Ε.Ι.Π.
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
Τὴν
11ην Αὐγούστου 2023 ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Αἰτωλίας
καὶ Ἀκαρνανίας Δαμασκηνὸς ἀπέστειλε
πρὸς τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐπαρχίας του τὴν ἀκόλουθον
«ἁπανταχοῦσαν» μὲ ἀριθμὸν πρωτοκόλλου 833:
«Ἀγαπητοί
μου Πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Διὰ τῆς παρούσης σᾶς ἐνημερώνουμε, ὅτι ἀπὸ τὴν 1η Σεπτεμβρίου 2023 ἕως καὶ τὴν
31η Αὐγούστου 2024 καθ’ ἑκάστην Κυριακήν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους θὰ ἀποστέλλεται γραπτὸ Μήνυμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, τὸ ὁποῖο θὰ ἀναγινώσκεται ἀπὸ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς Κληρικοὺς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως κάθε Κυριακὴ τὴν ὥρα τοῦ «Κοινωνικοῦ».Αὐτονόητον
τυγχάνει ὅτι τὸ Μήνυμα τοῦ Μητροπολίτου θὰ ἀναγινώσκεται
αὐτούσιο, χωρὶς ἀλλοιώσεις
καὶ σχολιασμούς. Ἐπίσης, δὲν θὰ
πραγματοποιεῖται κανένα ἄλλο κήρυγμα ὅλες τὶς
Κυριακὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Συνημμένως σᾶς ἀποστέλλουμε τὰ Μηνύματα τῶν δύο
πρώτων Κυριακῶν τοῦ Σεπτεμβρίου.
Ὁ
Μητροπολίτης Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Δαμασκηνὸς»
Ἡ παροῦσα ἀπόφασις
κρίνεται ὄχι ἁπλῶς ἀποτυχημένη, ἀλλὰ καὶ ἀντιεκκλησιολογική.
Ἀπορία
μάλιστα προκαλεῖ πώς, ἐνῶ ὑποτίθεται ὅτι συγγραφεὺς εἶναι ὁ ὑπογράφων,
δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης, ἐντὸς τῆς ἐπιστολῆς ἀναφέρεται
ὅτι «θὰ ἀποστέλλεται
γραπτὸ Μήνυμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου»! Ἤδη ἀπὸ αὐτὴν τὴν
λεπτομέρειαν ἀναφαίνεται ὅτι ὁ
Σεβασμιώτατος «οὐ γὰρ οἶδε τί ποιεῖ»…
Τί ἆραγε
νὰ πρωτοσχολιάση κανείς… Κατ’ ἀρχάς, ἡ ἀπόφασις
εἶναι ἀναιτιολόγητος. Κατὰ δεύτερον, τὸ
χρονικὸν διάστημα εἶναι ἄμετρα
ἐκτενὲς καὶ ἂν
ληφθῆ ὑπόψιν ὅτι δύναται νὰ ἀνανεωθῆ κατὰ τὸ δοκοῦν,
τότε ἐγγίζει τὰ ὅρια τῆς… αἰωνιότητος. Κατὰ τρίτον, ἡ ἀπαγόρευσις
εἶναι καθολική, δηλ. ἀφορᾶ ἀδιακρίτως
ὅλους
(ἐγγάμους, ἀγάμους, μορφωμένους, ἀπαιδεύτους,
νεοχειροτονήτους ἕως καὶ κατὰ πολλὰ ἔτη ταπεινοὺς λευίτας, τῶν ὁποίων
ἡ
διακονία τῆς ἱερωσύνης ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ ἐκείνην
τοῦ νεήλυδος Μητροπολίτου). Τέταρτον, τὸ
«φιρμάνι» αὐτὸ ἐξαπελύθη ἄνευ οἱασδήποτε διαβουλεύσεως εἴτε εἰς
κληρικολαϊκὰς συνάξεις τῆς Ἱ.
Μητροπόλεως εἴτε μὲ τὸ πρεσβυτέριον. Αὐτὰ καὶ
μόνον ἀρκοῦν, διὰ νὰ καταδείξουν ὅτι ὁ
Σεβασμιώτατος φαίνεται πὼς ἀπεφάσισε νὰ θέση ὅλους τοὺς ἐργάτας τοῦ ἀμπελῶνος ἐναντίον του, νὰ προκαλέση δυσμενέστερα
σχόλια ἀπ’ ὅσα μέχρι τώρα γίνονται εἰς βάρος του.
Θὰ ἑστιάσωμεν
ὅμως εἰς τρεῖς
παράγοντας, οἱ ὁποῖοι χρήζουν βαθυτέρου στοχασμοῦ εἰς τὴν περὶ Ἐκκλησίας
ποιμαντικὴν τέχνην: τὴν ἔννοιαν
τοῦ κηρύγματος, τὴν σχέσιν κηρύγματος καὶ
κληρικῶν καὶ τέλος, τὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας.
Τὸ
κήρυγμα
Ὁ
Σεβασμιώτατος διαπράττει ὡς πρὸς τὸ κήρυγμα τριπλοῦν ἔγκλημα.
Τὸ πρῶτον εἶναι ὅτι ἀπαιτεῖ πλέον τὸ κήρυγμα νὰ εἶναι γραπτὸν καὶ ὄχι προφορικόν. Διαγράφει ἑπομένως ὅλην τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν
ἀλλὰ καὶ τὴν
ποιμαντικήν, ἡ ὁποία διδάσκει ὅτι τὸ
κήρυγμα εἶναι προφορικὸν καὶ
μόνον κατ’ ἐξαίρετον ἀνάγκην γραπτόν. Δὲν δύναται ἡ
προφορικότης νὰ συγκριθῆ μὲ τὸν γραπτὸν λόγον καὶ τοῦτο ὄχι διότι διὰ τοῦ
προφορικοῦ κηρύγματος ἐκκεντρίζεται τὸ ἐνδιαφέρον
καὶ κερδίζεται ἡ προσοχὴ τῶν
συναγμένων πιστῶν, ἀλλὰ κυρίως διότι ἐνεργεῖ ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς καρδίας καὶ τὸν νοῦν τῶν
πιστῶν. Ἂν ὁ κήρυκας ἔχει ταπείνωσιν καὶ ἔχει
προετοιμασθῆ, τότε θὰ ὁδηγήση τὴν γλῶσσαν του ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ὥστε νὰ ὠφεληθοῦν αἱ ψυχαὶ καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀκούσουν
κάποια διανοητικὴν ἀνάλυσιν «κονσέρβα», ἡ ὁποία
θὰ ἔχη προετοιμασθῆ ἀπὸ
κάποιον ἀρχιμανδρίτην εἰς τὰ
γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως, ὡς εἴθισται.
Αὐτὸ τὸ ὁποῖον μᾶς διδάσκει ἡ Καινὴ
Διαθήκη, ὅπως καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὅτι τὸ
κήρυγμα εἶναι μία προφορικὴ διαδικασία, ὄχι
τυχαία, εἰδάλλως ὁ Χριστὸς θὰ ἔδιδε ἐντολὴν εἰς τοὺς Ἀποστόλους νὰ γράφουν κηρύγματα.
Τὸ
δεύτερον «ἔγκλημα» εἶναι ὅτι ἕνα γραπτὸν μήνυμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἀναγιγνώσκεται
ἀδιακρίτως
εἰς ὅλους τοὺς ἱεροὺς ναούς, δὲν διαφέρει εἰς οὐδὲν ἀπὸ μίαν
διαταγὴν τῆς Κυβερνήσεως, ὅπως συνέβη μὲ τὰ ὑγειονομικὰ
μέτρα. Ἂν κάποιος διαθέτη τὴν ἐλαχίστην
προϋπόθεσιν τοῦ σκέπτεσθαι, θὰ ἀντιληφθῆ ἀμέσως
ὅτι
τοιαῦται μεθοδεύσεις δὲν διαφέρουν εἰς
τίποτε ὄχι ἀπὸ τὰς πρακτικὰς ἐκείνας εἰς τὰς ὁποίας ἐφαρμόζουν δικακτατορικά, κομμουνιστικὰ
καθεστῶτα, ἀλλὰ κυρίως ὡς πρὸς τὴν ἰδεολογίαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας
ἑδράζονται:
ἀποστέλλουν
παντοῦ τὸ ἴδιον μανιφέστον πεπεισμένοι ὅτι μία κεντρικὴ ἐξουσία
δύναται νὰ ποδηγετῆ τὸν λαὸν διὰ τῆς πλύσεως ἐγκεφάλου. Ὡστόσον, τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι μία ἰδεοληπτικὴ ἀναπαραγωγὴ κάποιων ὡραίων πνευματικῶν συλλήψεων, τὰς ὁποίας
θὰ πρέπη νὰ ἀναμεταδώση κανεὶς ἀκριβῶς μὲ τὴν ἰδίαν
γλῶσσαν καὶ τὸν ἴδιον τρόπον εἰς ὅλους
κατὰ τὴν μέθοδον τοῦ «Προκρούστη», ἀλλὰ
ζύμωση πνευματικῆς ἀσκήσεως μὲ τὸ συγκεκριμένον ἐκκλησίασμα. Ἕνα
μήνυμα «ἄνωθεν», τὸ ὁποῖον θὰ παραβλέπη τὰ συγκεκριμένα προβλήματα καὶ τὰς
περιστάσεις κάθε ἐνορίας, καταλήγει νὰ ἀποτελῆ ὅτι ἀκριβῶς
ψυχολογικαὶ ὑποδείξεις αὐτοβελτιώσεως πρὸς
μίαν οἰκογένειαν, τῆς ὁποίας
ὁ
σύμβουλος ἀγνοεῖ πλήρως τοὺς ἐσωτερικοὺς δεσμοὺς καὶ τὴν δυναμικὴν τῶν σχέσεων.
Ἐπιπλέον,
ὁ
Σεβασμιώτατος πράττει ἐντελῶς τὰ ἀντίστροφα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἡ ἁγιοπνευματική, ἀλλὰ καὶ
πανεπιστημιακὴ θεολογία, ἔχει καταδείξει ὡς
βασικοὺς πυλῶνας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἀκόμη
περισσότερο καταφαίνεται τοῦτο ἀπὸ τὸ
γεγονὸς ὅτι ἀπαιτεῖ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ μηνύματός του νὰ
γίνεται κατὰ τὴν ὥραν τοῦ «Κοινωνικοῦ», ὅταν
σήμερα ὅλοι οἱ Λειτουργιολόγοι ἔχουν καταλήξει ὅτι τὸ
κήρυγμα πρέπει νὰ γίνεται μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν
τοῦ ἱ. Εὐαγγελίου, εἰδάλλως διασπᾶται ὁ
χρόνος τῆς Θ. Λειτουργίας, ἀποσυνδέονται τὰ ἀναγνώσματα
ἀπὸ τὸ
κήρυγμα καὶ ἀναταράσσεται ὁ πιστὸς τὴν ἱερωτέραν
στιγμὴν πρὸ τῆς θ. Μεταλήψεως. Ποῖος ὅμως
Πανεπιστημιακὸς θὰ τολμήση νὰ «συμμαζέψη» τὰς καινοτομίας τοῦ
Μητροπολίτου; Δὲν θὰ ἀνεφέραμεν αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα,
ἐὰν ὁ
Σεβασμιώτατος δὲν προήρχετο ἀπὸ τὴν Ἱ. Μ.
Δημητριάδος, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ἔχει ὡς «μπαϊράκι» της τὴν λεγομένην Ἀκαδημίαν
τοῦ Βόλου, ἡ ὁποία προσπαθεῖ ἔτη νὰ φέρη
τὸν ἐπιστημονικὸν «διαφωτισμὸν» εἰς ὅλους
τοὺς ὑπολοίπους…
Ὁ λειτουργὸς
Κρισιμώτεραι
ὅμως ἀπὸ τὸ
γεγονὸς τοῦ κηρύγματος εἶναι αἱ ἐπιπτώσεις
τῆς ἐν λόγῳ ἀπερισκέπτου ἀποφάσεως ἐπὶ τῶν
κληρικῶν. Ἡ ἀκύρωσις τῆς δυνατότητος κηρύγματος εἶναι ἀκύρωσις
τῆς ἰδίας τῆς ἱερωσύνης! Ἀπὸ τὴν Καινὴν Διαθήκην ἤδη ἡ
μετάδοσις τῆς ἱερωσύνης δὲν συνδέεται μονομερῶς μὲ τὴν
τέλεσιν μυστηρίων, ἀλλὰ μὲ τὴν μετάδοσιν τοῦ λόγου τῆς
σωτηρίας, τῆς νουθεσίας, τῆς πνευματικῆς οἰκοδομῆς, τῆς
καθοδηγήσεως τῶν πιστῶν κ.λπ. Ἡ ἀφαίρεσις τῆς δυνατότητος τῆς ὁμιλίας
ἀπὸ τὸν ἱερέα
εἶναι ἀκρωτηριασμός!
Βεβαίως,
θὰ ἀντιτείνη κανεὶς ὅτι ἀφαιρεῖ τὸ
κήρυγμα μόνον κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ ὄχι κατὰ τὰς ὑπολοίπους ἡμέρας. Αὐτὸ ὅμως ὀφείλει νὰ τὸ ἀντιστρέψη κανείς: ποία λογικὴ καὶ
θεολογία ὑποστηρίζει τοιαύτην θέσιν, δηλ. ὅτι
δύναται κανεὶς νὰ ὁμιλῆ μόνον κατὰ τὰς καθημερινὰς ἀλλ’ ὄχι
κατὰ τὰς Κυριακάς; Ὁ ἴδιος ὁ
Μητροπολίτης ὑπονομεύει τὴν ἀπόφασίν
του, ἀπογυμνῶν ἑαυτὸν ἀπὸ κάθε δυνατὸν ἐπιχείρημα,
ἐφ’ ὅσον εἶναι
πλέον φῶς φανάρι ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγη τόσον τὸ πολλαπλάσιον -ἐν
συγκρίσει πρὸς τὰς καθημερινάς- πλῆθος εἰς τοὺς ἱ.
ναούς, ὅσον καὶ τοὺς ἔχοντας δυνατότητας νὰ κηρύξουν, καθὼς οὕτως ἢ ἄλλως
δὲν κηρύττουν ὅλοι. Αὐτὸ ἀφενὸς ἀποδεικνύει
ὅτι δὲν ἐνδιαφέρεται
οὐσιωδῶς διὰ τὸ κήρυγμα, διότι θὰ τὸ ἀπαγόρευε
καὶ τὰς καθημερινάς, ἀλλὰ νὰ
φιμωθοῦν ὅσοι κατὰ τὰς μεγάλας συνάξεις ἀπευθύνονται πρὸς τὰ
πλήθη. Προφανῶς, ἡ πρόθεσίς του εἶναι νὰ
παύσουν συγκεκριμένοι νὰ κηρύττουν, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει
ἐπαρκὴς αἰτιολογία,
διὰ νὰ περιστείλη τὸ δικαίωμα αὐτῶν,
τιμωροῦνται ὅλοι ἀνεξαιρέτως μὲ στέρησιν βασικοῦ ἄξονος
τῆς ἱερωσύνης!
Ἡ
«κολοβυμένη» αὐτὴ ἱερωσύνη ἔχει πολλαπλοῦν ἀντίκτυπον
εἰς τὸ ἔργον καὶ τὴν προσωπικότητα τῶν ἱερέων.
Διὰ νὰ καταστῆ κατανοητὸν ἂς φαντασθῆ κανεὶς τί θὰ συνέβαινε ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος
ἐλάμβανε
τὴν ἀπόφασιν νὰ τελῆ μόνον αὐτὸς τὴν Θ. Λειτουργίαν καὶ νὰ ἀποστέλη
καθαγιασμένα τὰ Τίμια Δῶρα εἰς τοὺς ἱ. ναούς, ὥστε ἁπλῶς οἱ ἱερεῖς νὰ μεταδίδουν αὐτὰ εἰς τοὺς
πιστούς… Τὸ ἴδιον συμβαίνει τώρα στερῶν τους τὸν
λόγον.
Ἡ ἐξουσία
τοῦ Ἐπισκόπου
Τί
θεωρεῖ πραγματικὰ ὅτι θὰ ἐμποδίση ὁ Σεβασμιώτατος μὲ αὐτὴν τὴν ἕωλον ἀπόφασιν;
Μήπως ὅσα ἔχουν νὰ εἴπουν οἱ κήρυκες δὲν θὰ τὰ λέγουν κατὰ τὰς καθημερινάς;
Μήπως δὲν ὑπάρχει μετὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν «καφὲς» νὰ
μιλήσουν; Μήπως δὲν ὑπάρχουν πνευματικὰ κέντρα; Μήπως ἐξέλιπον
αἱ ἀδελφότητες καὶ αἱ αἴθουσαι
κηρυγμάτων; Παντοῦ γίνονται κηρύγματα καὶ ἂν δὲν
γίνη ἐντὸς τοῦ ἱ. ναοῦ, θὰ γίνη ἐκτὸς αὐτοῦ, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἐπιτρέπει ὄχι μόνον νὰ λεχθοῦν ὅσα δὲν θὰ ἤθελεν ὁ Σεβασμιώτατος, ἀλλὰ θὰ
λεχθοῦν μὲ μεγαλυτέραν εὐχέρειαν καὶ ἐλευθερίαν
ἀπ’ ὅ,τι ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος,
ὅπου ὑπάρχει
κάποια συστολή. Ἐξωθεῖ ἑπομένως ὁ ἴδιος μὲ αὐτὴν τὴν ἀπόφασιν εἰς τὴν χειρίστην μορφὴν «κηρύγματος»…
Ἂν
πραγματικὰ ἐπιθυμεῖ νὰ μὴ σχολιάζωνται ὅσα πράττει καὶ
λέγει, τότε νὰ φροντίση ἁπλῶς νὰ εἶναι «τύπος καὶ ὑπογραμμός»,
προσηλωμένος εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, τόσον κατὰ τὸ
δόγμα ὅσον καὶ κατὰ τὴν πράξιν.
Ἡ ἐξουσία
τοῦ Ἐπισκόπου δὲν εἶναι ἀπεριόριστος, ὅπως νομίζει κανείς. Δὲν ἔχει
δικαίωμα νὰ λαμβάνη οἱανδήποτε ἀπόφασιν ἐκεῖνος κατὰ τὰς ἐπιθυμίας του, δὲν εἶναι
μονάρχης, εἶναι Ἐπίσκοπος. Εἶναι ὑποχρεωμένος
νὰ συμβουλεύεται τὸ πρεσβυτέριον. Ἀκόμα ὅμως
καὶ νὰ ὑπέκλεπτε τὴν ἄδειαν τοῦ πρεσβυτερείου (ἔχων γύρω του μόνον ἐπιλεγμένους
αὐλοκόλακας) δὲν ἔχει ἐξουσίαν
ἐφ’ ὅλων τῶν
θεμάτων π.χ. δὲν δύναται νὰ καθαιρέση κληρικόν, νὰ
διάγη βίον ἀντιευαγγγελικόν, νὰ τροποποιήση ἀκολουθίας,
νὰ στερῆ ὁριζοντίως τὴν τέλεσιν τοῦ
μυστηρίου τοῦ λόγου ἢ τῶν ἱεροπραξιῶν κ.λπ.
Ἡ πράξις του αὐτή, τέλος, εἶναι
προσβολὴ τῆς τιμῆς τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κοσμᾶ, ἀμφισβητῶν τὴν ἐπιλογὴν καὶ
χειροτονίαν τῶν κληρικῶν, εἰς τὰς ὁποίας ἐκεῖνος ὁ ἐνάρετος Ἐπίσκοπος προέβη. Ἀλήθεια, ποία στάσιν θὰ
τηρήση ἡ Ἱ. Σύνοδος διὰ τὸ
γεγονὸς ὅτι θίγει κεκοιμημένον Ἀρχιερέα; Τί ἔχει νὰ
δηλώση ἡ Ἱ. Σύνοδος, ὅταν ὁ ἴδιος
θεωρῆ τὸ ἰδικόν του μήνυμα τὸ μόνον πεπνυμένον
θείας σοφίας; Τί θὰ συζητήσουν εἰς τὴν
συνεδρίασιν τῆς Ἱ. Συνόδου, ὅταν ἕνας
νέος Ἀρχιερεὺς ἀποτολμᾶ πράγματα, τὰ ὁποῖα οὐδεὶς ἐκ τῶν ὑπολοίπων
80 ἔπραξε; Θὰ ἀναλάβη ἡ Ἱ. Σύνοδος τὴν εὐθύνην
ὅτι ἕνας Ἀρχιερεὺς δρᾶ ἀντικανονικὰ
πέραν τῶν παραδεδομένων;
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου