Ε.Ι.Π.Α.Σ.
Εἰσοδικὸν
Ἐν Ἐκκλησίαις
εὐλογεῖτε τὸν Θεόν, Κύριον ἐκ πηγῶν Ἰσραήλ, σῶσον ἡμᾶς, Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἀναστὰς ἐκ
νεκρῶν, ψάλλοντάς σοι Ἀλληλούϊα.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ´.
Τὸ φαιδρὸν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα, ἐκ τοῦ Ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου
Μαθήτριαι, καὶ τὴν προγονικὴν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι, τοὶς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον, Ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἡγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός, δωρούμενος τῶ κόσμω τὸ μέγα ἔλεος. Μεσούσης τῆς Ἑορτῆς, διψῶσάν μου τὴν ψυχήν, εὐσεβείας
πότισον νάματα, ὅτι πᾶσι Σωτὴρ ἐβόησας, ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ἡ
πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα σοι..
Ἀπολυτίκιον
τοῦ Ναοῦ
Κοντάκιον
Ἦχος δ' Ἦχος πλ. δ'
Εἰ καὶ ἐν τάφῳ
κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ ᾍδου καθεῖλες τὴν δύναμιν, καὶ ἀνέστης ὡς νικητής,
Χριστὲ ὁ Θεός, γυναιξὶ Μυροφόροις φθεγξάμενος. Χαίρετε, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις
εἰρήνην δωρούμενος ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν.
==================================================
Κυριακή της Σαμαρείτιδος, Αποστ. Ανάγνωσμα:
Πράξεις των Αποστόλων ια’ 19-30
Πρωτότυπο
Κείμενο
Ἐν ταῖς
ημέραις ἐκείναις, διασπαρέντες οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ
Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν
λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις.Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι,
οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι
τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν
ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις
περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας· ὃς παραγενόμενος
καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας
προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως
καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι
Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν. Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν
ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν
Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς. Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων
προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ
Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο
ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν
εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες
πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.
Νεοελληνική
Απόδοση
Εκείνες τις
μέρες, οι απόστολοι που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα, μετά το διωγμό
που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου, έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο
και την Αντιόχεια. Σε κανέναν δεν κήρυτταν για το Χριστό παρά μόνο στους
Ιουδαίους. Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, που είχαν έρθει
στην Αντιόχεια και κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους το χαρμόσυνο μήνυμα,
ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους, και πολλοί ήταν
εκείνοι που πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Οι ειδήσεις γι’ αυτά
έφτασαν και στην εκκλησία των Ιεροσολύμων∙ έτσι έστειλαν το Βαρνάβα να πάει
στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού,
χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους
την καρδιά. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη.
Έτσι, πολύς κόσμος προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου. Ύστερα ο Βαρνάβας πήγε
στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο. Όταν τον βρήκε τον έφερε στην Αντιόχεια.
Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και
δίδαξαν πολύν κόσμο. Επίσης στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι
μαθητές του Ιησού «Χριστιανοί». Εκείνες τις μέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα
προφήτες στην Αντιόχεια. Ένας απ’ αυτούς, που τον έλεγαν Άγαβο, προανάγγειλε με
το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ότι θα πέσει σ’ όλη την οικουμένη μεγάλη πείνα,
πράγμα που έγινε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος. Οι χριστιανοί στην
Αντιόχεια αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην
Ιουδαία, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Αυτό κι έκαναν: έστειλαν τη βοήθειά τους με
το Βαρνάβα και το Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.
Σχολιασμός
Το σημερινό
αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από το 11ο κεφάλαιο του βιβλίου των Πράξεων
των Αποστόλων. Το κεφάλαιο αυτό μας πληροφορεί για τη δράση των Αποστόλων οι
οποίοι διασκορπίστηκαν από τα Ιεροσόλυμα μετά το λιθοβολισμό του αγίου
πρωτομάρτυρος Στεφάνου και έφτασαν μέχρι την Φοινίκη, την Κύπρο και την
Αντιόχεια, κηρύττοντας τον Χριστό μόνο στους Ιουδαίους. Μεταξύ τους βρίσκονταν
και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, οι οποίοι ήρθαν στην Αντιόχεια και κήρυτταν
στους ελληνόφωνους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Με το κήρυγμά τους
πολλοί πίστεψαν και δέχτηκαν το Ευαγγέλιο. Όλα αυτά ακούστηκαν στην Εκκλησία
των Ιεροσολύμων και έστειλαν τον Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Όταν έφτασε
εκεί ο Βαρνάβας χάρηκε βλέποντας το έργο της χάριτος του Θεού και συμβούλευε
όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός,
γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη.
Βλέπωντας
την άυξηση των πιστών ο Βαρνάβας φέυγει απο την Αντιόχεια και πηγαίνει στην
Ταρσό για να βρεί τον Σαύλο. Όταν τον βρίσκει έρχονται και οι δύο στην
Αντιόχεια. Εκεί έμειναν εναν ολόκληρο χρόνο συμμέτεχοντας στις συνάξεις της
εκκλησίας και κυρύσσοντας το Ευαγγέλιο, αυξάνοντας έτσι τους πιστούς. Εκεί στην
Αντιόχεια ονομάστηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί, οι μαθητές του Ιησού. Τις
μέρες αυτές είχαν έρθει στην Αντιόχεια προφήτες απο τα Ιεροσόλυμα. Ένας απο
αυτούς ο Άγαβος, φωτισμένος απο το Άγιο Πνεύμα ανήγγειλε οτι θα έρθει μεγάλη
πείνα σε όλη την οικουμένη. Αυτό έγινε όταν ήταν αυτοκράτορας ο Κλαύδιος. Οι
χριστιανοί της Αντιόχειας αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που
κατοικούσαν στην Ιουδαία. Μάζεψαν οτι μπορούσε ο καθένας και έστειλαν την
βοήθεια τους με τον Βαρνάβα και τον Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.
Η σημερινή
αποστολική περικοπή μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για το πως ξεκίνησε η
δίαδοση του Ευαγγελίου έξω απο τα όρια της Ιουαικής Παλαιστίνης. Από την
Ανάσταση του Χριστού μέχρι τώρα έχουμε την δίαδοση του Λόγου του Θεού μόνο
μεταξύ των Ιουδαίων. Απο τώρα ο λόγος του Θεού άνοιγε και έξω απο τα κλειστά
Ιουδαικά όρια, στους εθνικούς. Η Αντιόχεια της Συρίας ηταν μια από τις πιο
ξακουστές πόλεις και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των
Ελληνιστικών, των Ρωμαικών και των Βυζαντινών χρόνων. Ηταν πλούσια και
πολυπολιτισμική πόλη στην οποία κατοικούσαν Έλληνες, Σύριοι, Ιουδαίοι και
πολλοί άλλοι. Είχε αναδειχθεί λόγο της τοποθεσίας της σε σημαντικό κέντρο του
εμπορίου, των γραμμάτων και του πολιτισμού. Η εκεί διάδοση του Χριστιανισμού
είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Εκκλησίας της Αντιόχειας, η οποία αναπτύχθηκε
με πολύ γρήγορους ρυθμούς λαμβάνονταςσημαντική θέση μέσα στη ζωή της πρώτης
Εκκλησίας. Μέσα από αυτήν προήλθαν μεγάλες εκκλησιαστικές μορφές και
αντιμετωπίστηκαν μεγάλα εκκλησιαστικά ζητήματα που αφορούσαν ολόκληρη την
Εκκλησία. Στις μέρες μας κατέχει την τρίτη θέση απο τα τέσσερα πρεσβυγενή
Πατριαρχεία.
Το έργο της
διάδοσης του Λόγου του Θεού στους εθνικούς να ξεκινά μετά από ένα γεγονός, που
συγκλόνισε τους πιστούς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Το γεγονός αυτό είνε ο
λιθοβολισμός και η θάνατωση του Αγίου Στεφάνου και ο διωγμός των πιστών που
ακολούθησε μετά από αυτό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί πιστοί να φύγουν από
τα Ιεροσόλυμα και να διασκορπιστούν σε διάφορα μέρη συνεχίζοντας να κυρήσσουν
το λόγο του Θεού. Παρόλη την θλίψη και τις δοκιμασίες που πέρασαν δεν σταματούν
να κηρύσσουν, μάλιστα τώρα δεν περιορίζονται μόνο στους Ιουδαίους όπως
προηγουμένως αλλά ανοίγονται και στους εθνικούς. Η δράση τους αυτή ενισχυόταν
απο τον Κύριο ο οποίος καθοδηγούσε και ευλογούσε τα βηματά τους, φωτίζοντας
τους ακροατές τους να αποδεχθούν αυτά που τους έλεγαν.
Η πληροφορία
της αύξιση των πιστών στην πόλη της Αντιόχειας φτάνει και στα Ιεροσόλυμα, όπου
αποφασίζεται η αποστολή του Απόστολου Βαρνάβα έτσι ώστε να έχουν μια πιο
προσωπική γνώση της κατάστασης που άρχισε να διαμορφώνεται εκεί. Ο Απόστολος
Βαρνάβας μας είναι ήδη γνωστός απο τις Πράξεις των Αποστόλων, εξαιτίας της
δράσης που είχε μέσα στην πρώτη Εκκλησία. Η πρώτη αναφορά γι’ αυτόν γίνεται στο
4ο κεφάλαιο που μας πληροφορεί ότι καταγόταν απο την Κύπρο και το αρχικό του
όνομα ήταν Ιωσής. Βαρνάβας όνομαστηκε απο τους ίδιους τους αποστόλους και
σημαίνει «υίος παρακλήσεως». Αυτός είχε ενα χωράφι το οποίο πούλησε και έφερε
τα χρήματα που πήρε και τα έθεσε στη δίαθεση των Αποστόλων. Δεύτερη αναφόρα
στον Απόστολο Βαρνάβα γίνεται στο 9ον κεφάλαιο όπου αναλαμβάνει και παίρνει τον
Απόστολο Παύλο στους υπόλοιπους μαθητές του Κυρίου και τους διηγείται πώς έγινε
η μεταστροφή του στον χριστιανισμό, και τον συνδέει μαζί τους. Μέσα από αυτά
φαίνεται η εμπιστοσύνη που είχαν οι υπόλοιποι Απόστολοι στον Απόστολο Βαρνάβα
και τον επέλεξαν για να πάει στην Αντιόχεια. Εκτός από αυτά ο Απόστολος
Βαρνάβας ήταν και άνθρωπος αγαθός γεμάτος από Άγιο Πνεύμα και πίστη.
Φτάνοντας ο
Απόστολος Βαρνάβας στην Αντιόχεια διαπίστωσε την αύξηση των πιστών. Βλέποντας
αυτό φέυγει και πάει στην Ταρσό, όπου βρίσκει τον Απόστολο Παύλο τον οποίο
φέρνει στην Αντιόχεια για να τον βοηθήσει στο έργο του ευαγγελισμού των πιστών.
Εκεί έμειναν εναν ολόκληρο χρόνο κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο. Η αύξηση των πιστών
είχε ως αποτέλεσμα να ονομαστούν Χριστιανοί για να ξεχωρίζουν από τους
υπόλοιπους. Από τότε μέχρι σήμερα οι πιστοί στον Ιησού Χριστό ονομάζονται
Χριστιανοί.
Η συμβουλή
του Αποστόλου Βαρνάβα προς τους πιστούς να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη
τους την καρδιά αποτελεί και για μας σήμερα ένα σάλπισμα και ένα προσκλητήριο.
Η παραμονή κοντά στον Κύριο «προσμένει τω Κυρίω» κατά τον Απόστολο Βαρνάβα
σημαίνει να τον αγαπήσουμε πραγματικά, να μένουμε και «εν τη αγάπη αυτού». Και
η αγάπη έχει σταυρώσιμο χαρακτήρα, είναι η αγάπη προς τον Θεόν που εκφράζεται
με την πίστη και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο που εκφράζεται με έργα αγάπης και
φιλανθρωπίας.
======================================================
Κυριακή της Σαμαρείτιδος, Ευαγγ. Ανάγνωσμα:
Ιω. δ’ 5-42
Πρωτότυπο
Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,
ἕρχεται ὁ Κύριος εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν
Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ
τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς
Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ
Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς
Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ
ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα
ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; Μὴ σὺ μείζων εἶ
τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ
υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ
τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ,
οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος
ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ,
ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν
ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ
ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις
οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι
προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε
ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι,
πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις
προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν·
ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ
προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ
τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας
αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι
Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ,
καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς
μετ’ αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ
λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι
οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. Ἐν δὲ
τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ
βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή
τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ
θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι
τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν
καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν
λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ
θερίζων. Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος
ὁ θερίζων. Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι,
καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν
εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα
ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς·
καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ,
τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν,
καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
Νεοελληνική
Απόδοση
Εκείνο τον
καιρό, έφτασε ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στο
χωράφι που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι
του Ιακώβ. Ο Ιησούς, κουρασμένος από την πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι· ήταν
γύρω στο μεσημέρι. Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό. Ο
Ιησούς της λέει: «Δωσ΄ μου να πιώ». Οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη ν΄ αγοράσουν
τρόφιμα. Εκείνη του απάντησε: «Εσύ είσαι Ιουδαίος κι εγώ Σαμαρείτισσα. Πως
μπορείς να μου ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις;» – επειδή οι Ιουδαίοι αποφεύγουν
κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες. Ο Ιησούς της απάντησε: «Αν ήξερες τη δωρεά
του Θεού και ποιος είν΄ αυτός που σου λέει «δωσ΄ μου να πιώ», τότε εσύ θα του
ζητούσες κι εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, εσύ
δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, το ΄χεις
το τρεχούμενο νερό; Αυτό το πηγάδι μας το χάρισε ο προπάτοράς μας ο Ιακώβ· ήπιε
απ΄ αυτό ο ίδιος και οι γιοι του και τα ζωντανά του. Μήπως εσύ είσαι ανώτερος
απ΄ αυτόν;» Ο Ιησούς της απάντησε: «Όποιος πίνει απ΄ αυτό το νερό θα διψάσει πάλι·
όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το
νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του μια πηγή που θ΄ αναβλύζει νερό ζωής
αιώνιας». Του λέει η γυναίκα: «Κύριε, δώσ΄ μου αυτό το νερό για να μη διψάω, κι
ούτε να έρχομαι ως εδώ για να το παίρνω». Τότε ο Ιησούς της είπε: «Πήγαινε να
φωνάξεις τον άντρα σου κι έλα εδώ». «Δεν έχω άντρα», απάντησε η γυναίκα. Ο Ιησούς
της λέει: «Σωστά είπες, δεν έχω άντρα· γιατί πέντε άντρες πήρες κι αυτός που
μαζί του τώρα ζεις δεν είναι άντρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια». Του
λέει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης· οι προπάτορές μας λάτρεψαν
το Θεό σ΄ αυτό το βουνό· εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος
όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει». «Πίστεψέ με, γυναίκα», της λέει τότε ο
Ιησούς, «είναι κοντά ο καιρός που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σ΄ αυτό το
βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα. Εσείς οι Σαμαρείτες λατρεύετε αυτό που δεν ξέρετε·
εμείς όμως λατρεύουμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από
τους Ιουδαίους. Είναι όμως κοντά ο καιρός, ήλθε κιόλας, που οι πραγματικοί
λατρευτές θα λατρεύσουν τον Πατέρα με τη δύναμη του Πνεύματος, που αποκαλύπτει
την αλήθεια γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν. Ο Θεός
είναι πνεύμα. Κι αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη
του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια». Του λέει τότε η γυναίκα: «Ξέρω ότι
θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει
όλα». «Εγώ είμαι», της λέει ο Ιησούς, «εγώ, που σου μιλάω αυτή τη στιγμή».
Εκείνη την ώρα ήρθαν οι μαθητές του κι απορούσαν που συνομιλούσε με γυναίκα.
Βέβαια, κανείς δεν του είπε «τι συζητάς;» ή «γιατί μιλάς μαζί της;» Τότε η
γυναίκα άφησε τη στάμνα της, πήγε στην πόλη κι άρχισε να λέει στον κόσμο: «Ελάτε
να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου· μήπως αυτός
είναι ο Μεσσίας;» Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη κι έρχονταν σ΄ αυτόν. Στο μεταξύ
οι μαθητές τον παρακολουθούσαν και του έλεγαν: «Διδάσκαλε, φάε κάτι». Αυτός
όμως τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν την ξέρετε». Οι μαθητές
έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως του ΄φερε κανείς να φάει;» Αλλά ο Ιησούς τους είπε:
«Δικιά μου τροφή είναι να εκτελώ το θέλημα εκείνου που με έστειλε, και να φέρω
σε πέρας το έργο του. Εσείς συνηθίζετε να λέτε «τέσσερις μήνες ακόμη, κι έφτασε
ο θερισμός». Εγώ σας λέω: σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια.
Ασπροκοπούν από τα στάχυα τα ώριμα, έτοιμα κιόλας για το θερισμό. Ο θεριστής
αμείβεται για τη δουλειά του και συνάζει καρπό για την αιώνια ζωή, έτσι ώστε
μαζί να χαίρονται κι αυτός που σπέρνει κι αυτός που θερίζει. Γιατί εδώ αληθεύει
η παροιμία «άλλος είναι που σπέρνει κι άλλος που θερίζει». Εγώ σας έστειλα να
θερίσετε καρπό που γι΄ αυτόν εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι μόχθησαν, κι εσείς μπήκατε
εκεί να θερίσετε το δικό τους κόπο». Πολλοί από τους Σαμαρείτες εκείνης της
πόλης πίστεψαν σ΄ αυτόν, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε: «Μου
είπε όλα όσα έχω κάνει». Όταν λοιπόν οι Σαμαρείτες ήρθαν κοντά του, τον
παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους· κι έμεινε εκεί δύο μέρες. Έτσι, πίστεψαν πολύ
περισσότερο ακούγοντας τα λόγια του κι έλεγαν στη γυναίκα: «Η πίστη μας δε
στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια· γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε τώρα ακούσει
και ξέρουμε πως πραγματικά αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός».
Η αληθινή
λατρεία του Θεού
Στο σημερινό
ευαγγελικό ανάγνωσμα ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας μεταφέρει στην πόλη της
Σαμαρείας Συχάρ, όπου ο Ιησούς Χριστός συναντά στο πηγάδι του Ιακώβ τη
Σαμαρείτισσα γυναίκα. Ο διάλογος μεταξύ του Ιησού Χριστού και της
Σαμαρείτισσας, ενώ έχει ως αφετηρία κάποιο υλικό πράγμα, το νερό, «δος μοι
πιείν», εντούτοις στη συνέχεια καταλήγει σε μια συνομιλία με υψηλές διδασκαλίες
και μηνύματα. Ο διάλογος αυτός στάθηκε η αφορμή ώστε η γυναίκα αυτή να
πιστέψει πραγματικά ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας. Η Σαμαρείτισσα αυτή
γυναίκα είναι η μετέπειτα Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, την οποία τιμά η Εκκλησία
μας κατά την ομώνυμη Κυριακή της Σαμαρείτιδος, αλλά και στις 26 Φεβρουαρίου. Η
Αγία Φωτεινή αφιέρωσε τον εαυτό της στη διάδοση του ευαγγελίου στην Αφρική και
στη Ρώμη, όπου και τελικά μαρτύρησε για την πίστη του Ιησού Χριστού και
σφράγισε έτσι το ιεραποστολικό της έργο με το μαρτύριο του αίματος.
Ο Ιησούς
Χριστός λοιπόν κατά τη διήγηση του παρόντος ευαγγελικού αναγνώσματος
κουρασμένος από την οδοιπορία, φτάνει στην πόλη Συχάρ και κάθεται στο πηγάδι
του Ιακώβ για να ξεκουραστεί. Μετά και την άφιξη της Σαμαρείτισσας στο
πηγάδι για να αντλήσει νερό, ο Ιησούς Χριστός της ζητά να του δώσει νερό να
πιει. Εξάλλου σε πολλές άλλες περιπτώσεις ο Χριστός αποκαλύπτει την
ανάγκη της πείνας και δίψας του. Ακόμη και τις δύσκολες ώρες του Σταυρού
θα ζητήσει και πάλιν νερό, λέγοντας «διψώ», για να λάβει όμως «αντί του ύδατος
όξος». Όλες αυτές οι περιπτώσεις βεβαιώνουν ότι ο Ιησούς Χριστός ως
τέλειος Θεός και άνθρωπος είχε προσλάβει όλα τα αδιάβλητα πάθη, τις ανθρώπινες
φυσικές ανάγκες δηλαδή, «παρεκτός αμαρτίας».
Η
Σαμαρείτισσα γυναίκα παραξενεύτηκε όχι τόσο από την αίτηση ενός άγνωστου άντρα,
αλλά από το γεγονός ότι ένας Ιουδαίος καταδέχεται να συνομιλεί με μια
Σαμαρείτισσα και μάλιστα να της ζητά νερό να πιει. Για να κατανοήσουμε
την έκπληξη της Σαμαρείτισσας πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία των δύο λαών,
Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Μια παλιά θρησκευτική έχθρα ήταν η αιτία, ώστε
να μην έχουν μεταξύ τους καμία επικοινωνία και επαφή. Κατά την άποψη των
Ιουδαίων οι Σαμαρείτες είχαν περιπέσει σε «αίρεση» και δεν ασκούσαν τη σωστή
λατρεία του Θεού στα Ιεροσόλυμα. Από την άλλη οι Σαμαρείτες, αφοσιωμένοι
στον προπάτορά τους Ιακώβ, συνέχιζαν να λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό στο
όρος Γαριζίν.
Στη συνέχεια
ο Ιησούς Χριστός μεταφέρει το διάλογο σε ένα ανώτερο επίπεδο, από το υλικό νερό
στο «δώρο του Θεού» και στο «ζωντανό νερό». Η Σαμαρείτισσα όμως δεν
μπορεί να κατανοήσει τη βαθύτητα των λόγων του Κυρίου, γι΄ αυτό και επαναφέρει
το διάλογο στο νερό του πηγαδιού: «Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί
βαθύ• πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζών;». Μετά από αυτή την παρεξήγηση των
λόγων του ο Κύριος οδηγεί τη συζήτηση στο επίπεδο που επιθυμεί: «πας ο πίνων εκ
του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν• ος δ΄ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ,
ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή
ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Ο Ιησούς Χριστός στο σημείο αυτό
δίνει συμβολική έννοια στο «ύδωρ το ζών», παραπέμποντας στο Άγιο Πνεύμα, το
οποίο επρόκειτο να λάβει η ανθρωπότητα. Στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης
Ιεζεκιήλ, μιλώντας για την κάθαρση του Ισραήλ αναφέρει: «και ρανώ εφ΄ υμάς ύδωρ
καθαρόν, και καθαρισθήσεσθε από πασών των ακαθαρσιών υμών και από πάντων των
ειδώλων υμών, και καθαριώ υμάς» (Ιεζ. 36,25). Λέγει δηλαδή ο Θεός μέσα
από το στόμα του προφήτη ότι θα μας ραντίσει με καθαρό νερό και θα εξαγνισθούμε
από την ακαθαρσία της ειδωλολατρίας. Εξάλλου ο ευαγγελιστής Ιωάννης και
σε ένα άλλο σημείο του ευαγγελίου του συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα με το νερό: «ο
πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν
ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι
πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιω. 7,38-39). Αυτή η πηγή του «ζώντος ύδατος»
είναι για την Εκκλησία η ίδια η Πεντηκοστή, κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα
κατέρχεται και ζωοποιεί τον άνθρωπο.
Η συνέχεια
του διαλόγου με τη Σαμαρείτισσα επικεντρώνεται στην πραγματική λατρεία του
Θεού. Στο αίτημα της γυναίκας να λάβει το ζωντανό νερό ο Κύριος της ζητά
προηγουμένως να φέρει τον άνδρα της. Εκείνη απάντησε ότι δεν έχει άνδρα,
δίνοντας έτσι αφορμή στον Κύριο να αποκαλύψει την κρυμμένη ζωή της: «καλώς
είπας ότι άνδρα ουκ έχω, πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου
ανήρ». Η έκβαση αυτή του διαλόγου του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτισσα
γυναίκα στάθηκε η αιτία της αλλαγής της ζωής της. Από εκείνη τη στιγμή
έπαψε να είναι η γυναίκα των πέντε ανδρών και έγινε κήρυκας και απόστολος του
Ιησού Χριστού. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να κατανοεί τα λόγια και τις
αποκαλύψεις του Κυρίου για την προσωπική της ζωή, αφού στη συνέχεια ομολογεί στους
συμπατριώτες της: «δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα• μήτι
ούτος εστίν ο Χριστός;». Από την άλλη μεριά άρχισε να κατανοεί και το
συμβολισμό το λόγων του Ιησού Χριστού, ο οποίος της μίλησε για το ζωντανό
νερό. Έτσι η επόμενη ερώτησή της αφορά στις σχέσεις Θεού και ανθρώπων,
ουσιαστικά στο θέμα της λατρείας του Θεού: «οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω
προσεκύνησαν• και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δεί
προσκυνείν». Η απάντηση του Ιησού Χριστού είναι άμεση και θέτει την ουσία
του θέματος στην πραγματική του διάσταση: «έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι
αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία• και γαρ ο
πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν».
Ο Ιησούς
Χριστός τοποθετεί πλέον το θέμα της αληθινής λατρείας του Θεού από τον τόπο
στον τρόπο, ότι δηλαδή ο Θεός Πατέρας πρέπει να λατρεύεται «εν πνεύματι και
αληθεία». Αυτή η αληθινή λατρεία του αληθινού Θεού είναι μεν κάτι το
προσδοκώμενο και το αναμενόμενο ως προς την πληρότητά του, αλλά ταυτόχρονα ήδη
άρχισε να εφαρμόζεται στην παρούσα ζωή, «έρχεται ώρα και νυν εστίν». Η
Σαμαρείτισσα βέβαια δεν μπορεί να δεχτεί τους λόγους του Κυρίου στο σύνολό
τους, γι΄ αυτό εκφράζει την πίστη της ότι όταν έλθει ο αναμενόμενος Μεσσίας, θα
αποκαλύψει όλα αυτά τα μυστήρια. Τότε ο Ιησούς Χριστός της αποκάλυψε, ότι
ο ίδιος είναι ο Μεσσίας: «εγώ ειμί ο λαλών σοι». Από τη στιγμή αυτή δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία στη Σαμαρείτισσα γι΄ αυτό σπεύδει να πληροφορήσει το
γεγονός στους συμπατριώτες της: «αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν
εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις• δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπε μοι πάντα
όσα εποίησα• μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; Εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο
προς αυτόν». Η ενέργεια αυτή της Σαμαρείτισσας γυναίκας γίνεται η αιτία,
ώστε οι Σαμαρείτες να πιστέψουν στο Μεσσία Χριστό και να αποδεχθούν το κήρυγμά
του: «εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια
τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα».
Μετά την
ολοκλήρωση του διαλόγου του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτισσα ο ευαγγελιστής
Ιωάννης δεν μας ξεκαθαρίζει αν ο Κύριος είχε πιει νερό ή όχι, το πιθανότερο
είναι ότι δεν είχε πιει. Τώρα πλέον τη θέση των συνομιλητών λαμβάνουν οι
μαθητές του, οι οποίοι αρχικά τον προτρέπουν να φαει. Ο Κύριος αρνείται
την υλική τροφή λέγοντας: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με
και τελειώσω αυτού το έργον». Η πείνα και η δίψα του Κυρίου είναι η
εκπλήρωση του θελήματος του Θεού Πατέρα, η εκπλήρωση του έργου της θείας
οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Σε αυτό το έργο καθιστά
πλέον ο Ιησούς Χριστός βοηθούς και συνεχιστές του τους μαθητές του: «εγώ
απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε• άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς
εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε».
Η διήγηση
της περικοπής τελειώνει με τη συγκέντρωση όλων στο πηγάδι του Ιακώβ, ο Ιησούς
Χριστός και οι μαθητές του, η Σαμαρείτισσα και οι συμπατριώτες της, οι οποίοι
ήλθαν κατόπιν της δικής της πρόσκλησης. Κατά πρώτο λόγο οι Σαμαρείτες
γνωρίζουν τον Ιησού Χριστού εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας ότι: «είπε μοι
πάντα όσα εποίησα», στη συνέχεια όμως διαπιστώνουν οι ίδιοι και γίνονται
μάρτυρες της Μεσσιανικότητας του Κυρίου: «αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι
ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός». Η κατακλείδα της
περικοπής είναι μια διαπίστωση και ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του
κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας, εκείνος που εργάζεται το θέλημα του Θεού
Πατέρα, εκείνος που αποκαλύπτει στον κόσμο τον Θεό Πατέρα και φανερώνει την
αληθινή προσκύνηση και λατρεία Του. Η σύναξη αυτή γύρω από το πηγάδι του
Ιακώβ λαμβάνει εκκλησιολογικό συμβολισμό. Είναι η σύναξη της Εκκλησίας
στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και η τέλεση του μυστηρίου του Βαπτίσματος.
Η λατρεία της Εκκλησίας υπήρξε εξαρχής πράξη της κοινότητας και όχι ατομική
προσωπική πράξη των πιστών. Το κάθε άτομο, ο κάθε πιστός αποτελεί μέλος
της εν Χριστώ κοινωνίας, στην οποία εισέρχεται με το Βάπτισμα. Βασικό
στοιχείο του μυστηρίου του Βαπτίσματος είναι το νερό, μέσα στο οποίο βυθίζεται
τρεις φορές ο νεοφώτιστος στο όνομα της Αγίας Τριάδος και γίνεται έτσι μέλος
του σώματος της Εκκλησίας.
Το θέμα της
αληθινής λατρείας του Αληθινού Θεού υπερτονίζεται μεταξύ και πολλών άλλων
θεμάτων στο παρόν ευαγγελικό ανάγνωσμα. Η λατρεία του Θεού είναι εξόχως
σημαντική μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ο κάθε πιστός άνθρωπος, αισθάνεται
πηγαία την ανάγκη να λατρεύει τον Θεό. Ο Ιησούς Χριστός στο διάλογό του
με τη Σαμαρείτισσα αποσυνδέει τη λατρεία του Θεού από τον τόπο και δε δίνει
κάποια ιδιαίτερη σημασία σ΄ αυτόν. Εξάλλου η διδασκαλία του Ιησού
Χριστού, που στηριζόταν στην ιουδαϊκή παράδοση για την κατάργηση του ναού στους
εσχάτους χρόνους και τη δημιουργία ενός νέου ναού, υπήρξε και μια από τις
κατηγορίες για την καταδίκη του. Αυτό το μαρτυρεί και ο εμπαιγμός του από
τους παρευρισκόμενους στον Γολγοθά: «ουά ο καταλύων τον ναόν και οικοδομών εν
τρισίν ημέραις, σώσον σεαυτόν καταβάς από του σταυρού» (Μαρκ. 15,29).
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς Χριστός μετά την εκδίωξη
των εμπόρων από το ναό είπε τους λόγους αυτούς: «λύσατε τον ναόν τούτον, και εν
τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» (Ιω.2,19), προλέγοντας την τριήμερη Ανάστασή
του. Ουσιαστικά από τη στιγμή της Σταύρωσης και του Κυρίου έχουμε την
κατάργηση της Ιουδαϊκής θρησκείας και την εγκαθίδρυση της νέας λατρείας του
αληθινού Θεού. Αυτό μαρτυρεί και το σχίσιμο του καταπετάσματος του Ναού
του Σολομώντος κατά την ώρα του θανάτου του Κυρίου επί του Σταυρού: «και το
καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω» (Μαρκ. 15,38).
Το γεγονός αυτό συμβολίζει την λήξη της Ιουδαϊκής λατρείας και σημαίνει την
αρχή της νέας λατρείας του Θεού. Η θεολογία του ευαγγελιστή Ιωάννη
ταυτίζει τον κατεστραμμένο και ανοικοδομημένο ναό με το σώμα του Αναστάντος
Κυρίου: «εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού» (Ιω. 2,21). Ο
τόπος της λατρείας του Θεού είναι πλέον το ίδιο το σώμα του Αναστάντος Κυρίου
και αυτό φαίνεται καθαρά και στο διάλογο του Ιησού Χριστού με το μαθητή του
Ναθαναήλ: «απ΄ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού
αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου» (Ιω.1,52), δηλαδή
αυτό που είναι εσχατολογικά αναμενόμενο είναι ήδη και απτή πραγματικότητα, ο
Ιησούς Χριστός είναι ο τόπος της λατρείας.
Αυτή τη
θεολογική προσέγγιση του ευαγγελιστή Ιωάννη διαπιστώνουμε και στο κατεξοχήν
εσχατολογικό και λειτουργικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης την Αποκάλυψη, η οποία
αποδίδεται στον ίδιο. Ολόκληρη η Αποκάλυψη είναι μια παρουσίαση της
ουράνιας λειτουργίας. Το όραμα του προφήτη πραγματοποιείται ημέρα Κυριακή
«εν τη Κυριακή ημέρα» (1,10), η ημέρα της Σύναξης των πιστών για την τέλεση της
θείας λειτουργίας. Επιπλέον υπάρχουν μέσα στην Αποκάλυψη πλήθος από
ύμνους, δοξολογίες, ευχαριστιακές αναφορές, ευλογίες, που παραπέμπουν στον
ακολουθούμενο από την Εκκλησία λειτουργικό τύπο. Όλοι οι λειτουργικοί
τύποι έχουν την ίδια δομή που στηρίζεται στην ετοιμασία του θρόνου και στην
επιτέλεση της αναίμακτης ιερουργίας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια
ανάμνηση και βίωση όλων των γεγονότων της θείας οικονομίας με κορύφωση το θείο
Πάθος και την Ανάσταση και την τελική επικράτηση της βασιλείας του Θεού.
Παρά το γεγονός ότι η Αποκάλυψη δεν χρησιμοποιείται ως ανάγνωσμα σε καμία
λειτουργία ή ακολουθία, εντούτοις αποτελεί τον τύπο της επίγειας τελετουργίας.
Η λατρεία
του Θεού, λοιπόν, δεν περιορίζεται πλέον σε έναν ιδιαίτερο τόπο, αλλά γίνεται
«εν πνεύματι και αληθεία», είναι τριαδοκεντρική, αναφέρεται στην Αγία
Τριάδα. Με αυτό το σκεπτικό βλέπει ο ευαγγελιστής Ιωάννης και το ναό στη
Νέα Ιερουσαλήμ της Αποκάλυψης: «και ναόν ουκ είδον εν αυτή• ο γαρ Κύριος ο Θεός
ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστί και το αρνίον» (Αποκ. 21,22). Κέντρο της
λατρείας πλέον είναι η προσφορά της θυσίας του Ιησού Χριστού για τη σωτηρία των
ανθρώπων. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι ο τόπος της λατρείας, της
προσφοράς της αναίμακτης ιερουργίας. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είναι ο
«θύτης» και το «θύμα», ο «προσφέρων» και ο «προσφερόμενος». Ο πιστός
άνθρωπος μπορεί να λάβει τους καρπούς αυτής της θυσίας, μετέχοντας στη θεία
Ευχαριστία.
Το κριτήριο
πλέον της αληθινής λατρείας του Θεού δεν είναι ο συγκεκριμένος εθνικός τόπος,
ούτε των Ιεροσολύμων, ούτε του όρους Γαριζίν. Τόσο οι Ιουδαίοι, όσο και
οι Σαμαρείτες, λάτρευαν τον Θεό κατά την αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης, ο
καθένας σύμφωνα με τις δικές του εθνικές καταβολές και παραδόσεις. Ο
Ιησούς Χριστός εδώ αποκαλύπτει την αληθινή λατρεία του Θεού Πατέρα, η οποία
πρέπει να γίνεται «εν πνεύματι και αληθεία» και είναι ήδη παρούσα «έρχεται ώρα,
και νυν εστίν». Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Σωτήρας
του κόσμου και με την παρουσία του ξεκινά η πραγματική λατρεία του Θεού
Πατέρα. Αρκετοί από τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά κυρίως ο Άγιος
Κύριλλος Αλεξανδρείας, ερμηνεύουν το «εν πνεύματι και αληθεία» ως τη λατρεία
του Τριαδικού Θεού, του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Το
Πνεύμα είναι το Άγιο Πνεύμα, που έρχεται, κατοικεί και ζωοποιεί τον άνθρωπο και
η αλήθεια ο Υιός, ο Ιησούς Χριστός, που ενανθρώπησε και με τη σταυρική του
Θυσία και Ανάσταση οδήγησε το ανθρώπινο γένος στον Θεό Πατέρα.
Στον
αποχαιρετιστήριο λόγο (Ιω. 14 – 16) του προς τους μαθητές και Αποστόλους του ο
Ιησούς Χριστός τονίζει το μεσιτικό ρόλο του Υιού προς τον Πατέρα για τους
ανθρώπους. Ο Ιησούς Χριστός ξεκαθαρίζει ότι η πίστη προς τον Θεό δεν είναι
αληθινή αν δεν διέρχεται δια του Υιού, γιατί εκείνος αποκαλύπτει τον Πατέρα
στον κόσμο: «ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο
Πατήρ εν τω Υιώ» (Ιω. 14,13). Η επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού
είναι βασική προϋπόθεση της «εν πνεύματι και αληθεία» λατρείας του Θεού.
Εξάλλου σε άλλο σημείο του αποχαιρετιστήριου λόγου του ο Ιησούς Χριστός
επισημαίνει στους Αποστόλους: «ταύτα λελάληκα παρ΄ υμίν μένων• ο δε Παράκλητος,
το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα
και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. 14, 25-26). Ο Υιός είναι
απεσταλμένος στο όνομα του Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα είναι απεσταλμένο από τον
Πατέρα στο όνομα του Υιού, επομένως με την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία
του Τριαδικού Θεού, ο άνθρωπος επικοινωνεί με τον Πατέρα δια του Υιού εν Αγίω
Πνεύματι. Άλλωστε οι ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας τελούνται στο
όνομα της Αγίας Τριάδας και η κορυφαία ακολουθία, η θεία λειτουργία αρχίζει με
την αναφορά στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας: «Ευλογημένη η Βασιλεία του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…».
Η δυνατότητα
της «εν πνεύματι και αληθεία» λατρείας του Θεού δόθηκε στους ανθρώπους με την
ενανθρώπηση και θυσία του Ιησού Χριστού. Έτσι φανέρωσε στον κόσμο το
μυστήριο της Αγίας Τριάδας και γνωστοποίησε το προαιώνιο σχέδιο της θείας
Οικονομίας, το σχέδιο δηλαδή του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Η
σταυρική του Θυσία και η ένδοξή του Ανάσταση μας προσφέρει αυτή τη σωτηρία και
μας δίνει τη δυνατότητα της κοινωνίας του σώματος και αίματός του. Η
μετοχή μας όμως αυτή στο σώμα του Αναστάντος Κυρίου δεν πρέπει να είναι τύπος
αλλά ουσία, δεν πρέπει να είναι εξωτερική και μόνο έκφραση αλλά βαθύτερη
καρδιακή συμμετοχή. Απόλυτη πίστη στον εν Τριάδι αποκαλυφθέντα Θεό και
ολοκληρωτική αφιέρωση της ύπαρξής μας, της σκέψης μας, της καρδίας και της
θέλησής μας σ΄ Αυτόν. Η ευθύνη μας σήμερα είναι η διάδοση αυτής της
αληθινής λατρείας του Τριαδικού Θεού σε όλο τον κόσμο. Όπως ο Χριστός
βγήκε από τα εθνικά πλαίσια της Ιουδαίας και κατευθύνθηκε στους Σαμαρείτες για
να κηρύξει και σ΄ αυτούς, έτσι και η Εκκλησία σήμερα οφείλει να ανοίξει τους
ορίζοντές της και να απευθύνει το μήνυμά της σε όλο τον κόσμο. Υπάρχουν
ακόμη και σήμερα στη σύγχρονη εποχή μας, λαοί και έθνη που ζουν κάτω από τη
σκιά των ειδώλων. Αυτή τη διάσταση τη δίνει σήμερα η Εκκλησία εν μέρει με
την άσκηση του έργου της ιεραποστολής. Η προσπάθεια όμως δεν πρέπει να
περιοριστεί εκεί, αλλά χρειάζεται η υπέρβαση όλων των εθνικών ή και
εθνικιστικών αντιλήψεων, οι οποίες έχουν επικρατήσει και έχουν αλλοιώσει την
εκκλησιολογία της, με τη δημιουργία των κατά τόπους λεγομένων Εθνικών Εκκλησιών
ή την εισαγωγή εθνικών πεποιθήσεων στον χώρο της λατρείας. Ο Ιησούς
Χριστός κατάργησε την εθνική αντίληψη της λατρείας και τον συγκεκριμένο τόπο
και κατέστησε τη λατρεία του Θεού καθολική και οικουμενική. Ο αληθινός
Θεός δεν λατρεύεται, ούτε προσκυνείται μέσα σε στενά εθνικά και τοπικά
πλαίσια. Η λατρεία του Τριαδικού Θεού πραγματοποιείται «εν πνεύματι και
αληθεία» σε όλη την οικουμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου