Κυριακή ΙΣΤ’ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Β΄ Κορ. στ’ 1-10 (10-10-2021)
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς – λέγει γὰρ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»· ἰδοὺ νῦν «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἰδοὺ νῦν «ἡμέρα σωτηρίας» – μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν
ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, συνεργάτες του Θεού καθώς είμαστε, σας παρακαλούμε να μην αφήσετε να πάει χαμένη η χάρη του Θεού που δεχτήκατε, γιατί η Γραφή λέει: Στον καιρό της χάρης σε άκουσα, και την ημέρα της σωτηρίας σε βοήθησα. Να, τώρα είναι ο καιρός της χάρης, τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας. Κανένα πρόσκομμα δε φέρνουμε σε κανένα, για να μη δυσφημηθεί το έργο μας. Αντίθετα, με κάθε τρόπο συσταίνουμε τον εαυτό μας ως υπηρέτες του Θεού: με τη μεγάλη υπομονή μας, με τις θλίψεις, με τις δυσχέρειες, τις στενοχώριες, 5τις κακοποιήσεις, τις φυλακίσεις, τις εναντίον μας εξεγέρσεις, τις ταλαιπωρίες, τις αγρύπνιες, την πείνα. Συσταίνουμε τον εαυτό μας με την εντιμότητα, τη γνώση της αλήθειας, την ανεκτικότητα, την καλοσύνη, τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος, την ανυπόκριτη αγάπη, με το κήρυγμα για την αλήθεια, με τη δύναμη του Θεού, με τα όπλα της σωτηρίας τα επιθετικά και τα αμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα και ατίμωση, δυσφήμηση και έπαινο. Μας θεωρούν λαοπλάνους, και όμως λέμε την αλήθεια· μας αγνοούν και όμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στο θάνατο, και να που ζούμε· μας βασανίζουν, αλλά δεν πεθαίνουμε· μας προξενούν στενοχώριες κι όμως πάντοτε χαιρόμαστε· είμαστε φτωχοί, κάνουμε όμως πολλούς να πλουτίσουν· τίποτα δεν έχουμε και τα πάντα κατέχουμε.
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την Β’ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Σ’ αυτό ο Απόστολος των Εθνών περιγράφει και τα ποικίλα εμπόδια και τις θλίψεις που οι Απόστολοι αντιμετώπισαν στο υπέρτατατο έργο τους, αλλά και τον πνευματικό εξοπλισμό με τα όπλα της δικαιοσύνης.
«εν παντί συνιστώντες
ευατούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν
στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν φυλακαίς…»
Ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός το έθεσε ξεκάθαρα: «Μακάριοι όσοι διώκονται για την επικράτηση του θελήματος του Θεού, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία του Θεού. Μακάριοι είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία εξαιτίας μου, να αισθάνεστε χαρά και αγαλλίαση, γιατί θ’ ανταμειφθείτε και με το παραπάνω στους ουρανούς. Έτσι καταδίωξαν και τους προφήτες πριν από σας» (Ματθ. 5, 10-12). Άλλωστε από βρέφος ο Κύριος διωκόταν: «Ιδού άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ όναρ τω Ιωσήφ λέγων˙ εγερθείς παράλαβε το παιδίον και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι˙ μέλλει γαρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό» (Ματθ. 2, 13). Και όταν άρχισε το κήρυγμα και επιτελούσε τα θαύματα,, άλλοι ήθελαν να Τον ρίξουν από τον γκρεμό, άλλοι Τον ονόμαζαν δαιμονισμένο (Ματθ. 9,34), άλλοι οινοπότη και ψευδοπροφήτη (Λουκ. 7,34), ώσπου εν τέλει να Τον συλλάβουν, να Τον οδηγήσουν στο Πάθος και στο Σταυρό. Η εσχάτη αυτή δίωξη του Κυρίου και τα πάθη Του περιγράφονται ωραιότατα στο δέκατο πέμπτο αντίφωνο του όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής (ψάλλεται Μ. Πέμπτη εσπέρας): «Στέφανον εξ’ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων Βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλον τον ουρανόν εν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ…».
Τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή, παρατηρούμε πάμπολλα παραδείγματα δικαίων ανδρών που διώκτηκαν. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραθέτει τα παραδείγματα αυτά των αγίων ανδρών σε μια επιστολή που γράφει από την εξορία σε κάποιο φίλο του στη Κωνσταντινούπολη : «Αν θέλει (η αυτοκράτειρα Ευδοξία) να με πριονίσει, ας με πριονίσει, έχω σε αυτό το παράδειγμα του Προφήτη Ησαΐα. Αν θέλει να με ρίψει εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτη Ιωνά. Αν θέλει να με βάλει στο λάκκο, έχω παράδειγμα τον Προφήτη Δανιήλ που τον έβαλαν στο λάκκο με τα λιοντάρια. Αν θέλει να με λιθοβολήσουν, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο. Αν με αποκεφαλίσει, έχω υπόδειγμα τον βαπτιστή Ιωάννη…» (Επιστολή προς επίσκοπον Κυριακόν). Άλλωστε και οι απόστολοι και οι μάρτυρες και οι ομολογητές και οι νεομάρτυρες τον ίδιο δρόμο βάδισαν.
Βέβαια, «ο διωγμός για το όνομα του Κυρίου είναι πραγματικά ευτυχία. Για ποιό λόγο; Γιατί η αποξένωση από το πονηρό γίνεται αφορμή οικείωσης του αγαθού. Αγαθό όμως πέρα και πάνω από κάθε αγαθό είναι ο Ίδιος ο Κύριος, προς τον Οποίο τρέχει αυτός που διώκεται…» (Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος 8ος στους Μακαρισμούς).
Ό ίδιος ο διωχθείς, σταυρωθείς και αναστάς Κύριος είπε στους μαθητές του: «εν τη υπομονή υμών κτήσασθαι τας ψυχάς ημών» (Λουκ. 21, 19). Αυτός είναι δίπλα σε κάθε ένα που διώκεται και τον ενισχύει με τη θεία χάρη, φτάνει και ο άνθρωπος να κάνει υπομονή αγογγύστως : «Με λίγη υπομονή που θα κάνει ο άνθρωπος στις δύσκολες στιγμές, μπορεί να αποκτήσει τη θεία Χάρη. Ο Χριστός δεν μας έδειξε άλλο τρόπο σωτηρίας παρά την υπομονή» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Ε΄, σ.290). Αυτό άλλωστε είναι που εννοεί και ο Απόστολος Παύλος στο αποστολικό αυτό ανάγνωσμα, λέγοντας στο στ. 4 «εν υπομονή πολλή». Ταυτόχρονα, το «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» που έλεγε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην εξορία, πρέπει να βρίσκεται και στα δικά μας χείλη.
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ, καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ αὕτη ἦν χήρα· καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ, καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε. Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος ἅπαντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες· Ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν· καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκεινό τον καιρό, πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν έναν νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ηταν χήρα. Κόσμος πολύς απο την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαίς». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίευψε δέος και δόξαζαν τον Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσα μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει τον λαό του!».
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη απο το 7ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ιερού Ευαγγελίου. Στους στίχους αυτούς περιγράφεται η ανάσταση του γιού μας χήρας από την πόλη της Ναΐν, η οποία βρίσκεται νοτιοδυτικά και όχι πολύ μακριά από την πόλη της Καπερναούμ όπου βρισκόταν προηγουμένως ο Ιησούς Χριστός. Φεύγοντας, λοιπόν, ο Ιησούς Χριστός από την πόλη της Καπερναούμ, όπου είχε θεραπεύσει το δούλο του εκατοντάρχου, έρχεται στην πόλη της Ναΐν μαζί με αρκετούς μαθητές του και πολύ κόσμο που τον ακολουθούσε. Καθώς πλησίαζαν στην είσοδο της πόλης συνάντησαν μια νεκρική πομπή που μετέφερε ένα νεαρό νεκρό. Ο νεαρός αυτός ήταν ο μονάκριβος γιος μιας μάνας, η οποία ήταν χήρα. Όταν είδε τη σκηνή αυτή ο Κύριος ευσπλαχνίστηκε τη χήρα αυτή και της είπε να μην κλαίει. Ακολούθως προχώρησε προς το νεαρό και αφού ακούμπησε τη σορό, του είπε: «Νεαρέ σε διατάζω να σηκωθείς». Αμέσως ο νεκρός σηκώθηκε και άρχισε να μιλάει. Τότε ο Κύριος τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλοι όσοι βρισκόντουσαν εκεί κυριεύτηκαν από μεγάλο δέος και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι εμφανίστηκε μεγάλος προφήτης αναμεσά μας και ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του. Αυτή η φήμη για τον Ιησού, διαδόθηκε σ ολόκληρη την Ιουδαία και τα περιχωρά της.
Το θαύμα αυτό της ανάστασης του γιού της χήρας στη Ναΐν μας το περιγράφει μόνο ο Ευαγγελιστής Λουκάς και εντάσσεται στη Γαλιλαϊκή δράση του Ιησού Χριστού. Μέσα από το θαύμα αυτό, αλλά και γενικότερα μεσά από ολα τα θαύματα του Ιησού Χριστού, αποκαλύπτεται στους ανθρώπους η θεότητα του αλλά και η εξουσία σε όλη την κτίση ακόμα και στον θάνατο. Φαίνεται ακόμη η έναρξη της βασιλείας του Θεού, αλλά και το σχέδιο για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ο Ιησούς Χριστός κατά την επί γης παρουσία του, επιτέλεσε τρία θαύματα που αφορούν ανάσταση νεκρών. Ανέστησε το γιό της χήρας στη Ναΐν, την κόρη του αρχισυναγώγου Ιαείρου, και τον φίλο του τον Λάζαρο. Το μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα που επιτέλεσε και που έχει ιδιαίτερη σημασία και για τον καθένα από εμάς, είναι η Ανάσταση του ιδίου του Ιησού Χριστού, με την οποία μας ελευθέρωσε από τα δεσμά του θανάτου και μας χάρισε την αιώνια ζωή.
Ένα σημαντικό πράγμα που πρέπει να παρατηρήσουμε και στις τρείς αναστάσεις νεκρών που έκανε ο Ιησούς Χριστός, είναι η δύναμη και η εξουσία του κατά του θανατού. Αυτό μας φανερώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο υιός του Θεού, είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο οποίος ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο. Οι παρευρισκόμενοι εκεί όταν είδαν τον νεκρό ν’ ανασταίνεται και να μιλάει, έλεγαν ότι «προφήτης μέγας εγήγερτε εν ημίν». Αυτό μας δείχνει ότι γνώριζαν την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, και τις δύο νεκραναστάσεις που προηγήθηκαν. Η μία από τον προφήτη Ηλία, ο οποίος ανέστησε τον υιό της χήρας στα Σάρεττα της Συδονίας (Γ’ Βασ. 17,20-23) και η άλλη από τον προφήτη Ελισσαίο, ο οποίος ανέστησε τον γιό της Σωμανίτισας (Δ’ Βασ. 4, 33-36). Αυτές όμως οι νεκραναστάσεις από τους προφήτες έγιναν αφού προηγήθηκε θερμή προσευχή προς τον Θεό. Οι νεκραναστάσεις που επιτέλεσε ο Ιησούς Χριστός έγιναν με τη δική του εξουσία γι αυτό και προκαλούσαν το φόβο ανάμεσα στο πλήθος.
Μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο, μπορούμε να δούμε τη διάσταση που έχει ο θάνατος και κατ’ επέκταση ο πόνος ο οποίος προκαλείται μέσα απ΄ αυτόν. Βλέπουμε την χήρα μάνα να πλήττεται για δεύτερη φορά από το θάνατο, αφού προηγουμένως είχε ξαναζήσει το θάνατο του συζύγου της. Αυτό όμως σιγά σιγά κατάφερε να το ξεπεράσει, έχοντας ως παρηγοριά τον μονογενή υιό της. Τώρα που χάνει κι αυτόν, ο πόνος είναι αβάσταχτος. Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε το δράμα που περνά αυτή η γυναίκα, βλέποντας και σήμερα μανάδες που χάνουν τα παιδιά τους. Έχουμε συνηθίσει τα παιδιά να κηδεύουν τους γονείς τους. Αρκετές φορές όμως βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο, οι γονείς να κηδεύουν τα παιδιά τους και να βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτή την απαρηγόρητη κατάσταση. Αυτή η συνάντηση του Ιησού Χρισυού με τη νεκρική πομπή και τη τελική έκβαση της πορείας, δηλαδή την ανάσταση του νεκρού νέου, φανερώνει τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Η εκφορά του νεκρού από την πόλη, φανερώνει τη νίκη του θανάτου πάνω στον άνθρωπο, η οποία αποτελεί μια παρά φύση κατάσταση. Η κατάσταση αυτή λαμβάνει τέλος, όταν συναντηθεί μαζί με την πηγή της ζωής, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Εκεί ο θάνατος παύει να υπάρχει και επικρατεί η ζωή.
Ο πόνος και ο θάνατος αποτελούν δεδομένα, τα οποία είναι αδύνατο να τ’ αποφύγουμε. Κάποια στιγμή της ζωής μας όλοι θα βρεθούμε αντιμέτωποι μ’ αυτά. Η παρουσία του Ιησού Χριστού στη ζωή μας, αποτελεί την πηγή της ελπίδας και τη βεβαιότητα της Ανάστασης. Αυτή η εμπειρία της Ανάστασης, οδηγεί στην υπέρβαση του θανάτου. Αυτό που απομένει σ’ εμάς, είναι με πίστη και εμπιστοσύνη να του αναθέτουμε τη ζωή μας, μέχρι την ημέρα της κοινής αναστάσεως μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου