Ε.Ι.Π.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος
Β´.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
δόξα σοι.Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς
Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς Ἦχος
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Τοῦ
Ναοῦ
Κοντάκιον Ἦχος πλ.
β΄
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον
Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς
γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.
Κυριακή ΙΑ’ Επιστολών, Αποστ.
Ανάγνωσμα: Α’ Κορ. θ’ 2 – 12
Ἀδελφοί, ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν
Κυρίῳ. Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ
ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα
περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; Ἤ μόνος
ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι;Τίς στρατεύεται ἰδίοις
ὀψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ
ἐσθίει; Ἤ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ
ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; Ἤ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα
λέγει; Ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· «Οὐ φιμώσεις βοῦν
ἀλοῶντα». Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; Ἤ δι᾿ ἡμᾶς πάντως
λέγει; Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ
ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ
ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; Εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας
ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ,
ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως
απόστολο, για σας είμαι˙ γιατί η ίδια η ύπαρξη της εκκλησίας σας είναι η
απόδειξη πως είμαι απόστολος. Να πώ πως απολογούμαι σ’ αυτούς που αμφισβητούν
και συζητούν την αυθεντία μου ως αποστόλου είναι η εξής: Δεν έχω τάχα δικαίωμα
να συντηρούμαι με δαπάνη της εκκλησίας που υπηρετώ; Μήπως δε έχω δικαίωμα να
έχω μαζί στα ταξίδια μου αδερφή χριστιανή ως οικονόμο, όπως κάνουν και οι άλλοι
απόστολοι και τα αεδέρφια του Κυρίου και ο Κηφάς; Ή μήπως είμαστε οι μόνοι, εγώ
κι ο Βαρνάβας, που δεν έχουμε δικαίωμα συντηρήσεως, αλλά πρέπει να ζούμε
με την εργασία μας; Ποιος πάει ποτέ στρατιώτης στον πόλεμο με δικά του έξοδα;
ποιος φυτεύει αμπέλι και δεν τρώει από τον καρπό του; ή ποιος βόσκει πρόβατα και
δεν τρώει από το γάλα του κοπαδιού; Μήπως αυτά που λέω είναι σύμφωνα μόνο με
την ανθρώπινη καθημερινή πείρα; Κι ο νόμος δε λεει τα ίδια; Πράγματι, στο
Μωσαϊκό νόμο είναι γραμμένο: Μη βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει. Μήπως για
τα βόδια νοιάζεται ο Θεός; Ή μήπως αυτά που λέει αναφέρονται πραγματικά σ’
εμάς; Ασφαλώς αυτά γράφτηκαν για μας. Γιατί πρέπει αυτός που οργώνει κι αυτός
που αλωνίζει να κάνουν τη δουλειά τους με την ελπίδα της συμμετοχής στη
συγκομιδή. Εμείς σπείραμε ανάμεσά σας πνευματική σπορά˙ σας φαίνεται πάρα πολύ
αν θερίσουμε από σας τα υλικά, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση μας; Αν
άλλοι κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος απέναντι σας, δε θα ταίριαζε να το
κάνουμε περισσότερο εμείς; Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά
υπομένουμε κάθε στέρηση για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του
ευαγγελίου του Χριστού.
Σχολιασμός
Το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής ΙΑ’ επιστολών
είναι παρμένο από το ένατο κεφάλαιο της πρώτης προς Κορινθίους επιστολής του
Αποστόλου Παύλου. Στην περικοπή αυτή ο Απόστολος Παύλος αντικρούει κατηγορίες
προς το πρόσωπό του αλλά και κατηγορίες προς τους συνεργάτες του, προερχόμενες
από την Εκκλησία της Κορίνθου, εκκλησιαστική κοινότητα η οποία οφείλει την
ύπαρξή της στον Απόστολο των Εθνών και τους συνεργάτες του Βαρνάβα και Σίλα, οι
οποίοι διέδωσαν το ευαγγέλιο στην περιοχή.
Οι κατηγορίες που του προσάπτονται είναι, για το κατά
πόσο είναι ισοστάσιος και ισάξιος του Αποστολικού αξιώματος των άλλων
Αποστόλων, οι οποίοι έλαβαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος με την επιφοίτηση κατά
την ημέρα της Πεντηκοστής. Η απάντηση που δίνει γι’ αυτό είναι ότι η πιο τρανή
απόδειξη για την αποστολικότητά του είναι οι ίδιοι οι Κορίνθιοι με την ύπαρξη
της Εκκλησίας της Κορίνθου. Άλλη κατηγορία που του προσάπτεται είναι ότι δεν
κάνει χρήση του δικαιώματός του, να συντηρείται βιοποριστικά από τις εκκλησίες,
τις οποίες εγκαθιδρύει ως Απόστολος, όπως οι υπόλοιποι Απόστολοι. Για τούτο
παραθέτει τρία παραδείγματα από την ανθρώπινη καθημερινότητα, του στρατιώτη που
δε στρατεύεται στον πόλεμο με δικά του έξοδα, του αμπελουργού που αποκομίζει
καρπούς από τον αμπελώνα του και του βοσκού που τρέφεται από το κοπάδι του. Με
τα παραδείγματα αυτά προσπαθεί να τους αποδείξει ότι είναι φυσικό για ένα
Απόστολο να τρέφεται από εκείνους τους οποίους υπηρετεί, αλλά έχει και το
δικαίωμα να συντηρείται με δικά του βιοποριστικά μέσα, με γνώμονα να μην
κωλύεται το έργο της διάδοσης του Λόγου του Θεού. Εκτός των πιο πάνω
παραδειγμάτων από την ανθρώπινη καθημερινότητα, παραθέτει εδάφιο μέσα από το
Μωσαϊκό Νόμο (Δευτερονόμιο 25,4) δείχνοντας με αυτό τον τρόπο, ότι
επιβεβαιώνονται τα όσα λέει και μέσα στο Νόμο. Στη συνέχεια κάνει νύξη για το
γεγονός ότι κάποιοι επωφελούνται των αγαθών της κορινθιακής εκκλησίας μη
έχοντας το δικαίωμα αυτό. Αναφέρεται προφανώς στους ψευδοπροφήτες και
ψευδαποστόλους που δρούσαν την περίοδο εκείνη στην ευρύτερη περιοχή. Το όλο
συγγραφικό έργο της περικοπής αυτής, θυμίζει λίγο ως πολύ Απολογητικό έργο, που
σκοπό έχει την απολογία – απόδειξη της Αποστολικότητας του Θείου Παύλου.
Μέσα από τη συγκεκριμένη περικοπή διαφαίνονται πολλές
θεματικές παράμετροι. Θα καταπιαστούμε με το θέμα της αποκόμισης βιοποριστικών
μέσων των λειτουργών της διάδοσης του Λόγου του Θεού και κατ’ επέκταση των
ιερέων της σημερινής κοινωνίας. Είναι απολύτως φυσιολογικό οι ποιμένες της
Εκκλησίας να έχουν τις συνήθεις υλικές ανάγκες όπως και ο κάθε άνθρωπος. Καθώς
είναι αφοσιωμένοι εξ’ ολοκλήρου στο έργο του Θεού αδυνατούν να ασκήσουν κάποιο
βιοποριστικό επάγγελμα. Όπως ακριβώς ειπώθηκε πιο πάνω είναι απόλυτα
φυσιολογικό ο λειτουργός και υπηρέτης του λαού του Θεού να τρέφεται και να
συντηρείται από εκείνους τους οποίους υπηρετεί. Στη σημερινή κοινωνία οι
διάδοχοι των Αποστόλων – οι Αρχιερείς και κατ’ επέκταση οι ιερείς που
χειροτονήθηκαν από κανονικό επίσκοπο – που κηρύττουν και διαδίδουν το Λόγο του
Θεού διακονώντας και δίνοντας όλο τους το είναι και την ύπαρξή τους στην
εξυπηρέτηση, ενίσχυση και πνευματική καθοδήγηση του διαπιστευμένου σε αυτούς
ποιμνίου, να τυγχάνουν λήψη των βιοποριστικών τους μέσων από την ενορία ή την
εκκλησιαστική κοινότητα την οποία υπηρετούν. Δαπανούν χρόνο και πολύ κόπο για
το έργο αυτό λόγω αυξημένων ποιμαντικών αναγκών, μη έχοντας διαθέσιμο προσωπικό
χρόνο για την εκτέλεση άλλης εργασίας μέσα από την οποία θα μπορούσαν να αυτοσυντηρηθούν,
ή και να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Προς Θεού όμως να μην θεωρηθεί, ή να
παρερμηνευθεί ότι ο ιερέας από του λειτουργήματος που ασκεί, εκπίπτει σε
βιοποριστική εργασία με σκοπό την αποκόμιση χρημάτων, ή την απόκτηση των
κατάλληλων μέσων προς επιβίωση και συντήρηση. Από την άλλη πλευρά να μη
προσκολληθούμε και σε παραδείγματα ανθρώπων που κάνουν κατάχρηση αυτού του
δικαιώματος• ενθυμούμενοι την αποστολική ρήση «οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα
ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15,1), με την έννοια ότι εμείς οι
πνευματικοί άνθρωποι βλέποντας οιονδήποτε να υποπίπτει σε πράξη που προκαλεί
σκανδαλισμό, να δείχνουμε κατανόηση και με τον τρόπο μας να του δείχνουμε το
σωστό και το πρέπον.
Πολλοί μπορούν να κάνουν σύγκριση των ιερέων της ενορίας
τους ή της κοινότητας στην οποία ζουν με τους ιερείς των Μητροπόλεων του
εξωτερικού (βλέπε Μητροπόλεις στις Η.Π.Α., Γερμανία και Καναδά) οι οποίοι
εργάζονται σε οικογενειακές είτε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο λόγος που
ασχολούνται και με εργασίες εκτός εκκλησιαστικής φύσεως είναι το γεγονός ότι οι
ενορίες στις οποίες υπηρετούν αποτελούνται από ελάχιστο αριθμητικό δυναμικό σε
πιστούς ή οι ποιμαντικές ανάγκες της ενορίας να είναι μειωμένες και μ’ αυτό τον
τρόπο οι ιερείς να έχουν αρκετό ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους τον οποίο
αξιοποιούν για την απόκτηση των αναγκαίων μέσων για την αξιοπρεπή
επιβίωση και συντήρηση αυτών και των οικογενειών τους. Επίσης οι ενορίες λόγω
αυτού του μειωμένου αριθμητικού δυναμικού δεν έχουν αρκετό εισόδημα έτσι ώστε να
μπορούν να συντηρήσουν επαρκώς και τον ιερέα που προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου να αρνηθεί να κάνει
χρήση των δικαιωμάτων του ως Απόστολος και να προτιμά να υπομένει κάθε είδους
στερήσεις για να μην παρεμβάλλεται το έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου,
ακολουθούν πιστά οι ιεραπόστολοι στη Μαύρη Ήπειρο, στην Αφρική. Εργάζονται
χειρωνακτικά για να καλύψουν τις ανάγκες τους αλλά και τις ανάγκες των
συνεργατών τους μη κωλύοντας στο δυνατότερο τη διάδοση του ευαγγελίου του Θεού,
για το οποίο τόσο διψούν οι αδελφοί μας στην ήπειρο της Αφρικής.
Αυτή η διδασκαλία βοήθησε στη διαμόρφωση της πράξης
της Εκκλησίας ώστε η αγάπη και το ενδιαφέρον του χριστιανικού λαού να συντηρεί
τον ιερό κλήρο εξασφαλίζοντας τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για τις υλικές
ανάγκες των ποιμένων του. Πολλοί βεβαίως με τα μέσα τα οποία διαθέτουν
προσφέρουν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και ευχαρίστησης υλικά αγαθά προς τον ιερέα
που τους τέλεσε Αγιασμό στην οικία τους για παράδειγμα. Από μαρτυρίες
ιεραποστόλων λέχθηκε ότι ο διψασμένος για Χριστό αφρικανικός λαός με την
παρουσία τους και μόνο στις κοινότητες και χωριά τους κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο
και κατηχώντας τους, πολλές φορές έγιναν δέκτες είτε φρούτων, είτε οικιακών
ζώων (π.χ. βοδιών, προβάτων, ορνίθων) πράγματα τα οποία πιθανόν να στερούνταν
αλλά προτίμησαν να τα παραχωρήσουν σ’ αυτούς που τους κήρυξαν την Αλήθεια.
Τα πιο πάνω βοηθούν για να αντιληφθούμε και να
ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα στην κοινωνία του σήμερα όσον αφορά τη σχέση
ποιμένων και ποιμενομένων. Αυτό διαφαίνεται μέσα σε όλα την παύλεια θεολογία
και συνεχίζει να ισχύει ανά τους αιώνες μέχρι και σήμερα.
*****************************************
Κυριακή ΙΑ΄ Ματθαίου, Ευαγγ.
Ανάγνωσμα: Ματθ. ιη’ 23-35
Πρωτότυπο Κείμενο
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην˙ Ωμοιώθη η
βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων
αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων
ταλάντων. Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι
και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε, και αποδοθήναι. Πεσών
ούν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων˙ Κύριε, μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι
αποδώσω. Σπλαγχνισθείς δε ο κύριος του δούλου εκείνου απέλυσεν αυτόν και το δάνειον
αφήκεν αυτώ. Εξελθών δε ο δούλος εκείνος εύρεν ένα των συνδούλων αυτού, ος
ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια, και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων˙ απόδος μοι ει τι
οφείλεις. Πέσων ουν ο σύνδουλος αυτού εις τους πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν
λέγων˙ Μακροθύμησον επ’ εμοί και αποδώσω σοι. Ο δε ουκ ήθελεν, αλλά απελθών
έβαλεν αυτόν εις φυλακήν εως ου αποδώ το οφειλόμενον. Ιδόντες δε οι σύνδουλοι
αυτού τα γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, και ελθόντες διεσάφησαν τω κυρίω εαυτών
πάντα τα γνόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύριος αυτού λέγει αυτώ˙ Δούλε
πονηρέ, πάσαν την οφειλήν εκείνην αφηκά σοι, επεί παρεκαλεσάς με˙ ουκ έδει και
σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλεήσα; Και οργισθείς ο κύριος
αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ.
Ούτω και ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ
αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.
Νεοελληνική Απόδοση
Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Η βασιλεία των
ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι
δούλοι του.» Μόλις άρχισε να κάνει τον λογαριασμό, του φέρανε κάποιον που
όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δεν μπορούσε να τα επιστρέψει, ο
κύριος του διέταξε να πουλήσουν τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα παιδιά του κι όλα
τα υπάρχοντά του και να του δώσουν το ποσό απο την πώληση. Ο δούλος τότε έπεσε
στα πόδια του, τον προσκυνούσε κι έλεγε: «δείξε μου μακροθυμία και θα σου τα
δώσω όλα τα χρέη μου πίσω». Τον λυπήθηκε λοιπόν ο κυρίος του εκείνον τον δούλο
και τον άφησε να φύγει˙ του χάρισε μάλιστα και το χρέος. Βγαίνοντας έξω ο ίδιος
δούλος, βρήκε έναν απο τους συνδούλους του, που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια˙
τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει λέγοντάς του: «ξόφλησέ μου αυτά που
μου χρωστάς». Ο σύνδουλός του τότε έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε:
«δείξε μου μακροθυμία, και θα σου τα ξεπληρώσω». Εκείνος όμως δεν δεχόταν, αλλά
πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να ξεπληρώσει ότι του χρωστούσε. Όταν
το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ, και πήγαν και διηγήθηκαν
στον κύριο τους όλα όσα έγιναν. Τότε ο κύριος τον κάλεσε και του λέει:«κακέ
δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με παρακάλεσες˙ δεν έπρεπε κι εσύ
να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως κι εγω σπλαχνίστηκα εσένα;». Και
οργισμένος τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όσα του
χρωστούσε. «Έτσι θα κάνει και σ’ εσάς ο ουράνιος Πατέρας μου, αν ο καθένας σας
δεν συγχωρεί τα παραπτώματα του αδελφού του μ’ όλη του την καρδιά».
Σχολιασμός
Πραγματικά διαβάζοντας κανείς την παρούσα παραβολή του
Κυρίου μας αμέσως κορυφώνονται μέσα στην ψυχή του αισθήματα συγκίνησης και
θαυμασμού για την μεγαλοκαρδία και καλοσύνη που είχε δείξει ο βασιλέας για τον
δούλο του. Αντίθετα παρατηρεί κανείς την αχάριστη και σκληρή στάση του πονηρού
δούλου προς τον βασιλιά αλλά και στον συνδούλο του. Ο Απόστολος Πέτρος
ακούοντας τον Κύριο μας να τονίζει ότι μια από τις προϋποθέσεις συγχώρησης των
αμαρτιών των ανθρώπων είναι να συγχωρούμε αυτούς που μας έχουν αδικήσει έθεσε
το εξής ερώτημα: Ένας ο οποίος μας έχει βλάψει πόσες φορές πρέπει να τον
συγχωρούμε; Η απάντηση του Κυρίου μας στο ερώτημα αυτό ήταν η παραστατικότατη
παραβολή του ευσπλαχνικού βασιλέως και του άσπλαχνου
δούλου.
Ένας βασιλιάς απαίτησε κάποτε να του δώσουν αναφορά οι
στενοί του συνεργάτες για το έργο που επιτελούν αλλά και για τα ποσά που
προέκυπταν από τις εισπράξεις των φόρων. Υπήρχε όμως ένας δούλος ο οποίος αντί
να πληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τον βασιλιά αυτός ξόδευε τα χρήματα σαν να
ήταν δικά του με αποτέλεσμα να βρεθεί με τεράστιο χρέος και να αδυνατεί να
πληρώσει τα χρωστούμενα. Όταν ήρθε η ώρα της κρίσεως του ομολόγησε στον βασιλιά
τις απαράδεχτες οικονομικές ατασθαλίες του και αφού υπήρχε αδυναμία εξόφλησης
βγήκε διαταγή πώλησης όλων των υπαρχόντων του δούλου αλλά και της οικογένειας
του ως σκλάβοι για να πληρωθεί το χρέος. Τότε ο δούλος γονυπετής και
μεταμελημένος παρακάλεσε για συγχώρηση. Ο βασιλιάς συγκινημένος, καλόκαρδος σαν
ήταν συγχώρεσε τον δούλο διαγράφοντας του μάλιστα και το τεράστιο χρέος του.
Όμως ο δούλος ενθουσιασμένος από την αίσια κατάληξη
που είχε η βασιλική κρίση για το άτομο του, προχώρησε σε μια ενέργεια η οποία
φανέρωσε την επιφανειακή μεταμέλεια, καθώς και την αχαριστία του σε όλη της το
μεγαλείο. Βγαίνοντας έξωθεν των βασιλικών ανακτόρων συνάντησε ένα άλλο δούλο ο
οποίος του χρωστούσε το πολύ μηδαμινό ποσό των 100 δηναρίων και με μια
απάνθρωπη σκληρότητα τον παγίδευσε μην τύχει και του ξεφύγει απαιτώντας από
αυτόν να του επιστρέφει τα 100 δηνάρια. Η αδυναμία εξόφλησης οδήγησε στην
καταγγελία του συνδούλου και στην άμεση φυλάκιση του.
Μερικοί οι οποίοι προηγουμένως παρευρίσκονταν εντός
της βασιλικής αίθουσας την ώρα της κρίσεως είχαν αρκετά λυπηθεί με την σκληρή
συμπεριφορά του δούλου την οποία και μετέφεραν με όλα τα τεκταινόμενα στον
βασιλιά. Οργισμένος ο βασιλιάς κάλεσε τον δούλο και αφού του τόνισε πόσο
αχάριστος και πονηρός είναι διέταξε να τον βασανίσουν μέχρι να εξοφλήσει τα
χρωστούμενα.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι ο άνθρωπος αρέσκετε
στην κατάκτηση του υλικού πλούτου γι’ αυτό και παραμερίζει το καθετί που
αφορά την σωτηρία της ψυχή του, αποφεύγοντας οποιαδήποτε προσπάθεια να κερδίσει
τους θησαυρούς του ουρανού. Μνησικακεί εναντίον εκείνου που τον αδίκησε παρόλο
που ο Θεός προλέγει ότι δεν θα δώσει άφεση αμαρτιών σε εκείνους που
μνησικακούν. Η μνησικακία δημιουργεί ταραχή και ανασφάλεια στην ψυχή του
ανθρώπου. Τα κυρίαρχα αισθήματα του μνησίκακου είναι η θλίψη , η στεναχώρια, η
πικρία, η οργή . Έχει κατά νου το αδίκημα που διέπραξε ο άλλος εις βάρος
του και το ψάχνει, του δίνει μεγάλη έκταση , το ερευνά. Ενοχλείται αμέσως όταν
γίνει αναφορά στον θεωρούμενο ως εχθρό του συνοδεύοντας αυτό το ξέσπασμα με
ύβρεις και συκοφαντίες.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται όμηρος της μνησικακίας
καταφέρνει την απομάκρυνση του από το Θεό, από την προσευχή, την μελέτη
οποιουδήποτε θρησκευτικού βιβλίου. Εγκλωβισμένος μέσα στα πάθη του δεν μπορεί
να προσεγγίζει με αγνότητα και καθαρότητα τα μυστήρια της Εκκλησίας μας.
Είναι λογικό κάποιος όταν βρίσκεται κάτω από την πολιορκία της μνησικακίας να
αναζητεί τρόπους εκδίκησης, αντιποίνων και να παίρνει έτσι μεγαλύτερες
διατάσεις το κακό. Βέβαια η στάση αυτή έχει άμεσες επιπτώσεις για τον ίδιο αφού
με βάση τα λόγια του Κυρίου μας ένα είναι το σίγουρο, ότι δεν μπορεί να ελπίζει
στην συγχώρηση των αμαρτιών του από τον ουράνιο πατέρα.
Υπάρχει όμως από την άλλη ο μεγαλόκαρδος που συγχωρεί
αυτούς που τον έχουν αδικήσει. Βλέπει με συγκατάβαση και κατανόηση το φταίξιμο
του αδελφού του. Μετράει, ζυγίζει, και επεξεργάζεται με νηφαλιότητα κάτω υπό
ποιες περιστάσεις αδικήθηκε δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στην ανθρώπινη αδυναμία. Ο
μεγαλόκαρδος χαρακτηρίζεται από πραότητα, γαλήνη, και χαρά. Συνταυτίζεται τότε
με τον εσταυρωμένο Κύριο μας ο οποίος αν και έπασχε πάνω στο σταυρό, ζητούσε
από τον ουράνιο πατέρα να συγχωρέσει τους σταυρωτές του, τον πρωτομάρτυρα Στέφανο
που ενώ το σώμα του δεχόταν βροχή τις πέτρες παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας
«Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν
ταύτην».
Στην παρούσα ζωή ο μεγαλόκαρδος είναι ειρηνικός και
χαρούμενος, βρίσκεται υπό την σκέπη και προστασία του Θεού, στην μέλλουσα ζωή
θα αποκτήσει την θέωση ,θα γίνει θεός κατά χάριν, όμοιος ως προς την δόξα και
την μακαριότητα με τον Χριστόν. Προτιμότερη λοιπόν η αμνησικακία παρά η
μνησικακία, η συγχωρητικότητα παρά η σκληρότητα, η μακροθυμία από τη
εκδικητικότητα.
Η συμπεριφορά του αγνώμονα δούλου θεωρείται
καταδικαστέα και μάλιστα ελεεινή. Δεν υπάρχει κάτι ελαφρυντικό γι’αυτόν. Ας
προσέξουμε όμως μήπως και εμείς καμιά φορά πολύ ή λίγο διαπράττουμε το θανάσιμο
αμάρτημα εκείνου, ενώ ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας, εμείς δεν συγχωρούμε
τους άλλους, αναζητώντας μάλιστα και ευκαιρία εκδικήσεως. Έτσι όμως σκεπτόμενοι
και φερόμενοι μόνο τον εαυτό μας βλάπτουμε διότι ούτε και εμείς θα πάρουμε
συγχώρηση από τον Θεό. Ας ακολουθήσουμε το δρόμο της αμνησικακίας και τότε θα
βρούμε έλεος και συγχώρηση από το Θεό, τότε δεν θα υπάρχει κανένας φόβος όταν
ακούσουμε το «Δούλε πονηρέ, πάσαν την……….. ως και εγώ σε
ηλεήσα;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου