Ε.Ι.Π.
Κυριακή Γ’ των Νηστειών (της Σταυροπροσκυνήσεως),
Αποστ. Ανάγνωσμα: Εβρ. δ’ 14-16, ε’ 1-6
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, ἔχοντες ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. Οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ
ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. Καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.Αδελφοί, ας κρατήσουμε, σταθερά την πίστη που ομολογούμε. Γιατί έχουμε μέγαν αρχιερέα, τον Ιησού, τον Υιό του Θεού, που έφτασε ως το θρόνο του Θεού. Δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάσουμε, λοιπόν, με θάρρος το θρόνο της χάριτος του Θεού, για να μας σπλαχνιστεί και να μας δωρίσει τη χάρη του, την ώρα που τη χρειαζόμαστε. Κάθε αρχιερέας που προέρχεται από ανθρώπους, εγκαθίσταται για να υπηρετεί το Θεό για χάρη τους και για να προσφέρει δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες τους. Είναι σε θέση να δείχνει ανοχή σ’ όσους ζουν στην άγνοια και στην πλάνη, αφού κι ο ίδιος έχει ανθρώπινες αδυναμίες. Εξαιτίας τους είναι υποχρεωμένος να προσφέρει, όπως για το λαό, έτσι και για τον εαυτό του, θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών. Επίσης, κανένας δεν παίρνει μόνος του αυτή την τιμή, αλλά όταν τον καλέσει ο Θεός, όπως ακριβώς κάλεσε τον Ααρών. Έτσι κι ο Χριστός, δεν τίμησε ο ίδιος τον εαυτό του με το αξίωμα του αρχιερέα, αλλά του το έδωσε εκείνος που του είπε: «Εσύ είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα». Σ’ ένα άλλο σημείο η Γραφή λέει: «Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ».
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μέγας αρχιερέας
Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό. Η Εκκλησία προβάλλει ενώπιόν μας τον Τίμιο Σταυρό του Ιησού Χριστού και μας υπενθυμίζει τη σταυρική του θυσία για τη δική μας σωτηρία. Η αποστολική περικοπή της ημέρας προέρχεται από την Προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου και διαπραγματεύεται το αρχιερατικό αξίωμα του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός ως ο Μέγας Αρχιερέας είναι Εκείνος που προσέφερε τον εαυτό του θυσία πάνω στο Σταυρό για τη σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους. Η αρχιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ο τύπος και η προτύπωση της αρχιερωσύνης του Ιησού Χριστού. Ωστόσο ο Ιησούς Χριστός μένει «εις τον αιώνα» ως ο μαναδικός Αρχιερέας και μεσίτης της νέας Διαθήκης.
Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, είναι ο Μέγας Αρχιερέας γιατί θυσίασε τον εαυτό του για την άφεση των αμαρτιών των ανθρώπων, αλλά και γιατί είναι ο Υιός του Θεού, «έχοντες ουν αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τους ουρανούς, Ιησούν τον υιόν του Θεού». Η χρήση του πληθυντικού αριθμού για τον ουρανό δεν είναι άγνωστη στην Αγία Γραφή. Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Απόστολο Παύλο έγινε «υψηλότερος των ουρανών» (Εβρ.7,26) και «εκάθισεν εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς» (Εβρ.8,1). Με τις εκφράσεις αυτές τονίζεται η δόξα του Αναστημένου Χριστού, ο οποίος μετά την Ανάσταση και Ανάληψή του στους ουρανούς έγινε ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης Μωυσής δεν κατόρθωσε να εισέλθει στην γη της επαγγελίας, ούτε και να εισαγάγει ο ίδιος το λαό του Θεού σε αυτήν. Αντίθετα ο Ιησούς Χριστός, φέροντας και την ανθρώπινη φύση, κατόρθωσε να ανεβάσει τον άνθρωπο στους ουρανούς και να του δώσει τη δυνατότητα να γίνει μέτοχος της Βασιλείας του Θεού. Αυτή είναι η «ομολογία» που κατά τον Απόστολο Παύλο οφείλουμε να «κρατώμεν», είναι η ομολογία πίστεως στον Ιησού Χριστό, ότι δηλαδή αυτός είναι ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτής του κόσμου.
Παρά το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μέγας Αρχιερέας, εντούτοις δεν παύει να αντιμετωπίζει με συμπάθεια και φιλανθρωπία τις αδυναμίες μας: «Ου γαρ έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών». Ο Ιησούς Χριστός βλέπει με συμπάθεια και ευσπλαχνία τις ατέλειες και αδυναμίες μας, γιατί ακριβώς γνωρίζει την ανθρώπινη φύση μας. Ο ίδιος στην επί γης πορεία και δράση του υπέμεινε πειρασμούς, όπως υπομένει και ο καθένας από εμάς: «πεπειρασμένον δε κατά πάντα καθ΄ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας». Στην ομοιότητα του Ιησού Χριστού μαζί μας, υπάρχει μία ουσιαστική διαφορά, η αμαρτία. Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή υπήρξε όμοιος με εμάς κατά πάντα, όμως «χωρίς αμαρτίας». Εμείς εξαιτίας της αδυναμίας μας υποκύπτουμε στους πειρασμούς και αμαρτάνουμε, ο Ιησούς Χριστός όμως παρέμεινε ανυποχώρητος στους πειρασμούς και αναμάρτητος. Αυτό βέβαια δεν τον έκανε να βλέπει με σκληρότητα και ασπλαχνία – όπως εμείς το πράττουμε πολλές φορές – τους ανθρώπους που υποκύπτουν σε πειρασμούς. Η επιείκεια και η ευσπλαχνία είναι το χαρακτηριστικό του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού.
Ο εύσπλαχνος, φιλάνθρωπος και επιεικής Ιησούς Χριστός είναι έτοιμος πάντοτε να δεχτεί και να βοηθήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο. Η πίστη και η βεβαιότητα στη συμπάθεια και ευσπλαχνία του, μας δίνει το θάρρος να «προσερχώμεθα τω θρόνω της χάριτος», για να λάβουμε την άφεση των αμαρτιών και να μπορούμε να μετέχουμε στη χάρη του Θεού: «ίνα λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν». Ο Ιησούς Χριστός διάκειται απέναντί μας με συμπάθεια, ευσπλαχνία και επιείκεια, αλλά αναμένει και τη δική μας κίνηση προς αυτόν. «Πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμοθ.2,4), ωστόσο δεν αναγκάζει ποτέ κανένα «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν» (Μαρκ.8,34).
Ο Απόστολος Παύλος μετά τις διαπιστώσεις αυτές για τον Μεγάλο Αρχιερέα Ιησού Χριστό, προχωρεί σε μια σύγκρισή του με τους αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης, ξεκινώντας πρώτα από τα κοινά σημεία, ενώ στη συνέχεια υπογραμμίζει τα στοιχεία εκείνα, τα οποία ο Ιησούς Χριστός διαθέτει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος. Το πρώτο κοινό στοιχείο με τους αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης είναι ότι κάθε αρχιερέας λαμβάνεται ανάμεσα από τους ανθρώπους, είναι δηλαδή και αυτός άνθρωπος. Ο Ιησούς Χριστός με την ενανθρώπησή του, έλαβε την ανθρώπινη φύση, άρα ήταν και άνθρωπος. Το δεύτερο κοινό στοιχείο που υπάρχει μεταξύ του Ιησού Χριστού και των αρχιερέων της Παλαιάς Διαθήκης είναι ότι «καθίσταται υπέρ ανθρώπων», είναι δηλαδή μεσίτης των ανθρώπων προς τον Θεό. Έργο των αρχιερέων ήταν η προσφορά των δώρων και των θυσιών για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού. Ο Ιησούς Χριστός προσέφερε τον ίδιο τον εαυτό του δώρο και θυσία «υπέρ των αμαρτιών» όλου του ανθρωπίνου γένους. Ένα τρίτο κοινό στοιχείο είναι η συμπάθεια και συγκατάβαση που όφειλαν να δείχνουν οι αρχιερείς απέναντι στις αδυναμίες των ανθρώπων. Στο σημείο όμως αυτό υπάρχει και μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των αρχιερέων του νόμου και του Ιησού Χριστού. Ο αρχιερέας έπρεπε να δείχνει συμπάθεια στις αδυναμίες των ανθρώπων γιατί «και αυτός περίκειται ασθένειαν», δηλαδή υπόκειται και αυτός στην επιρροή της αμαρτίας. Επομένως είχε την υποχρέωση να προσφέρει θυσίες για τις αμαρτίες του λαού αλλά και για τις δικές του: «δια ταύτην οφείλει, καθώς περί του λαού, ούτω και περί εαυτού προσφέρειν υπέρ αμαρτιών». Το στοιχείο αυτό δεν είναι κοινό μεταξύ του Ιησού Χριστού και των αρχιερέων του νόμου. Ο Ιησούς Χριστός υπερέχει κατά πολύ απέναντί τους, γιατί ο ίδιος δεν υπόκειται στην ασθένεια της αμαρτίας, κατά συνέπεια δεν είχε ανάγκη να προσφέρει θυσίες για τον εαυτό του.
Ένα άλλο κοινό στοιχείο μεταξύ των αρχιερέων του νόμου και του Ιησού Χριστού είναι ότι στο αρχιερατικό αξίωμα δεν ανέρχεται κανείς από μόνος του, αλλά μετά από κλήση που του απευθύνει ο Θεός: «ουχ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν, αλλά καλούμενος υπό του Θεού, καθάπερ και Ααρών». Αυτό που συνέβαινε και με τους αρχιερείς του νόμου συνέβη και με τον Ιησού Χριστό, δεν πήρε μόνος του την αρχιερωσύνη, αλλά του την ανέθεσε ο Θεός Πατέρας του: «ουχ εαυτόν εδόξασε γενηθήναι αρχιερέα, αλλ΄ ο λαλήσας προς αυτόν• υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Παρά το ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο αναμενόμενος ανά τους αιώνες Μεσσίας, ο λυτρωτής του κόσμου, εντούτοις δεν ανάλαβε από μόνος του, αυτόκλητα το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά κλήθηκε και απεστάλη στο έργο αυτό από τον Θεό Πατέρα. Η αρχιερωσύνη του Ιησού Χριστού δεν προέρχεται από την τάξη και διαδοχή του Ααρών, αλλά «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ», είναι δηλαδή ο αιώνιος και ατελεύτητος αρχιερέας και μεσίτης των ανθρώπων προς τον Θεό. Σε κάθε θεία λειτουργία ο Ιησούς Χριστός εξακολουθεί να είναι ο Μέγας και αιώνιος Αρχιερεύς, ο θύτης και το θύμα, ο προσφέρων και προσφερόμενος και διαδιδόμενος εις τους αιώνας.
Ο Τίμιος Σταυρός, τον οποίον η Εκκλησία μας τοποθετεί στο μέσον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής προς προσκύνηση των πιστών είναι ο θρόνος του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού. Είναι το σύμβολο της θυσίας του «υπέρ αμαρτιών» του κόσμου, είναι το σύμβολο της αυτοθυσίας του για τη σωτηρία ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Προσκυνώντας τον Τίμιο Σταυρό «κρατώμεν της ομολογίας» κατά τον Απόστολο Παύλο, ομολογούμε δηλαδή την πίστη μας, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Λυτρωτής του κόσμου, ο Μέγας Αρχιερεύς, ο αιώνιος μεσίτης των ανθρώπων προς τον Θεό. Ταυτόχρονα μέσα στην πορεία της ζωής μας, όπως Εκείνος σήκωσε το Σταυρό του Μαρτυρίου, σηκώνουμε ο καθένας το δικό του σταυρό. Τον σταυρό του πόνου, της θλίψης, του πένθους, της ασθένειας, των ποικίλων πειρασμών και δυσκολιών της ζωής. Η σταυρώσιμη όμως πορεία της ζωής μας, σηματοδοτεί την θριαμβευτική ανάσταση, τη λύτρωση από τη φθορά, την αμαρτία και τον θάνατο. Όπως ο Σταυρός υπήρξε η Δόξα του Ιησού Χριστού, έτσι και ο σταυρός του καθενός μας θα γίνει η αιτία της δόξας και σωτηρίας μας.
Κυριακή Γ’ των Νηστειών (της Σταυροπροσκυνήσεως), Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μκ. η΄ 34 – θ΄1
Πρωτότυπο Κείμενο
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Είπε ο Κύριος: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει τη ζωή του; Τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για τη ζωή του; Όποιος, ζώντας μέσα σ΄ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους». Τους έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ΄ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού».
«Αράτω τον σταυρόν αυτού»
Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, της Γ’ Κυριακής των Νηστειών, αποτελεί ένα απόσπασμα από την όλη διδασκαλία και δραστηριότητα του Χριστού στη περιοχή της Καισαρείας του Φιλίππου.
Ο ευαγγελιστής Μάρκος, με τρόπο λιτό αλλά και δυναμικό, μας παρουσιάζει το κεντρικό σημείο της πνευματικής ζωής, γύρω από το οποίο πρέπει να στρέφεται η όλη προσπάθεια και ο αγώνας μας. Ο Τίμιος Σταυρός είναι παντοτινά υψωμένος, ώστε να οδηγεί τον κάθε πιστό στην οδό της σωτηρίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Ευαγγελιστή, ο Ιησούς Χριστός, μετά το θαύμα που πραγματοποίησε και χόρτασε το πλήθος των ανθρώπων που τον ακολουθούσαν, συνομιλώντας με τους Μαθητές του, μίλησε για το πάθος και την Ανάστασή του. Ταυτόχρονα, απευθυνόμενος κυρίως προς τους Μαθητές του, παρουσία και πολλών άλλων, τους εξήγησε τι σημαίνει ν’ ακολουθεί κάποιος τον Ιησού Χριστό. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί» (στ. 34). Καταναγκασμός δεν υπάρχει στη διδασκαλία του Χριστού. Μπορεί κανείς ελεύθερα να αποφασίσει το δρόμο του σταυρού αφού αναλογισθεί πρώτα τις δυσκολίες και αναλάβει αποφασιστικά τις ευθύνες του: Η απάρνηση του εαυτού μας και η άρση του σταυρού επί των ώμων είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να ακολουθήσουμε τον Χριστό. Αρνούμαι τον εαυτό μου, σημαίνει: εγκαταλείπω ακόμη και τις νόμιμες και δίκαιες απαιτήσεις, τις φυσιολογικές και δικαιολογημένες επιθυμίες που έχει το εγώ μου μέσα στη ζωή, αρνούμαι την ασφάλεια μιας καλοβολεμένης ζωής, για να αποδυθώ στην κατά τα κριτήρια του κόσμου άβεβαιότητα και ανασφάλεια που συνεπάγεται το να ακολουθώ τον Χριστό στο δρόμο του πάθους. Ο εμπειρικός άνθρωπος, όπως τον γνωρίζουμε όλοι μας, ζητά την τακτοποίηση και την ασφάλεια, την αποφυγή της σκέψης του θανάτου, την παράταση της ζωής του με κάθε τρόπο. Με μια παράξενη όμως επιχειρηματολογία για την ανθρώπινη λογική ο Χριστός διδάσκει ότι η ζωή κερδίζεται μόνον όταν χαθεί. Η θυσία της ζωής οδηγεί στην κατ’ εξοχή ζωή.
Όπως ο Λόγος του Θεού εθελούσια σαρκώθηκε και θυσιάστηκε, έτσι κι οι πιστοί προσφέρουμε θεληματικά στον Χριστό τη θυσία του εγώ μας. Ο θεμελιώδης σκοπός μας ως χριστιανών, είναι η κατάκτηση της βασιλείας του Θεού. «Ζητείται πρώτον την βασιλεία του Θεού…» (Μτθ στ΄, 33). Όταν ο Χριστός μέσα από το κήρυγμα του, μας καλεί να τον ακολουθήσουμε, συγχρόνως μας βοηθά ν’ ανακαλύψουμε στη ύπαρξη μας τη δική του παρουσία – τη σφραγίδα της εικόνας του Θεού, μια ύψιστη δωρεά, προσφορά της αγάπης του Θεού που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζεται από τους λόγους αυτούς του Χριστού, το οποίο σκανδάλισε πολλούς την εποχή εκείνη και εξακολουθεί και σήμερα, είναι το ερώτημα γιατί ο μαθητής του Χριστού να πρέπει να περάσει μέσα από το σταυρό και την άρνηση του ίδιου του εαυτού του. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Πολλές φορές θέλουμε το χριστιανισμό στα μέτρα μας, για να διευκολύνουμε την είσοδο μας στη αιώνια ζωή, και να επιβραβεύσουμε τον τρόπο της εγκόσμιας καλοπέρασης μας. Ο Θεός της αγάπης, «ο ελευθερών ημάς εκ της φθοράς», «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι, και εις επίγνωση αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. β΄, 4). Οι πιστοί έχουμε εξαγορασθεί με βαρύ τίμημα, το ατίμητο αίμα του Χριστού, και με αυτό γίναμε «απελεύθεροι Χριστού» (Α΄ Κορ. στ΄, 20)
«Η σωτηρία της ψυχής, ασύγκριτο έπαθλο»
Όπως τονίσαμε προηγουμένως, ο Κύριος εξηγεί τη σημασία της αυταπάρνησης του εγώ, λέγοντας ότι όποιος φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, τελικά δεν καταφέρνει να σώσει την ψυχή του. Αντίθετα, όποιος θυσιάσει την ζωή του για τον Χριστό και για το Ευαγγέλιο, εκείνος θα σώσει την ψυχή του. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος να κερδίσει κανείς όλο τον κόσμο, και όμως να χάσει ή να καταστρέψει την ψυχή του, και δεν υπάρχει μεγαλύτερο και ανταξιότερο αντάλλαγμα από την αυταπάρνηση, προκειμένου να κερδίσουμε την ψυχή μας.
Ψυχή κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι ένα από τα δυο συστατικά που συνθέτουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Στα κείμενα των Πατέρων, διακρίνουμε μέσα από πολλά παραδείγματα ότι η ψυχή χρησιμοποιείται από τον Κύριο και τους αγίους Αποστόλους, ως ζωή. Ο άγγελος Κυρίου είπε στον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου: «εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ∙ τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου» (Μτθ. β΄ 20). Ο Κύριος, περιγράφοντας τον εαυτό του ως καλόν ποιμένα, λέει: «εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός, ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων…» (Ιω. ι΄, 11). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφοντας για την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα λέγει: «οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτόν τράχηλον υπέθηκαν» (Ρωμ. ιστ΄, 4). Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις ο όρος ψυχή σημαίνει την ζωή.
Ο άνθρωπος κατά τον Μέγα Βασίλειο είναι «σύνθετος εκ ψυχής και σώματος» (MG 30,140). Το σώμα λήφθηκε «από της γης», ενώ η ψυχή είναι «ουρανία». Αλλά και κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο Θεός «εξ ορατής τε και αοράτου φύσεως δημιουργεί τον άνθρωπο, εκ γης μεν το σώμα διαπλάσας, ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος δους αυτώ» (Έκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως 2,12). Ο Κύριος στην παραβολή του άφρονος πλουσίου παρουσιάζει τον Θεό να λέει στον άφρονα πλούσιο: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου∙ α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. Ιβ΄, 20). Η υλιστική νοοτροπία είναι ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά που δεσπόζουν σήμερα. Ο πλούτος, τα υλικά αγαθά, η ευμάρεια και οι ανέσεις αποτελούν την πρώτιστη επιδίωξη των περισσοτέρων από τους συνανθρώπους μας. Αν μπορούσαμε, θα θέλαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο ολόκληρο. Ο υλισμός, επιστρατεύει πάντοτε ως σύμμαχο του την απληστία. Για την πλεονεξία του ανθρώπου διαβάζουμε στο βιβλίο των Παροιμιών: «Άδης και απώλεια ουκ εμπίπλανται, ωσαύτως και οι οφθαλμοί των ανθρώπων άπληστοι» (27,20). Δηλαδή, ο Άδης και ο θάνατος δεν χορταίνουν να δέχονται νεκρούς. Έτσι και τα μάτια των ανθρώπων είναι αχόρταγα. Κυριαρχούμενοι από αυτή την υλιστική αντίληψη και τη σύμφυτη απληστία, λησμονούμε τι είναι ο άνθρωπος. Λησμονούμε την ασύγκριτη αξία του ανθρώπου σε σχέση με τα υλικά αγαθά, τα πλούτη και τις απολαύσεις του παρόντος κόσμου.
Ο Σταυρός του Χριστού, φανερώνει την έλευση της Βασιλείας του Θεού. Στη Βασιλεία του Θεού δεν χωρούν εγωιστές, δεν χωρούν όσοι ενδιαφέρονται και ασχολούνται μόνο με το δικό τους ατομικό συμφέρον. Για να μπορέσουμε να ακολουθήσουμε την οδό της σωτηρίας είναι ανάγκη να απαγκιστρωθούμε από το εγώ μας, να αρνηθούμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Ας μη δειλιάσουμε, ας μην καταβληθούμε από τους κόπους, γιατί όπως ο ίδιος βεβαιώνει στο τέλος της περικοπής, αν δειλιάσουμε και ντραπούμε και τον αρνηθούμε, τότε και ο ίδιος θα μας αρνηθεί κατά την ημέρα της Κρίσεως, ενώπιον του Θεού και των αγίων Αγγέλων. Αν δειλιάσουμε και ρίξουμε το σταυρό μας ή χειρότερα, αν ακούσουμε τον πειρασμό και κατέβουμε από τον σταυρό, τότε θα τα έχουμε χάσει όλα. Ο Χριστός όμως πάλι μάς ενθαρρύνει λέγοντας ότι όποιος δεν πτοηθεί και Τον ακολουθήσει με πίστη και με υπομονή, θα νικήσει τελικά τον ίδιο το θάνατο και θα ζει αιώνια με τον Αρχηγό της Ζωής, τον Χριστό, όχι μόνο στην αιωνιότητα αλλά και από την παρούσα ζωή. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου