Ε.Ι.Π.
Κυριακή των Αγίων Πατέρων, Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου,
Αποστ. Ανάγνωσμα: Τιτ. γ’ 8-15 (18-07-2021)
Πρωτότυπο Kείμενο
Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. Ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ
ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ᾿ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· Ἀμήν.Νεοελληνική Απόδοση
Παιδί μου Τίτε, αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στο Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί όλα αυτά είναι ανώφελα και μάταια. Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανερές διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μια δυο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω το χειμώνα. Τον Ζηνά το νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ότι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείψει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν΄ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν.
Ξεφυλλίζοντας προσεκτικά το εορτολόγιο της Εκκλησίας μας, θα παρατηρήσουμε ότι τρεις Κυριακές το χρόνο είναι αφιερωμένες στη τιμή των αγίων Πατέρων, των Επισκόπων δηλαδή, που συγκρότησαν τις επτά Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίοι με τη θεολογία τους, τη βιωματική εμπειρία τους και την αγιότητα της ζωής τους κατόρθωσαν να κατατροπώσουν τις διάφορες αιρέσεις, να περιφρουρήσουν την ορθόδοξη πίστη και να διατυπώσουν τα δόγματα και τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας.
Η πρώτη, είναι η έβδομη Κυριακή από το Πάσχα (μετά την εορτή της Αναλήψεως), που είναι αφιερωμένη στους τριακόσιους δεκαοκτώ Πατέρες , οι οποίοι συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ και η οποία καταδίκασε τον Άρειο, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός είναι κτίσμα και όχι Θεός.
Η δεύτερη, είναι μια Κυριακή του μηνός Ιουλίου και συγκεκριμένα αυτή που θα συμπέσει στις 13 Ιουλίου, ή η πρώτη μετά από την ημερομηνία αυτή. Αυτή η Κυριακή είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Πατέρων, που συγκρότησαν τις έξι πρώτες Οικουμενικές Συνόδους. Ειδικότερα όμως αυτή τη μέρα γιορτάζουμε τους πατέρες της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου, η οποία εξέδωσε όρο δογματικό περί της υποστατικής ενώσεως (ένωση σ’ ένα πρόσωπο, σε μια υπόσταση) των δύο εν Χριστώ φύσεων «αχωρίστως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και ασυγχύτως» και καταδίκασε τον Ευτυχή ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός είχε μόνο μία φύση την θεία (η αίρεση μονοφυσιτισμού). Η ανθρώπινη φύση έλεγε ο Ευτυχής, απορροφήθηκε από την θεία και επομένως ο Χριστός υπήρξε μόνο Θεός και φαινομενικώς άνθρωπος.
Η τρίτη Κυριακή είναι μέσα στο μήνα Οκτώβριο και συγκεκριμένα αυτή που θα συμπέσει στις 11 του μηνός ή η πρώτη μετά την ημερομηνία αυτή, η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Πατέρων της Ζ΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 787 μ.Χ. όταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο άγιος Ταράσιος και στον αυτοκρατορικό θρόνο βρισκόταν η Ειρήνη η Αθηναία, ως επίτροπος του γιου της Κωνσταντίνου του Στ΄.
Με την καθιέρωση αυτή, η Εκκλησία αποδίδει την προσήκουσα τιμή στους Αγίους Πατέρες. Εκτός από τους επισκόπους, είναι και άλλοι στη Εκκλησία ιεροί άνδρες, πρεσβύτεροι, διάκονοι, ακόμα και απλοί μοναχοί που ξεχωρίζουν για την ορθόδοξη διδασκαλία και για την αγιότητα του βίου τους- θεωρούνται κι αυτοί πατέρες της Εκκλησίας.
Το αποστολικό ανάγνωσμα της πρώτης Κυριακής (Α΄ Οικ. Σύνοδος) είναι παρμένο από τις Πράξεις των Αποστόλων (Πράξ. 20. 16-18, 28-36). Το αποστολικό ανάγνωσμα των άλλων δυο Κυριακών είναι το ίδιο και είναι παρμένο από την προς Τίτον επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Τιτ. 3,8-15). Η επιστολή αυτή μαζί με τις δύο επιστολές προς Τιμόθεο διαφέρουν από τις υπόλοιπες επιστολές του αποστόλου Παύλου σε δύο σημεία: α) δεν απευθύνονται προς Εκκλησίες αλλά προς συγκεκριμένα πρόσωπα και β) τα θέματα με τα οποία ασχολούνται έχουν να κάνουν με τους ποιμένες και το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό ονομάζονται και ποιμαντικές επιστολές. Η επιλογή λοιπόν του συγκεκριμένου αναγνώσματος δεν είναι τυχαία, γιατί ο ποιμαντικός χαρακτήρας της επιστολής ταιριάζει απόλυτα προς τη μνήμη των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι υπήρξαν ποιμένες της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά στον Τίτο, Επίσκοπο Κρήτης, και κατ΄ επέκταση σε όλους τους ποιμένες της Εκκλησίας, πώς να εργάζονται και να φροντίζουν ποιμαντικά τους πιστούς ανθρώπους.
Κύριο θέμα της περικοπής είναι η προτροπή για καλά έργα. Με πολύ απλές προτάσεις μας δείχνει πως συνδέεται η πίστη με την καθημερινή πράξη. Δύο βασικά στοιχεία ζητά ο απόστολος Παύλος όχι μόνο από τον μαθητή του Τίτο άλλα και από κάθε πιστό της Εκκλησίας, και ιδιαίτερα όσους κατέχουν εξουσίες: τα καλά έργα και τα ωφέλιμα λόγια. Και μάλιστα σε μια εποχή όπως η σημερινή, που οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από τα πολλά λόγια που δεν έχουν αντίκρισμα, αυτή η προτροπή είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρη, θέτοντας τον καθένα ξεχωριστά προ των ευθυνών του. Επηρεασμένοι από το πνεύμα της εποχής, λέμε λόγια, χωρίς να κάνουμε έργα. Εύκολα κρίνουμε, δύσκολα θέλουμε να κουραστούμε και να εργασθούμε σε έργα αγάπης και διακονίας. Ο θεόπνευστος Απόστολος όμως, μας ζητά ακριβώς το αντίθετο: λίγα λόγια και πολλά έργα. «Αφήστε τις ατελείωτες συζητήσεις για πράγματα ανούσια ή και αμαρτωλά, και πρωτοστατήστε των καλών έργων». Να τα επιτελούμε όχι αναγκαστικά, αλλά με ζήλο και αυταπάρνηση. Χωρίς να περιμένουμε όσους έχουν ανάγκη, να ζητήσουν τη βοήθεια μας. Αλλά να επιζητούμε οι ίδιοι ευκαιρίες. Κάποιοι υποφέρουν, άλλοι πεινούν, κάποιοι ανήμποροι θέλουν συμπαράσταση, κάποιοι μοναχικοί την παρηγοριά μας. Άλλοι απογοητεύονται στις μακροχρόνιες αρρώστιες τους και άλλοι απελπίζονται από τα βάσανα της ζωής. Να ψάξουμε να βρούμε τους ανθρώπους που χρειάζονται την αγάπη και τη στήριξη μας. Έτσι θα πλουτίσει η ζωή μας με καρπούς αρετής και θα πλημμυρίσει η καρδιά μας από ειρήνη και ανάπαυση.
Προχωρώντας πιο κάτω στην επιστολή του ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει στην αποφυγή των ανόητων συζητήσεων και την ενασχόληση μας με διάφορους γενεαλογικούς καταλόγους, καθώς και με διαμάχες γύρω από το Νόμο. Η ενασχόληση με αυτές τις συζητήσεις προκαλούσε συγκρούσεις μεταξύ των ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτές. Παρόμοια προτροπή απευθύνει ο Απόστολος Παύλος και προς το μαθητή του Τιμόθεο: «μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράντοις, αίτινες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει» (Α΄ Τιμοθ. 1, 4). Η ενασχόληση με αυτά τα ζητήματα αποτελεί καθαρή ματαιοπονία η οποία όχι μόνο δεν ωφελεί αυτούς που συμμετέχουν, αλλά και τους ζημιώνει. Τους ζημιώνει, γιατί τους ρίχνει στο πάθος της αργολογίας, οδηγώντας τους στη ραθυμία και την ακηδία στα πνευματικά. Δεν τους αφήνει να αναπτυχθούν πνευματικά και να καλλιεργήσουν τις πνευματικές αρετές.
Κατόπιν ο απόστολος Παύλος τονίζει προς το μαθητή του Τίτο τη στάση που πρέπει να έχει ως ποιμένας απέναντι στους αιρετικούς. «αιρετικόν άνθρωπον, μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (στ.10). Συμβουλή με βαθύτατο περιεχόμενο. Οι αιρετικοί, από ανέκαθεν ήταν επικίνδυνοι. Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τους αιρετικούς σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: είναι εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα σ’ ένα αιρετικό περιβάλλον. Οι άνθρωποι αυτοί αν έχουν καλή προαίρεση θα τους δώσει ο Θεός την ευκαιρία ν’ ανανήψουν, και σύμφωνα με τις ευχές που διαβάζουμε τη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου ζητώντας από το Θεό «να επανάγει τους πεπλανημένους», να επανέλθουν στη ορθή πίστη. Η δεύτερη κατηγορία είναι των ημιμαθών, των ανθρώπων εκείνων που αγνοούν τις αλήθειες του ευαγγελίου, κι επομένως προσηλώνονται στους αιρετικούς, οι οποίοι διαστρεβλώνουν τα λόγια της Αγίας Γραφής και του Ευαγγελίου. Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία των εσκεμμένα διαστρεβλωτών του λόγου του Θεού και της αλήθειας. Σ’ αυτή τη κατηγορία κατατάσσονται άνθρωποι που επειδή ο Θεός τους έδωσε μερικά χαρίσματα λόγου χάρη εξυπνάδα, ευστροφία κ.α σκέφτηκαν ότι μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα και να εξηγήσουν τα πάντα. Έτσι ενώ δέχτηκαν αυτά τα δώρα του Θεού, τα οικειοποιήθηκαν και στη συνέχεια πίστεψαν ότι είναι δική τους ενέργεια. Γι’ αυτό και ο Απόστολος συνιστά να είμαστε πολύ προσεκτικοί απέναντι όσων αντιστρατεύονται την ορθή διδασκαλία. Και αυτό, διότι και τότε οι άνθρωποι αυτοί δημιουργούσαν σκάνδαλα και διαιρέσεις στην Εκκλησία, και σήμερα νοθεύουν με δικές τους επινοήσεις και με αποκυήματα της φαντασία τους, την ορθή αποστολική πίστη.
Χρέος κάθε ποιμένα είναι να νουθετήσει τον αιρετικό άνθρωπο μια και δύο φορές προς την ορθή πίστη. Αν δεν πεισθεί και παραμείνει αμετακίνητος στις αιρετικές του απόψεις, τότε πρέπει να παραιτηθεί ο ποιμένας από αυτή του την προσπάθεια και να τον αφήσει. Αυτό δεν το κάνει ο ποιμένας γιατί έχει βαρεθεί να του λεει την αλήθεια, αλλά το κάνει επειδή η άρνηση του να δεχθεί την αλήθεια και να επιστρέψει στην ορθή πίστη φανερώνει την πώρωση και τη διαστροφή, αλλά και το υπερήφανο πνεύμα από το οποίο είναι κυριευμένος ο αιρετικός. Η αίρεση αποτελεί τη χειρότερη αμαρτία, γιατί οδηγεί τον αιρετικό άνθρωπο, αν δεν μετανοήσει, στον πνευματικό θάνατο, που είναι η αποκοπή του από το σώμα της Εκκλησίας. Αν εμβαθύνουμε στην ουσία της προτροπής, βλέπουμε πράγματι ότι οι αιρετικοί κατά κανόνα, δεν μετανοούν. Και αυτή η αμετανοησία, οφείλεται διότι συσκοτίζεται ο νους τους από τον εωσφορικό εγωισμό, ο οποίος και λειτουργεί διασπαστικά για την όλη προσωπικότητα. Αποτέλεσμα είναι το να μη μπορούν κατ’ αρχή να δουν και να αντιληφθούν την πλάνη τους, και στην συνέχεια να ζητήσουν την θεραπεία από την Εκκλησία, που στην περίπτωση αυτή λειτουργεί ως πνευματικό «κέντρο υγείας» και κατόπιν ως ασφαλές θεραπευτήριο, αποκαθιστώντας τελείως την πνευματική υγεία στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου.
Πιστός ο λόγος του Θεού λοιπόν, αληθινός, αξιόπιστος, γι’ αυτό και μπορεί να γίνει αποδεκτός. Όταν η πλάνη και η αμαρτία είναι αποτέλεσμα άγνοιας και λήθης του Θεού, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ν’ αναστραφεί και ν’ αποκατασταθεί η αλήθεια. Αρκεί να υπάρχει διάθεση και πρόθεση. Από τη άλλη πλευρά το κριτήριο της πνευματικότητας, και της γνησιότητας της πίστης μας είναι τα έργα μας. Τα καλά έργα είναι ο καρπός της πίστης και ο Απόστολος Παύλος τα χαρακτηρίζει «καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις». Κατά μία άλλη ερμηνεία το «καλά» σημαίνει αρεστά στο Θεό. Ο Θεός ευαρεστείται όταν ο πιστός άνθρωπος δίνει μαρτυρία αγάπης, όταν διακονεί στο όνομα του Ιησού Χριστού τον πάσχοντα και εμπερίστατο αδελφό του. Όταν γίνονται μέσα στη σιωπή και στην ανωνυμία της αγάπης, είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος που «βασιλεύει» μέσα μας. Όταν αντίθετα αποβλέπουν σε διευθέτηση σκοπιμοτήτων, στερούνται της σφραγίδας του Πνεύματος και φανερώνουν την σκοτεινότητα και ακαταστασία της καρδιάς μας. Καλούμαστε όλοι στο όνομα του Ιησού Χριστού να δώσουμε στο σύγχρονο κόσμο μας τη μαρτυρία της αγάπης, των καλών έργων, της πίστης και της ελπίδας στο Θεό.
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου,
Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μτθ. ε’ 14-19 (18-07-2021)
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου· οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον, ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν· Ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν, ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου, ἕως ἂν πάντα γένηται. Ὅς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
Νεοελληνική Απόδοση
Είπε ο Κύριος στους μαθητές Του, εσείς είστε το φως για τον κόσμο∙ μια πόλη χτισμένη ψηλά στο βουνό δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι άνθρωποι, όταν ανάψουν το λυχνάρι, δεν το βάζουν κάτω από το δοχείο με το οποίο μετρούν το σιτάρι, αλλά το τοποθετούν στο λυχνοστάτη, για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας. Μη νομίσετε πως ήρθα για να καταργήσω το νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα για να τα καταργήσω, αλλά για να τα πραγματοποιήσω. Σας βεβαιώνω πως όσο υπάρχει ο κόσμος, έως τη συντέλειά του, δε θα πάψει να ισχύει ούτε ένα γιώτα ή μία οξεία από το νόμο. Όποιος, λοιπόν, καταργήσει ακόμα και μία από τις πιο μικρές εντολές αυτού του νόμου και διδάξει έτσι τους άλλους, θα θεωρηθεί ελάχιστος στη βασιλεία του Θεού. Ενώ όποιος τις τηρήσει όλες και διδάξει έτσι και τους άλλους, αυτός θα θεωρηθεί μεγάλος στη βασιλεία του Θεού.
Η ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από την επί του Όρους Ομιλία, όπου ο Κύριος απευθυνόμενος προς τους μαθητές του, τους απεκάλεσε παραβολικά «φως του κόσμου» γιατί έχουν στην καρδιά τους τη Χάρη του Τριαδικού Θεού. Ο Ιησούς Χριστός για να τονίσει πόσο σημαντικό είναι το φως στη ζωή των ανθρώπων μας αναφέρει το λυχνάρι που για να δώσει το φως του σε όλο το σπίτι τοποθετείται σε λυχνοστάτη και δεν κρύβεται. Αν αναλογιστούμε πόσο σημαντικό είναι το φως στη ζωή μας σήμερα, μόνο έτσι θα καταλάβουμε τη βαρύτητα που έχει ο λόγος του Κυρίου που καλεί τους Μαθητές του να γίνουν το φως του κόσμου.
Μέσα στην Αγία Γραφή υπάρχει έντονη η παρουσία του φωτός, ιδίως σε μεγάλα γεγονότα. Κατά πρώτο λόγο στη δημιουργία του κόσμου «και είπεν ο Θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως». Το φως έδωσε την ορατότητα της θείας δημιουργίας και καθόρισε τον ημερήσιο κύκλο και τη διαδοχή της ημέρας και της νύχτας. Επίσης φως έχουμε κατά την παράδοση των Δέκα Εντολών στο Μωυσή. Εκεί το όρος Σινά καλύφθηκε από τη νεφέλη και το φως σημαίνοντας την παρουσία του Θεού. Κατά τη Γέννηση του Ιησού Χριστού ο Αστέρας φωτίζει το Σπήλαιο της Βηθλεέμ και διαλαλεί την έλευση του Ιησού. Κατά τη Μεταμόρφωση, το πρόσωπο του Ιησού Χριστού έλαμψε όπως ο ήλιος και τα ρούχα του έγιναν λευκά όπως το χιόνι, ένδειξη και πάλι της θεϊκής δύναμης. Ακόμα σε πολλές περιπτώσεις ο Ιησούς Χριστός παρομοίασε τον εαυτό του με το φως: «Εγώ ειμί το Φως του κόσμου». Το φως κατά κύριο λόγο σημαίνει τον πνευματικό φωτισμό του ανθρώπου ένεκα της γνώσεως του αληθινού Θεού. Κατ’ επέκταση, μπορεί να συμβολίζει τη γνώση του υλικού κόσμου, την παιδεία, την καλλιέργεια, τη σοφία, τη γεώργηση του όλου ανθρώπου, ώστε να πορευθεί προς την τελειότητα, τη θέωση. Αρκεί όλα αυτά να γίνουν πράξεις, τρόπος ζωής και όχι νεκρή γνώση και τυπολατρία. Ο Ιησούς Χριστός στη συνέχεια τονίζει ξεκάθαρα: «ος δ΄αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Η έμπρακτη εφαρμογή του λόγου του Θεού είναι η καλύτερη διδασκαλία.
Η ένωση του ανθρώπου με την πηγή του φωτός, που είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, τον μεταβάλλει σε μια φωτεινή ύπαρξη. Αυτό είναι που με τη χάρη του Θεού πέτυχαν οι Άγιοι Πατέρες, που σήμερα γιορτάζουμε. Για να γίνουν οι Άγιοι Πατέρες φώτα, που φώτισαν όλη την Οικουμένη, ενώθηκαν με την πηγή του φωτός. «Φως όλοι γεγονότες θείον, ως θείου φωτός γεννήματα» (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος εις τα Άγια Φώτα, ΕΠΕ 5, 74). Τα «καλά έργα», αποτελούν την αυτονόητη εκδήλωση και τον απαραίτητο καρπό της φωτεινής ζωής. Άκαρπος χριστιανός αποτελεί αντίφαση, διότι η ιδιότητα του χριστιανού εκφράζεται με έργα και όχι μόνο με λόγια.
Εκτός από την έννοια του φωτός ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί επίσης την παραβολική εικόνα της πόλεως, η οποία είναι κτισμένη ψηλά στην κορυφή ενός βουνού και ως εκ τούτου δεν μπορεί να κρυφτεί, αλλά φαίνεται από πολύ μακριά. Έτσι και οι Μαθητές, ο τρόπος ζωής τους δηλαδή, οι πράξεις και τα έργα τους, δεν μπορούν να κρυφτούν αλλά είναι φανερά. Από αυτό προκύπτει η ευθύνη όλων μας ως μαθητών του Ιησού Χριστού, ώστε η ζωή μας να αποτελεί πρότυπο.
Η σχέση του Ιησού Χριστού με το Μωσαϊκό Νόμο είναι το δεύτερο μεγάλο θέμα της ευαγγελικής περικοπής. Ο Χριστός απαντώντας στους κατηγόρους του, ότι με τη διδασκαλία και τα έργα του στρέφεται εναντίον του Νόμου (βλ. θεραπείες ασθενών το Σάββατο) τονίζει εμφαντικά: «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας∙ ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι». Εδώ το ρήμα «πληρώσαι» ερμηνεύεται με την έννοια της εκπλήρωσης. Δηλαδή: «Δεν ήρθα να καταργήσω το Νόμο, αλλά να τον εκπληρώσω», δηλ. να τον πραγματοποιήσω.
Ούτε ένα γιώτα δεν κατάργησε από το Νόμο ο Ιησούς Χριστός, αφού η επί γης παρουσία και αποστολή του αποτελούν εκπλήρωση των προφητειών και όχι την κατάργηση. Ο Χριστός ερμήνευε το Νόμο κατά το πνεύμα και όχι κατά το νεκρό γράμμα όπως έκαναν οι νομοδιδάσκαλοι. Απορρίπτει δηλαδή ο Ιησούς Χριστός τη στείρα ερμηνεία του Νόμου που έκαναν οι νομοδιδάσκαλοι του Ισραήλ και μιλά για την ουσία του Νόμου, του Νόμου του Θεού, του οποίου τις προφητείες εκπληρώνει με την παρουσία του στον κόσμο. Ο Ιησούς Χριστός διακρίνει τις ανθρώπινες παραδόσεις από τις εντολές του Θεού που περιέχονται στο Νόμο. Η πλήρωση του Νόμου είναι το έργο και η αποστολή του Ιησού Χριστού. Οι Μαθητές εξ’ άλλου, έχουν υποχρέωση και καθήκον τήρησης του θείου Νόμου, καθώς και της διδασκαλίας του προς τους άλλους. Η εφαρμογή και διδασκαλία του Νόμου εκ μέρους των Μαθητών καθορίζεται επίσης με το λόγο του Χριστού: «ος δι αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Είναι ο τρόπος ζωής, ο οποίος πρέπει να συνάδει με το περιεχόμενο των λόγων μας και την πληρότητα των έργων μας.
Η Εκκλησία όρισε τη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή κατά την ημέρα της μνήμης των 630 Πατέρων της εν Χαλκηδόνα Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, για να μας μεταφέρει το μήνυμα, ότι οι Άγιοι Πατέρες έγιναν πράγματι το φως του κόσμου και ότι η διδασκαλία, το έργο και η παραδειγματική ζωή τους ήταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, γι αυτό και ανακηρύχθηκαν μεγάλοι από το Θεό στη Βασιλεία του. Αυτούς καλούμαστε να μιμηθούμε. Χωρίς αμφιβολία ο ευαγγελικός λόγος του Κυρίου είναι διαχρονικός και άρα σύγχρονος. Απευθύνεται στους Χριστιανούς κάθε εποχής και ίσως περισσότερο στη δική μας εποχή, όπου κυριαρχεί η σύγχυση ιδεών και αξιών και περίσσευσαν τα λόγια και οι διακηρύξεις έναντι των έργων.
Καλούμαστε λοιπόν οι Χριστιανοί μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι να γίνουμε φως του κόσμου, με λόγια και κυρίως με έργα, που να φανερώνουν τη χριστιανική ταυτότητά μας, ως «πόλις επάνω όρους κειμένη». Πρέπει να είμαστε φωτεινές εστίες, φωτεινοί λαμπτήρες πρώτα μέσα στο σπίτι μας, στο οικογενειακό μας περιβάλλον. Οι πράξεις μας να είναι έργα του φωτός και όχι του σκότους. Η χριστιανική ζωή είναι για τον κόσμο η καλύτερη απόδειξη της χριστιανικής διδασκαλίας. Η πίστη του χριστιανού είναι ολοκληρωμένη όταν το θεωρητικό της περιεχόμενο εκδηλώνεται εμπράκτως, οπόταν μπορούμε να γίνουμε «φως» αν ενώσουμε τις ζωές μας με την πηγή του φωτός που είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου