Ε.Ι.Π.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος Βαρὺς.
Κατέλυσας τῷ Σταυρῷ σου τὸν θάνατον, ἠνέῳξας τῷ Λῃστῇ τὸν Παράδεισον, τῶν Μυροφόρων τὸν θρῆνον μετέβαλες, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις κηρύττειν ἐπέταξας· ὅτι
ἀνέστης Χριστὲ ὁ Θεός, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεοςἈπολυτίκιον τοῦ Τοῦ Ναοῦ
Κοντάκιον Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ὁ καθαρώτατος Ναὸς τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ Παρθένος,
τὸ ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν
χάριν συνεισάγουσα, τὴν ἐν Πνεύματι θείῳ, ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ· Αὕτη ὑπάρχει
σκηνὴ ἐπουράνιος.
Αρχαίο
κείμενο
ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 14 - 22
14 αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ
τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, 15 τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν
ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον
ποιῶν εἰρήνην, 16 καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ
σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· 17 καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν
τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι
ἐν ἑνὶ Πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ
συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν
ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ
οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς
συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.
Μετάφραση
14 Ναί· ἐπλησιάσατε καὶ τὸν Θεόν καὶ τὰς διαθήκας διὰ τοῦ αἵματος
τοῦ Χριστοῦ. Διότι αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ δύο, τὸν Ἰουδαϊσμὸν
δηλαδὴ καὶ τὸν ἐθνισμόν, τὰ ἔκαμεν ἔνα. Αὐτὸς τὸν τοῖχον, ποὺ ἦτο εἰς τὸ μέσον
τῶν δύο λαῶν καὶ τοὺς ἐχώριζε, καὶ τὸν ὁποῖον τοῖχον ἐδημιούργει ὁ φραγμὸς τοῦ
νόμου, τὸν ἐκρήμνισε καὶ τὸν ἔλυσε. 15 Δηλαδή, κατέλυσε τὴν ἔχθραν τῶν δύο λαῶν,
ἀφοῦ κατήργησε μὲ τὸ αἷμα του τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν, ὁ ὁποῖος ἔδιδεν ἐπιβλητικὰς
προσταγάς, δὲν παρεῖχεν ὅμως καὶ τὴν χάριν πρὸς ἐφαρμογὴν καὶ τήρησιν τῶν
προσταγμάτων τούτων. Καὶ κατήργησε τὸν νόμον διὰ νὰ κτίσῃ τοὺς δύο λαοὺς διὰ τῆς
ἑνώσεώς των πρὸς τὸν ἑαυτόν του εἰς ἔνα νέον ἄνθρωπον, καὶ ἔτσι νὰ φέρῃ εἰρήνην
μεταξύ τους. 16 Καὶ νὰ συμφιλιώσῃ μὲ τὸν Θεόν διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου καὶ
τοὺς δύο λαούς, ἐνωμένους εἰς ἕνα σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως θὰ ἐθανάτωνε τὴν ἔχθραν
μὲ τὸν θάνατόν του. 17 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν ὁ Χριστὸς εἰς τὴν γῆν, ἐκήρυξε χαρμόσυνον
μήνυμα εἰρήνης εἰς σᾶς τοὺς ἐθνικούς, ποὺ ἤσασθε μακράν, καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἰουδαίους,
ποὺ ἤμεθα πλησίον. 18 Διότι αὐτὸς μᾶς ἔφερε καὶ τοὺς δύο λαοὺς διὰ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου
Πνεύματος πλησίον εἰς τὸν Πατέρα καὶ δι’ αὐτοῦ ἔγινεν ἡ προσέγγισίς μας αὐτὴ πρὸς
τὸν Θεόν. 19 Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω λοιπὸν ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν εἶσθε πλέον
ξένοι καὶ προσωρινοὶ κάτοικοι εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἶσθε συμπολῖται
τῶν ἁγίων καὶ οἰκιακοὶ τοῦ Θεοῦ. 20 Καὶ ἐκτίσθητε σὰν ἄλλοι λίθοι ζωντανοὶ ἐπάνω
εἰς τὸ θεμέλιον. Εἶναι δὲ τὸ θεμέλιον τοῦτο οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, ἐνῶ ἀκρογωνιαῖος
λίθος, ἀγκωνάρι ποὺ βαστάζει καὶ στηρίζει ὅλον τὸ οἰκοδόμημα εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς
Χριστός. 21 Ἐπ’ αὐτοῦ δὲ καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομὴ ὅλη τῆς Ἐκκλησίας
ἐνώνεται ἁρμονικὰ καὶ στερεὰ καὶ αὐξάνει, ὥστε νὰ γίνεται ναὸς ἅγιος, ὅπως τὸν
θέλει ὁ Κύριος. 22 Διὰ τῆς ἑνώσεώς σας δὲ μετὰ τοῦ Κυρίου καὶ σεῖς οἰκοδομεῖσθε
μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς διὰ νὰ γίνετε ναὸς καὶ κατοικητήριον, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ
κατοικῇ ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα του.
Εισαγωγικά
Το σημερινό αποστολικό
ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η
επιστολή αναπτύσσει ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος: αναφέρεται στο «μυστήριον
το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,9). Το μυστήριο
δηλαδή της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο αποκάλυψε
στην ανθρωπότητα ο Ιησούς Χριστός. Η σωτηρία των ανθρώπων
πραγματοποιείται «εν Χριστώ» μέσα στην Εκκλησία και αποτελεί προϊόν της αγάπης
και της χάριτος του Θεού, και μέσα σ’ αυτήν ενώνονται και αποτελούν ένα σώμα οι
πρώην εχθροί μεταξύ τους Ιουδαίοι και Εθνικοί.
Στους πρώτους χριστιανικούς
αιώνες οι άνθρωποι ήταν διαιρεμένοι σε αυτά τα δύο έθνη, το ιουδαϊκό και το
εθνικό (ειδωλολάτρες). Ζούσαν πολύ κοντά αλλά ήταν εχθρικά διακείμενοι ο ένας
προς τον άλλο. Οι μεν Ιουδαίοι σιχαίνονταν τους Εθνικούς θεωρώντας τους άπιστους
και ακάθαρτους. Οι δε Εθνικοί απέφευγαν τους Ιουδαίους χαρακτηρίζοντάς τους ως
δεισιδαίμονες και ακοινώνητους. Η Έφεσος λοιπόν, υπήρξε μια κοινότητα της
οποίας οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες, ξένοι προς τις υποσχέσεις και τις
διαθήκες. Αργότερα όμως, μετά τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, η κοινότητα
πλέον φέρεται να είναι καλά θεμελιωμένη και να κατέχετε από πνεύμα διάκρισης.
Υπάρχει καλή διδασκαλία, εξακολουθεί όμως να υφίσταται ένα βασικό
χαρακτηριστικό πρόβλημα η απουσία της αγάπης προς τον Χριστό αλλά και μεταξύ
των ανθρώπων.
«Χριστός
εστίν η ειρήνη ημών»
Με έξαρση σχεδόν ποιητική ο
Απόστολος των Εθνών ξεκινά να περιγράφει το ειρηνευτικό και ενοποιό έργο του
Χριστού. Ενώ θα περιμέναμε ως συνήθως να δούμε τον Απόστολο Παύλο να κάνει λόγο
για κρίση και οργή του Θεού εναντίον των Ιουδαίων και Εθνικών που βρίσκονταν
μέσα στην αμαρτία. Εδώ μιλάει για τον πλούτο της θείας αγάπης που συμφιλιώνει
τις δύο αυτές αντίθετες θρησκευτικές ομάδες και προσφέρει την ειρήνη. Ο Χριστός
«ως άρχων ειρήνης» κατά τον προφητικό λόγο του Ησαῒα (Ησ. 9,6), στάθηκε
μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, ανάμεσα στους δύο πραγματικούς κόσμους, του
Θεού και του ανθρώπου, άπλωσε τα χέρια του, και ειρηνοποίησε τη γη με τον
ουρανό, ένωσε δηλαδή το άνθρωπο με το Θεό.
Από πού πηγάζει όμως αυτή η
ειρήνη; Η ειρήνη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και κύριο γνώρισμα της
θεότητας, καθώς ονομάζετε «Θεός της ειρήνης» (Β΄ Κορ. 13,11). Ο άνθρωπος
πλάσθηκε από τον Θεό της ειρήνης με φύση ειρηνική. Και η αγαπητική σχέση του με
τον Δημιουργό του μέσα στον παράδεισο ήταν απόλυτα ειρηνική καθότι ήταν
στοιχείο έμφυτο. Αλλά από τη στιγμή που σήκωσε σημαία ανταρσίας και εναντιώθηκε
στο θέλημα του Θεού, αυτή η αγαπητική σχέση μαζί Του διαταράχθηκε, και η ειρήνη
φυγαδεύτηκε από την καρδιά του. Τότε ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση ανυψώθηκε
μεσότοιχο πανύψηλο «το μεσότειχον του φραγμού», που μας χώριζε από τον Θεό.
Κατά μια άλλη ερμηνεία με τη φράση αυτή «το
μεσότειχον του φραγμού» ο Απόστολος Παύλος παραπέμπει στο Ναό του Σολομώντα και
στον τοίχο που χώριζε την αυλή των Εθνικών από την αυλή των Ιουδαίων και στον
οποίο υπήρχε επιγραφή που απαγόρευε στους Εθνικούς να τον υπερβούν με ποινή
θανάτου για τους παραβάτες. Σύμφωνα τέλος με άλλη ερμηνευτική προσέγγιση
«φραγμός» ήταν ο παλαιός νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, οι διατάξεις του
οποίου διαχώριζαν τους Ιουδαίους από τους Εθνικούς. Ο Ιησούς Χριστός γκρέμισε
αυτό το μεσότοιχο του φραγμού «εν τη σαρκί αυτού», δηλαδή με τον σταυρικό του
θάνατο, με τον οποίο θανατώθηκε η έχθρα και πραγματοποιήθηκε η καταλλαγή
αμφοτέρων, Ιουδαίων και Εθνικών, όλων των ανθρώπων με τον Θεό. Η έχθρα μεταξύ
Ιουδαίων και Εθνικών καταργείται με το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού, ο
οποίος έφερε την συμφιλίωση, την καταλλαγή του Θεού με τους ανθρώπους αλλά και
των ανθρώπων μεταξύ τους. Επομένως με το έργο της Θείας Οικονομίας καθετί που
διακρίνει και χωρίζει τους ανθρώπους παραμερίζεται.
Ο Ιησούς Χριστός κατέλυσε την
έχθρα και κατάργησε τις εντολές του Νόμου, προχωρώντας στη δημιουργία της
καινής κτίσης: «ίνα τους δύο κτίση εις ένα καινόν άνθρωπον». Στο πρόσωπο του
Ιησού Χριστού, ο Θεός κτίζει, δημιουργεί τη μία καινούργια ανθρωπότητα, που
απαρτίζεται αδιακρίτως και από Ιουδαίους και από Εθνικούς, από όλους δηλαδή
τους ανθρώπους ανεξαρτήτως διακρίσεων. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο «και
ευηγγελίσατο ειρήνην» προς όλους τους ανθρώπους «τοις μακράν και τοις εγγύς»,
δηλαδή και στους Εθνικούς και στους Ιουδαίους. Η ειρήνη αυτή έχει διπλή
κατεύθυνση, είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό και η ειρήνη
και συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους. Αυτή λοιπόν η ειρήνη του Ιησού Χριστού
στη γενική της διάσταση επεκτείνεται ακόμη και σε όλη την κτιστή δημιουργία. Ο
Χριστός είναι «ο ακρογωνιαίος
λίθος» του σώματος της Εκκλησίας. Πάνω σε αυτόν τον λίθο,
οικοδόμησαν την Εκκλησία οι απόστολοι και οι προφήτες. Εκεί οικοδομούνται και
ενώνονται και οι πιστοί (Εφεσ. 2,20) τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας.
Ο Θεός της ειρήνης καθώς
ψάλλουμε στις Καταβασίες την περίοδο αυτή, ονομάζει παιδιά Του όλους τους
ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο μακαρίζοντας τους
πράους αποκαλώντας τους κληρονόμους της γης. Αλλά και σε κάθε ακολουθία η Εκκλησία
μας, μεταφέρει την ειρήνη στους ανθρώπους. Από την «άνωθεν ειρήνη» γεννάται η
ειρήνη του κόσμου. Αυτή όμως την εξωτερική ειρήνη του «σύμπαντος κόσμου»
φαίνεται να την κυβερνούν περισσότερο οι υλικοί παράγοντες και τα οικονομικά
συμφέροντα μερικών «μεγάλων». Επειδή όμως, τα οικονομικά πράγματα δεν έχουν
ποτέ μια μόνιμη και μακρόχρονη σταθερότητα, η πίστη και η ελπίδα μας για την
ασφάλεια του αύριο δεν μπορούν ν αναπαυθούν σε καμιά σιγουριά. Και πάλι θ
αναφερθούμε στον προφήτη Ησαΐα που κλείνει μέσα στο αίτημα προς τον Θεό την
αγωνία του πιστού: «Κύριε ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησα.
26,12). Ζητούμε από τον Θεό «τόν υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και
μετανοία εκτελέσαι».
Η διακήρυξη του Αποστόλου
Παύλου «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών», δηλώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή
της ειρήνης όλου του κόσμου. Με τη σταυρική του θυσία έφερε την ειρήνη σε όλα
τα επίπεδα. Έφερε την ειρήνη και καταλλαγή των ανθρώπων με τον Θεό Πατέρα και
ταυτόχρονα τη συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους, συγκροτώντας ένα σώμα, το
σώμα της Εκκλησίας, του οποίου κεφαλή είναι Εκείνος. Η σταυρική θυσία του Ιησού
Χριστού είναι το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Θεός
κινείται από αγάπη προς τον άνθρωπο και αποστέλλει στον κόσμο τον Υιό του, ο
οποίος θυσιάζεται για να καταλλάξει, να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Η
καταλλαγή του Θεού με τον άνθρωπο για να είναι πλήρης πρέπει να εκτείνεται και
στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και στις σχέσεις των λαών μεταξύ
τους, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Ο άνθρωπος που
ειρηνεύει με τον Θεό, ειρηνεύει και με τους συνανθρώπους του και με το
περιβάλλον. Δεν μπορεί να υπάρξει καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό και ταυτόχρονα
να διατηρεί την έχθρα με τους συνανθρώπους του ή και με το περιβάλλον του. Σε
αυτή τη διάσταση η καταλλαγή είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα για την ειρήνευση
των λαών και των εθνών, αλλά και για τη σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος.
=======================================
Αρχαίο κείμενο
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 16 - 21
16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου
εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ
συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ
μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,
19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου,
φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν
σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ
καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
Μετάφραση
16 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς μίαν παραβολὴν λέγων· Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου εὐτύχησαν καὶ ἀπέδωκαν πλουσίαν παραγωγὴν τὰ ἐκτεταμένα του χωράφια. 17 Καὶ ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῇ δὲ καὶ ὁ ἴδιος διὰ τὴν εὐφορίαν αὐτήν, ἐσυλλογίζετο μέσα του καὶ ἐζαλίζετο λέγων· Τί νὰ κάμω, διότι δὲν ἔχω ποὺ νὰ συνάξω τοὺς περισσεύοντας καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου, οἱ ὁποῖοι θέλω νὰ γίνουν ὅλοι ἰδικοί μου, ὥστε νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος ἐγώ; 18 Καὶ ἐπὶ τέλους ὕστερα ἀπὸ μεγάλην σκέψιν καὶ συλλογισμὸν εἶπε· Τοῦτο θὰ κάμω· θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας μου καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλυτέρας καὶ εὐρυχωροτέρας. Καὶ θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου. 19 Καὶ σὰν ἄνθρωπος, ποὺ μόνον τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας ἐγνώρισα, θὰ εἴπω εἰς τὴν ψυχήν μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀποθηκευμένα καὶ σὲ φθάνουν διὰ πολλὰ χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι διὰ τίποτε πλέον, ἀλλὰ ἀπόλαυσε ζωὴν ἀναπαυτικήν· φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 Ἀφοῦ ὅμως τὰ ἐτοίμασεν ὅλα, προτοῦ ἀκόμη προφθάσῃ νὰ εἴπῃ εἰς τὴν ψυχήν του τὰ ὅσα ἐσχεδίαζε, τοῦ εἶπεν ὁ Θεὸς εἴτε διὰ τῆς συνειδήσεως εἴτε εἰς τὸν ὕπνόν του· Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, ποὺ ἐστήριξες τὴν εὐτυχίαν σου εἰς μόνας τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας σου καὶ ἐνόμισες ὅτι ἡ μακροζωΐα σου ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὰ πλούτη σου καὶ ὄχι ἀπὸ ἐμέ. Τὴν νύκτα αὐτήν, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ ὠνειρεύεσο ὡς νύκτα εὐτυχίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ ἤρχιζεν ἡ ἀναπαυτικὴ καὶ ἀπολαυστικὴ ζωή σου, ζητοῦν χωρὶς ἄλλο νὰ πάρουν τὴν ψυχήν σου. Μετ’ ὀλίγον πεθαίνεις. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἐτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες, τίνος θὰ εἶναι καὶ εἰς ποίους κληρονόμους θὰ περιέλθουν; 21 Ἔτσι θὰ τὴν πάθῃ καὶ τέτοιο τέλος θὰ ἔχῃ ἐκεῖνος, ποὺ θησαυρίζει διὰ τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ αὐτὸς καὶ μόνον ἐγωϊστικὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ δὲν ἀποταμιεύει μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἰς τὸν οὐρανὸν θησαυροὺς πνευματικούς, εἰς τοὺς ὁποίους καὶ μόνους ἀρέσκεται ὁ Θεός.
Ομιλία εις το Ευαγγέλιον
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ
ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
«Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ»
Αὐτὸ συλλογιζόταν ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς παραβολῆς ποὺ ἀκούσαμε
στὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο: Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά. Σοῦ φθάνουν γιὰ νὰ
ζήσεις πολλὰ χρόνια. Ὁ πλεονέκτης αὐτὸς ἄνθρωπος ἔζησε ὅλη τὴ ζωή του
προσκολλημένος στὰ ὑλικὰ πλούτη του. Κυριευμένος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας
φρόντιζε νὰ ἀποθηκεύσει περισσότερα ἀγαθὰ καὶ νὰ ζεῖ γιὰ πάντα μὲ ἀνέσεις. Ἦλθε
ὅμως ξαφνικὰ ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου του καὶ δὲν πρόλαβε νὰ ἀπολαύσει τίποτε ἀπὸ αὐτὰ
ποὺ ἀποθήκευε. Τὸ τραγικὸ παράδειγμα τοῦ ἄφρονος πλουσίου μᾶς δίνει σήμερα τὴν
εὐκαιρία νὰ δοῦμε τί εἶναι τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ ποῦ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο.
1. Εἰδωλολατρία
Εἶναι ὕπουλο τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας. Κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν
ἀρκεῖται στὰ ἀπαραίτητα, ἀλλὰ νὰ θέλει διαρκῶς νὰ συγκεντρώνει περισσότερα. Δὲν
τοῦ φθάνουν αὐτὰ ποὺ ἔχει, δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ μὲ ὅσα τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, ἀλλὰ
ἔχει συνεχὴ ἀγωνία νὰ ἀποκτήσει καὶ ἄλλα. Ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς παραβολῆς, ὁ
ὁποῖος θέλησε νὰ γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ οἰκοδομήσει μεγαλύτερες, γιὰ
νὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ περισσότερα ἀγαθά, νομίζοντας ὅτι ἔτσι θὰ ζοῦσε μέσα σὲ ἀνέσεις
καὶ χαρές. «Πλεονέκτου ὀφθαλμὸς οὐκ ἐμπίπλαται μερίδι» (Σ. Σειρ. ιδ΄ 9), ἀναφέρει
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Δηλαδή, τὸ μάτι τοῦ πλεονέκτη δὲν
χορταίνει μὲ ἕνα μόνο μερίδιο. Τὰ δικά του τοῦ φαίνονται λίγα. Θέλει νὰ ἀποκτήσει
καὶ τὰ μερίδια τῶν ἄλλων· τὰ χρήματα, τὰ κτήματα, τὸν πλοῦτο τους. Ὅλα δικά
του!
Ἔτσι ὅμως φθάνει στὸ σημεῖο νὰ λατρεύει τὸν πλοῦτο, νὰ
θεοποιεῖ τὸ χρῆμα, νὰ προσκυνεῖ τὰ φθαρτὰ ἀγαθά. Ἡ ὕλη γίνεται γιὰ τὸν
πλεονέκτη ἕνα εἴδωλο. Ἀντικαθιστᾶ τὸν Θεό. Σ᾿ αὐτὴ στηρίζει τὴν ἐλπίδα του, τὴ
χαρά του, τὸ μέλλον του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει εἰδωλολατρία τὴν
πλεονεξία. Ἀποφεύγετε, λέει, κάθε τὶ τὸ σαρκικὸ καὶ ἁμαρτωλό, «καὶ τὴν πλεονεξίαν,
ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία» (Κολασ. γ΄ 5).
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχή: «Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε
ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων
αὐτοῦ» (Λουκ. ιβ΄ 15). Προσέχετε καὶ προστατεύετε τὴν ψυχή σας ἀπὸ κάθε εἴδους
πλεονεξία. Δὲν σᾶς χαρίζει ἄνετη καὶ χαρούμενη ζωή. Διότι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν
ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, οὔτε τὰ πολλὰ πλούτη τοῦ ἐξασφαλίζουν μακροζωία
καὶ εὐτυχία.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πλεονεξία: ὕπουλη εἰδωλολατρία. Ποῦ ὁδηγεῖ ὅμως
τὸν ἄνθρωπο τὸ πάθος αὐτό;
2. Οὔτε τὰ ἐπίγεια οὔτε τὰ οὐράνια
Τὸ φοβερὸ πάθος τῆς πλεονεξίας κάνει τὸν ἄνθρωπο ἄφρονα, ἄμυαλο,
ἀνόητο. Δὲν τὸν ἀφήνει νὰ χαρεῖ τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἔχει χαρίσει ὁ Θεός. Τὸν θέτει
σὲ ἀσταμάτητο κυνήγι τῆς ὕλης, σὲ διαρκὴ ἀγωνία γιὰ τὴν ἐξασφάλιση περιουσίας.
Καταστρώνει συνεχῶς σχέδια γιὰ τὸ πῶς θὰ πολλαπλασιάσει τὰ κέρδη του. Ἔτσι ὅμως
στερεῖται τὴν εἰρήνη του, χάνει τὸν ὕπνο του, κλονίζεται κάποτε καὶ ἡ ὑγεία
του. Δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὴ ζωή του.
Ἐπιπλέον ὁ πλεονέκτης νομίζει ὅτι θὰ ζεῖ αἰώνια, ὅτι δὲν θὰ πεθάνει ποτέ, ὅτι πάντοτε θὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ ποὺ συγκέντρωσε. Δὲν σκέπτεται τὸν θάνατο. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», συλλογίζεται. Ψυχή μου, μὴ νοιάζεσαι γιὰ τίποτε. Ἀπόλαυσε μιὰ ζωὴ ἀναπαυτικὴ μὲ ὑλικὲς ἀνέσεις. Ὁ πλεονέκτης δὲν κατανοεῖ ὅτι ἡ ψυχή του δὲν ἔχει ὑλικὴ ὑπόσταση κι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γεμίσει μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Οὐσιαστικὰ ἀδιαφορεῖ γι᾿ αὐτήν.
Ἔρχεται ὅμως ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου καὶ τίποτε ἀπ᾿
ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα μὲ ἀγωνία ἀπέκτησε, δὲν μπορεῖ νὰ πάρει μαζί του. «Οὐδὲν γὰρ
εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄
7), λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τίποτε δὲν φέραμε στὸν κόσμο ὅταν γεννηθήκαμε. Καὶ
τίποτε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε μαζί μας ὅταν θὰ πεθάνουμε. Ὁ πλεονέκτης
τελικὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίγεια χαρά του χάνει καὶ τὴν αἰωνιότητα, στὴν ὁποία ποτὲ
δὲν ἐπένδυσε.
Δυστυχῶς στὶς ἡμέρες μας πολλοὶ ἄνθρωποι μοιάζουν μὲ τὸν ἄφρονα
πλούσιο τῆς παραβολῆς. Ὅλες οἱ συζητήσεις καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά τους στρέφονται
γύρω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Πίσω ἀπὸ ὅλα ὑπολογίζουν τὸ κέρδος ἢ τὴ ζημία τους. Ἂς
ἀκούσουμε ὅμως σήμερα τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου κι ἂς ἐπιθυμήσουμε τὸν πνευματικὸ πλοῦτο,
ποὺ μόνο Ἐκεῖνος χαρίζει, ὥστε νὰ βροῦμε τὴν ἀληθινὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνάπαυση τῆς
ψυχῆς μας, τόσο στὴν παρούσα ζωή, ὅσο καὶ στὴν αἰωνιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου