ἐπιθυμίας…
Ἡ προέλευση
τοῦ Δυτικοῦ ἀνθρώπου εἶναι σύνθετη. Σχετίζεται μέ μία ἑρμηνεία τοῦ Χριστιανισμοῦ,
μέ τήν πρόσληψη τοῦ ρωμαϊκοῦ πνεύματος καθώς καί τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
φιλοσοφίας. Εἶναι ὁ τρόπος πού κατενοήθησαν καί συνδέθηκαν μεταξύ τους αὐτά,
πού γεννᾶ τόν Δυτικό ἄνθρωπο. Ἐγώ ὅμως, τό τονίζω, μιλῶ γιά Ἑλληνοδυτικό ἄνθρωπο.
Ὁ κόσμος αὐτός —καί αὐτό εἶναι θεμελιῶδες— εἶναι ἐνιαῖος παρότι διαφορετικός. Οἱ
διαφοροποιήσεις δέν μειώνουν τήν κοινή μήτρα. Ἑπομένως ἀφήνοντας πίσω τήν ἄρνηση
τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τήν Δύση ἤ τό ἀντίστροφο, ἐγώ ἐντάσσομαι σέ ἕνα νέο ρεῦμα, πού
μιλᾶ γιά τόν Ἑλληνοδυτικό κόσμο. Ὁ Ἑλληνοδυτικός αὐτός κόσμος εἶναι
Χριστιανικός —αὐτό εἶναι πού δέν κατάλαβε ὁ Καστοριάδης, πού μίλησε μέν γιά Ἑλληνοδυτικό
κόσμο, ὅμως ὄντας ἄθεος ἀδυνατοῦσε νά καταλάβει τήν φοβερή ὀντολογική ὑπαρξιακή
δυναμική τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν διαμόρφωση τῆς Εὐρώπης καί τοῦ κόσμου. Εἶναι
σημαντικό νά βλέπουμε ὄχι μόνο τίς διαφοροποιήσεις ἀλλά καί τίς συγκλίσεις καί
τίς συμπληρώσεις.
Λοιπόν, οἱ
δύο πόλοι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιά ἱστορικούς λόγους, παρέμειναν διαιρεμένοι. Μέ
τό Σχίσμα, εἴχαμε κι ἄλλα τεκμήρια γιά τήν διαίρεση. Αὐτό πού μετράει, ὅμως, εἶναι
νά καταλάβουμε ὅτι ὁ σύνδεσμος δέν χάθηκε ποτέ. Αὐτό συνέβη μετά τό Σχίσμα, καί
τό ὅριο εἶναι ἡ Δ΄ Σταυροφορία, ὅταν πλέον ἦρθαν οἱ Δυτικοί ὡς ἐχθροί μας, καί
τότε ἐγκαινιάστηκε αὐτό πού ὀνομάζω
«πολιτιστικοί πόλεμοι». Αὐτό ἰσχύει καί γιά τίς δύο πλευρές —καί ἀπό τούς
δυτικούς εἴχαμε τότε τόν Καρλομάγνο πού προβάλλει ὡς αὐτοκράτορας τῆς Δύσης,
καί τήν παράλληλη ὑποτίμηση τοῦ «rex graecorum», ὁ ἴδιος δε ὁ ὅρος γραικός
σήμαινε ὅ,τι χειρότερο μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς. Ὁ ἄλλος πλέον προβάλει ὡς
ριζικά διαφορετικός, καί ριζικά ξένος.
Ἀναδύεται
στόν ὁρίζοντα ὡς ἐπίβουλος. Αὐτό ὅμως, σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα πού διαμορφώνεται
πλέον σήμερα, εἶναι ψευδές. Δουλεύοντας συστηματικά τά τελευταῖα χρόνια στά
κείμενα, βλέπω ὅτι πηγή τοῦ Αὐγουστίνου εἶναι ὁ Ὠριγένης, πηγή τοῦ αὐτοαναφορικοῦ
ὑποκειμένου, τῆς αὐτοκαθολικοποίησης, ὅπως δείχνω στον άρτι εκδοθέντα δεύτερο
τόμο του αγγλικού βιβλίου μου Analogical
Identities, εἶναι ὁ Εὐάγριος. Ἐκεῖ ξεκινᾶ τό νεωτερικό ὑποκείμενο. Καί ἀπέναντι
στόν Εὐάγριο δέν στέκεται μόνο ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλά καί ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, καί ὁ Ντούνς Σκότους. Ἄν,
λοιπόν, τά συμπεράσματα τῆς ἔρευνάς μου
εἶναι σωστά, αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ Δύση θέλει νά ξεπεράσει τό
νεωτερικό ὑποκείμενο, καί νά ὑποδεχτεῖ μία σύνθετη θεωρία περί εαυτού, στήν ὁποία
ἐμεῖς ἔχουμε προηγηθεῖ. Ἔχει λοιπόν κάποιες κοινές μέ μᾶς ἀφορμήσεις. Εἶναι
όμως κοντά σ’αὐτό στό ὁποῖο καί ἡ δική μας ἰδιαιτερότητα συγκλίνει. Ἡ ἔλλειψη
ουσιαστικής έρευνας στήν Ἑλλάδα ἐμποδίζει, δυστυχῶς, αὐτή τήν σύνθετη,
πολυπρισματική θεώρηση, πού ἐπιτρέπει νά δοῦμε τέτοιου εἴδους πράγματα, πού ἀλλιῶς
δέν φαίνονται.
Πλέον δέν
μιλάω γιά ναρκισσισμό, ἀλλά γιά μεταναρκισσισμό, πού πάει ἕνα βῆμα παρακάτω. Ὁ
ναρκισσιστής δημιουργεῖ σχέσεις τίς ὁποῖες ἐλέγχει. Ὁ μεταναρκισσιστής δέν ἔχει
ἀνάγκη κἄν τίς σχέσεις! Ὑπῆρχε, για παράδειγμα, πρίν κάποια χρόνια ἕνα τέτοιο
κίνημα πού λεγόταν «σκληροί ἄνδρες» καί ἔλεγε ἀκριβῶς αὐτό, νά μην κάνουν
καθόλου σχέσεις οἱ ἄνδρες ἤ ἄν κάνουν, νά ἐλέγχουν τίς γυναῖκες. Χάνουμε έτσι
τό νόημα τοῦ γάμου, λέω εν παρενθέσει. Ἄν ἕναν ἄντρα τόν ἀφήσεις, θά κάνει
σχέσεις μέ πολλές γυναῖκες. Τό θέμα εἶναι ότι, μέσα στό γάμο, αὐτό ἐλλογοποιεῖται,
γίνεται οἰκογένεια, γίνεται βάθος, καί μπορεῖς νά ἀγαπήσεις καί νά πονέσεις, μέ
στοργή. Τό ἴδιο καί ἡ γυναίκα, μέσα στόν
γάμο ἀξιοποιεῖ σημαντικά χαρίσματά της.
Αὐτό πού προβάλλεται σήμερα, μέσα ἀπό τήν πορνογραφία, εἶναι ἡ γυναίκα, αλλά
και ο εαυτός γενικά, ὡς εργαλείο ηδονής. Αὐτό εἶναι πρόβλημα καί γιά τόν ἄνδρα
καί γιά τήν γυναίκα, ἐπειδή γίνεται
και αὐτή σάν τόν ἄνδρα και προσλαμβάνει
αὐτή τήν ἐπιθετική και απρόσωπη
σεξουαλικότητα. Στήν πραγματικότητα, ὄμως,
ἡ γυναίκα παιδαγωγεῖ τόν ἄνδρα. Γι’αὐτό,
στην αφήγηση της «Γενέσεως», ο όφις πλησιάζει
πρώτα τή γυναίκα στόν παράδεισο, γιατί εἶναι πιο πνευματική ἀπό τόν ἄνδρα,
και αυτός την εμπιστεύεται και θα την ακούσει εν συνεχεία.
Ὅταν ἡ
θέληση γιά δύναμη του μεταναρκισσικού
ανθρώπου, λοιπόν,ἀνακαλύψει τό σῶμα καί τήν βιολογία —καί αὐτά, στόν Δυτικό
κόσμο, ὁ Νίτσε τά ἀνακάλυψε— θέλει νά τά ἐπεκτείνει ἀπόλυτα. Καί αυτό συνδέεται
μέ τόν μηδενισμό, μέ τόν ὁλοκληρωτισμό, μέ τήν ἀτέλειωτη ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου
πού κανείς δέν ξέρει ποια εἶναι τά ὅριά της, καί μέ ποιο κριτήριο θά θέσουμε ἐμεῖς
αὐτά τά ὅρια.
Ἡ ἀκραία ἀναβάθμιση
δέν ἔχει κριτήρια παρά μόνο τήν ἐπέκταση τῆς ἐσωτερικῆς αὐθυπέρβασης, ἕνα
κριτήριο δηλαδή μηδενιστικό καί σκοτεινό. Ἀπό ἄποψη θεολογική, ἀπό τήν ἄλλη, τά
ὅρια εἶναι πολύ ἁπλᾶ, ἡ ἀναβάθμιση εἶναι πνευματική, ἀκολουθῶντας τόν Χριστό ἀποκτᾶμε
τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶμε τήν δυνατότητα να… περπατᾶμε πάνω στό νερό. Αὐτό μοῦ
ἔδειξαν οἱ ἅγιοι πού γνώρισα στήν ζωή μου, ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ ἅγιος Πορφύριος.
Μιλᾶμε ἔτσι γιά μία ἀναβάθμιση ὀντολογική, μέσα από μία διαλογική ἀμοιβαιότητα/κοινωνία
θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως. . Η πνευματική αυτή αναβάθμιση είναι πολύ ανώτερη
από την τεχνολογική και μπορεί να
παιδαγωγήσει και οριοθετήσει την τελευταία.
Ὁ Χριστός δίνει ὅλες τίς ἰδιότητες του Θεού στήν ἀνθρώπινη φύση, γίνεται
Θεάνθρωπος στήν ἐνσάρκωσή του
Αὐτά εἶναι
πράγματα πού δέν τά καταλαβαίνουν καλά οἱ Δυτικοί Χριστιανοί. Εἶναι σά νά ἔχεις
μυωπία καί νά μην βλέπεις παραπάνω ἀπό δέκα μέτρα μπροστά —δέν μπορεῖς νά πεῖς,
«θέλω νά πετάξω!». Αὐτή εἶναι ἡ προοπτική πού τούς λείπει, δέν μποροῦν νά
κάνουν αὐτό πού δέν μποροῦν νά δοῦν.
Ὁ Καθολικός
θεωρεί πως οἱ ἀξιομισθίες τοῦ Χριστοῦ
πολλαπλασιάζονται στήν Θεία Λειτουργία, εἶναι ἄπειρες, πήγαινε λοιπόν νά τίς ἀγοράσεις
ἀπό τήν Ἐκκλησία. Καί ὁ Προτεσταντισμός, μέ τό sola fidei, τό δόγμα ὅτι μόνο ἡ
πίστη σώζει, στήν ἴδια βάση στηρίζεται, εἶναι ἡ ἴδια νοοτροπία, μία νομική
λύτρωση. Ὅμως, ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, η Σάρκωση του Λόγου δέν γίνεται γιά λόγους νομικής
εξαγοράς αμαρτιών, μά για «τό ἁγιασθῆναι τω ἀνθρωπίνω τοῦ Θεοῦ τόν ἄνθρωπο». Καμία κληρονομική ἐνοχή δέν ὑπάρχει στούς
Πατέρες. Δυστυχῶς, ἡ ἰδέα πού ἔχουν γιά
τόν Θεό πολλοί ἄνθρωποι εἶναι χυδαία, εἶναι τέτοια πού ἄν τήν εἴχαμε κι εμείς
θά ἤμασταν ἄθεοι. Πολλές φορές λέω, «εἶμαι πιστός γιά τούς ἴδιους λόγους πού ἐσεῖς
εἶστε ἄθεοι».
—
Μιλήσαμε γιά τόν Ἑλληνοδυτικό κόσμο. Ποια ἡ θέση τῆς πέρα Ἀνατολῆς, τῆς
Ρωσσίας, σ’αὐτόν;
Θεωρῶ ὅτι ἡ
Ρωσσία ἔχει ἡγεμονικές τάσεις ἀπό τήν ἐποχή τῆς σλαβοφιλίας καί πιο πρίν ἀκόμη,
ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας—Φλωρεντίας φιλοδοξεῖ νά κληρονομήσει τά πρωτεία καί
ἐμφανίζεται ὡς εκφραστής τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Τό θέμα εἶναι πώς ἡ ὀργάνωσή της σήμερα, ἀπό τό Μοσχοβίτικο κράτος ὡς τόν
Στάλιν καί τόν Πούτιν, ἔχει στοιχεῖα πού διασώζουν μία ἀντίληψη γιά τήν
πολιτική πού εἶναι ἐντελῶς δεσποτική. Πρόκειται γιά μία μεταφυσική, ὁριακά, ἀντίληψη
γιά τήν ἐξουσία. Θυμᾶμαι νά βρίσκομαι στήν Ρωσσία καί νά συναντῶ στό
πανεπιστήμιο, σέ κάθε αἴθουσα ἐκτός ἀπό τίς τουαλέτες, τήν φωτογραφία τοῦ
Πούτιν. Ὁ Πούτιν ἔχει φοβερές ἱκανότητες σάν πολιτικός, ὅμως ὑπάρχει ἕνα ὅριο. Ἀγαπῶ
τούς Ρώσσους, ἔχω πολλούς Ρώσσους φίλους, πιστεύω ὅμως ὅτι πρέπει νά φτάσουν σέ
μία ὑγιῆ σχέση μέ τόν ὑπόλοιπο κόσμο, μέ τήν Δύση καί τήν Ἀνατολή. Ἄν πίστευαν
στίς δικές τους πνευματικές δυνάμεις, δέν θά κόντραραν τόσο πολύ τήν Δύση, ούτε
θα επτοούντο από την δυτική επιθετικότητα. Καί ὅμως, ἀναπτύσσουν μία σχέση ἀνταγωνισμοῦ
μέ τήν Δύση, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά ἀναπτύξουν μία σχέση φιλίας καί φωτισμοῦ τῆς
Δύσης. Ἄν σκεφτεῖ κανείς τί ἐκπροσώπηση τῆς ρωσσικῆς διανόησης εἴχαμε τόν
τελευταῖο αἰῶνα —Ντοστογιέφσκυ, Μπερντιάεφ, Μπουλγκάκοφ, Φλωρόφσκυ, Ζαχάρωφ—
καί τί ἔχουμε σήμερα, καί μόνο, καταλαβαίνει τό μέγεθος τοῦ προβλήματος. Σήμερα
ἔχουμε τόν Κύριλλο πού καυχᾶται πώς ἔχει τήν βόμβα Σατάν καί ἄν τήν ρίξει
καταστρέφει ὁλόκληρη χώρα. Τί ὠραία! Λοιπόν, κάνει ζημιά ὅλο αὐτό στήν Ὀρθοδοξία.
— Καί ἡ
Δύση;
Ἡ Δύση, ἀπό
τήν ἄλλη, παρόλες τίς ἀνακαλύψεις της καί τήν κληρονομιά της, ἔχει πρόβλημα μέ
τίς ρίζες της. Δέν ἀνανεώνεται πνευματικά. Τό εἴδαμε μέ τήν ἔναρξη τῶν Ὀλυμπιακῶν
Ἀγώνων στήν Γαλλία, πού ἦταν μία καταστροφή. Γιά ἐμένα, ὡς γαλλοτραφής πού εἶμαι,
ἦταν σάν νά πέθανε ἕνας συγγενής μου αὐτό πού εἶδα, αὐτό τό τεράστιο κίτς, καί ὁ
Γάλλος πρόεδρος νά λέει « c’est la France ! ». Τί εἶναι ἡ Γαλλία, τό νά ἀγαποῦμε ὅποιον θέλουμε και
νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε; Εἶναι ἀπίστευτη ἡ ἱκανότητα μη ἀφομοιώσεως τοῦ ἑαυτοῦ
της , τής μη αὐτοκατανοήσεως, πού ἔχει
σήμερα ἡ Δύση. Δέν εἶναι δυνατόν μέ τήν πνευματική ἱστορία τῆς Γαλλίας, νά τούς
βλέπουμε σήμερα νά ἔχουν χάσει ἐπαφή, νά φέρονται σάν μία χώρα στά βάθη τῆς Ἀσίας
ἤ τῆς Ἀφρικῆς πού γεννήθηκε χθές καί θέλει νά παρουσιάσει στόν κόσμο ὅτι εἶναι
τάχα μοντέρνα. Ἐμένα αὐτό πού μέ γοήτευσε στήν Γαλλία εἶναι ἡ διερώτηση, αὐτό
πού λέμε questionnement, καί τώρα βλέπουμε ὅτι αὐτό ἐκλείπει. Εἷναι φοβερό τό πῶς
συνέβησαν αὐτά καί φτάσαμε ὥς ἐδῶ σέ τόσο μικρό χρονικό διάστημα —ἄν
συγκρίνουμε τήν Ἑλλάδα τοῦ 2004 μέ αὐτό πού εἴδαμε φέτος, ἡ ἀπόσταση εἶναι ἰλιγγιώδης.
— Ὑπάρχει
ἄραγε μία ἑλληνική «ἀντιπρόταση», μία «πολιτική θεολογία» μέ τήν ὁποία νά ἀπαντήσουμε
σέ ὅλα αὐτά;
Ὁ ἑλληνισμός
ἀνέκαθεν χαρακτηρίζεται ἀπό αὐτήν τήν μέριμνα για τά όντα. Τό βλέπουμε στόν
Πλωτίνο, πού πηγαίνει μέν νά σπουδάσει τόν Ἰνδουισμό, ὅμως ὅταν γράφει δέν
καταλήγει νά τά πετάει ὅλα στήν ἄκρη γιά νά φτάσει στό Μπράχμαν. Ὁ Ἕλληνας
νοιάζεται γιά τά ὄντα πολύ. Ἀκόμη καί ὁ Πλάτων, στήν τελευταία του φάση λέει,
δέν μποροῦμε νά γίνουμε θεοί, ὁπότε φτιάχνει μία πολιτεία, μεταφέρει ἐκεῖ τόν
Θεό, γιατί νοιάζεται νά φωτίσει τόν κόσμο, παρόλο πού θεωρεῖ ἀδύνατη τήν ἐνσάρκωση
τοῦ Θεοῦ. Καί ὅμως, ἔτσι μπαίνει ὁ Θεός στήν ἱστορία. Αὐτή εἶναι ἡ πρόταση τῆς ἀνοικτῆς
ἱστορίας, καί εἶναι σωτήρια γιά ὅλη τήν Δύση.
Κεντρική ἐδῶ
ἡ ἔννοια τῆς ἀναλογικῆς ταυτότητας, τοῦ ὁμοούσιου. Ἐνῶ στήν Δύση κυριάρχησε μία
ἀντίληψη περί θελήματος ἐκστατική, πλατωνίζουσα, ὅτι βγαίνουμε δηλαδή ἀπό
τήν φύση καί ἀτενίζουμε τό ἄπειρο. Εἶναι
σάν ὁ Θεός νά θέλει νά ἐγκαταλείψει πλήρως τήν δημιουργία του, να την
εξαερώσει. Εἶναι μία ἰδέα πού μοιάζει μέ τόν Ἰνδουισμό, καί πράγματι βλέπουμε
τόν Βουδιστή μοναχό νά κάνει αὐστηρή ἄσκηση, για να αρνηθεῖ τήν φύση, νά πάει
στήν Νιρβάνα. Ὁ Χριστιανός ὅμως κάνει ἄσκηση
γιά νά νικήσει τήν φιλαυτία καί γιά νά μπορέσει νά ἀγαπήσει. Όπως ισχυρίζομαι
στο τελευταίο μου βιβλίο με τίτλο «Ο Τεχνοπίθηκος και η αλήθεια: Ερμηνευτική
της Θρησκείας στον καιρό της Τεχνητής νοημοσύνης», η δυτική ἀντίληψη περί
θελήματος είναι μία ἰδέα εξόδου από την
φύση μας πού ξεκινᾶ ἀπό τόν Αὐγουστῖνο,
πού τήν πῆρε με την σειρά του ἀπό τόν Ὠριγένη, καί συνεχίζει στόν Καρτέσιο πού
μιλᾶ γιά τήν καθαρά αυτόνομη πλέον
διάσταση τῆς θέλησης. Οὐσιαστικά, ο τελευταίος κάνει τόν Αὐγουστίνο ἄθεο,
κάνει αὐτή τήν ἐκστατική θέληση ἐντελῶς ἀνεξάρτητη ἀπό τόν Θεό. Τί θά ὑπερβεῖ
αυτή λοιπόν; Μέ τον Νίτσε δέν ὑπάρχει πλέον ο ορίζοντας του Θεού, οπότε
απομένει ἡ ἐπέκταση τής ἐσωτερικῆς και μόνον αὐθυπέρβασης του ανθρώπου, όπως ήδη
είπαμε, πού μηδενίζει και ξαναφτιάχνει
αξίες αυθαιρέτως. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα προβάλλει πιά ὁ Ὑπεράνθρωπος, ἡ ἀστείρευτη
θέληση γιά δύναμη. Στήν Ἀνατολή, μέσα ἀπό τόν Μάξιμο, ἐπικράτησε ἡ ἀντίληψη τού θελήματος ως «φυσικού». Δηλαδή ὡς
ἄνθρωποι, μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά μας ἑνοποιημένα, τό συνειδητό, τό ἀσυνείδητο,
την κοινωνικότητα, ὅλα αὐτά ἔχουμε δικαίωμα νά τά ἐκφράσουμε. Μέσα στήν
διαλογική ἀμοιβαιότητα μετά του Θεού προβάλλει πλέον ἡ σχέση τῆς συνέργειας, τῆς
ἀναλογίας, ὅπως τήν ὁρίζει ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης. Εἶναι μία ἀναλογία τῆς
κοινωνίας, τῆς σχέσης. Ἐγώ μιλῶ, ἐσύ μέ καταλαβαίνεις, αὐτό εἶναι μία ἀναλογία.
Σάν ἔννοια, μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί ἀπό μόνη της, χωρίς τήν θεολογία. Σημαίνει
μία ἀπόλυτη εὐθύνη μας ἀπέναντι σέ ὅλα τά ὄντα, σημαίνει μία κοινωνικότητα ἀναλογίας
μέ τό ἀπόλυτο, σύν αὐτή τήν ψυχοσωματική σχέση μέ τήν κοινότητα. Στό βιβλίο μου Analogical Identities παραπάνω, ὑποδεικνύω μέσα ἀπό τόν ὅρο
«διεννοημάτωση», συνομιλῶντας μέ τόν Βιττγκενστάιν, ὅτι ἡ ἀναλογική ταυτότητα ἔχει
κοσμική καί ἱστορική παρουσία. Ἡ τέλεια προοπτική ὑπάρχει ὅταν εἶσαι
Χριστιανός, ὅμως καί νά μην εἶσαι, ἡ προοπτική πού σοῦ ἀνοίγεται εἶναι
τεράστια. Ἡ διεννοημάτωση εἶναι μία διαδικασία μέσω τῆς ὁποίας φτιάχνεις ἕνα
νόημα μαζί μέ τούς ἄλλους, καί γιά χάρη ὅλων, καί εἶναι ἀποτέλεσμα μίας διαρκοῦς
διάνοιξης στον πραγματικόν άλλο και όχι στην ναρκισσιστική μου χρήση του.. Ὅλα
αὐτά προκύπτουν ἀπό θεολογικές πηγές καί ἀπό πουθενά ἀλλοῦ. Θά μπορούσαμε
βέβαια νά τό ἔχουμε αὐτό ἁπλᾶ σάν ἕνα ἦθος, ὅμως μέ ἐκκλησιαστικές προοπτικές εἶναι
πού ὁλοκληρώνεται.
Καί
σχετίζεται επίσης καί μέ αὐτό πού ἡ γιορτή τῆς Παναγίας μᾶς επιβάλλει νά σκεφτοῦμε,
δηλαδή την υπαρκτική ἀναφορικότητα. Γι’αὐτό εἶναι πολύ σπουδαία ἡ Παναγία, ὀντολογικά,
γιατί δείχνει τήν ἀπόλυτη ἀναφορικότητα, ως ουσία του ανθρώπου. Ἀντί νά
στοχαστεῖ περί Θεοῦ, ἀναφέρει ὁλόκληρο τό εἶναι ὅλων τῶν ὄντων, ὄχι μόνο τοῦ ἑαυτοῦ
της, στόν Θεό, σέ μια διαδικασία ἀπόλυτης αυτοπροσφορᾶς. Καί βλέπουμε, λένε οἱ
πατέρες, ὅτι αὐτό συγκινεῖ τόν Θεό, καί προξενεῖ τήν ἐνσάρκωση. Εἶναι
συγκλονιστικό αὐτό, αὐτό εἶναι ἡ ἄσκηση τοῦ ὁμοουσίου. Ἡ Παναγία προ—ἐφευρίσκει
τό ὁμοούσιο, τήν ἑνότητα ὅλων τῶν ὄντων ἐν Θεῶ σέ μία ὁλοκληρωτική αφιέρωση τοῦ
ἀνθρώπινου κόσμου στόν Θεό. Εἶναι αὐτό τό αἴτημά της τόσο ὑψηλό, πού κανείς ὡς
τότε, οὔτε ἡ φιλοσοφία, δέν τό εἶχε καταλάβει. Γίνεται κάτι θαυμάσιο, ὁ Θεός
βρίσκει σ’αυτήν πραγματικά τήν εἰκόνα
Του, την εικόνα τής ομοούσιας ενοποίησης των πάντων! Δέν τήν βρίσκει στόν
Πλάτωνα, τήν βρίσκει στήν Παναγία. Καί ἀρχίζει τότε ἕνας εκπληκτικός διάλογος,
μία αὐτοπροσφορά τώρα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἔτσι
τεράστια σημασία τό κατόρθωμα τῆς Παναγίας, ἀλλά δέν μποροῦσε εὔκολα ὅλο αὐτό
νά μεταφερθεῖ στήν ἀνθρώπινη γλώσσα: η σύλληψη και το αίτημα της απόλυτης
ανάγκης για μια αναλογική πραγμάτωση του
ομοουσίου μέσα στην Ιστορία, η «διεννοημάτωση» ως λύση του προβλήματος
του ανθρώπου. Ο Χριστός έρχεται,
απαντώντας, για να κάνει ακριβώς αυτό, με την διά του Σταυρού άρση του δράματος
της αέναης και αμοιβαίας θυματοποίησης των ανθρώπων.
πηγή ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου