A.S.E.I.P.
Κυριακή ΚΓ΄ Επιστολών, Αποστ. Aνάγνωσμα: Εφεσ. β΄ 4-10
(15-11-2020)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί
ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμε.Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, ο Θεός μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος κι έχει απέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με το Χριστό. Με τη χάρη του Θεού έχετε σωθεί. Μας ανέστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθίσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. Έτσι, με την αγάπη που μας έδειξε δια του Ιησού Χριστού, φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκαμε δια της πίστεως. Κι αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δε σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος δια του Ιησού Χριστού μάς έκανε καινούριους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας.
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η Έφεσος ήταν η πρωτεύουσα της Ιωνίας και μια απ’ τις πολυπληθέστερες και λαμπρότερες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Κεντρική θέση στη ζωή αυτής της μεγαλούπολης κατείχε η λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Ο Απόστολος των Εθνών επισκέφθηκε την Έφεσο κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ κατά τη διάρκεια της τρίτης του περιοδείας έμεινε στην πόλη για σχεδόν τρία χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκεί μια εύρωστη χριστιανική κοινότητα που η δράση των μελών της ξεπερνούσε τα όρια της Εφέσου.
Η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο 63 μ.Χ., κατά την πρώτη φυλάκιση του Αποστόλου Παύλου στη Ρώμη. Κεντρικό θέμα της επιστολής είναι η ενότητα και η δόξα της Εκκλησίας, κεφαλή της οποίας είναι ο αναστημένος Ιησούς Χριστός και δια του οποίου όλοι που εγκεντρίζονται στο σώμα Του μπορούν να μετέχουν της νέας πραγματικότητας των δωρεών του Θεού.
Μέσα από τη συγκεκριμένη αποστολική περικοπή ο Απόστολος Παύλος τονίζει πως η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων προσπαθειών, αλλά της χάριτος του Θεού: ούτε οι αρετές ως ανθρώπινα επιτεύγματα, τις οποίες υπερτόνιζαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ούτε ο Νόμος, στον οποίο προσκολλούνταν οι Ιουδαίοι, μπορούν να σώσουν τον άνθρωπο.
Ήδη από την αρχή του δεύτερου κεφαλαίου της επιστολής, ο Απόστολος υπογραμμίζει την κατάσταση των Εφεσίων πριν πιστέψουν στο Χριστό: ήταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων και των αμαρτιών τους, έχοντας αιχμάλωτη την ύπαρξή τους στα πάθη τους. Αντί όμως να εκδηλωθεί σ’ αυτούς η δικαιολογημένη θεία οργή εξαιτίας αυτής τους της κατάστασης, εκχέεται σ’ αυτούς το έλεος και η αγάπη του Θεού: «Ο δε Θεός πλούσιος ών εν ελέει, διά την πολλήν αγάπην αυτού ήν ηγάπησεν ημάς…». Ο θείος Απόστολος, ξεχειλίζοντας από ευγνωμοσύνη προς το Θεό, χρησιμοποιεί κατά σειρά συνώνυμες λέξεις (έλεος, αγάπη ην ηγάπησεν), για να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερα αισθητό στους αναγνώστες το μέγεθος της δωρεάς του Θεού προς αυτούς. Πρέπει βέβαια να τονισθεί πως οι λέξεις αυτές δεν δηλώνουν αφηρημένες έννοιες, αλλά συγκεκριμένες ιστορικές ενέργειες του Θεού μέσα στην ανθρωπότητα.
Η αμαρτία είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική νέκρωση, αλλά ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς και νίκησε το θάνατο, μετέβαλε τη νεκρότητά μας σε ζωή. Μας μετάγγισε το πλήρωμα της δικής Του ζωής «ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Α΄ Ιω. 4,9).
Η νέα ελπιζόμενη κατάσταση των χριστιανών ταυτίζεται με αυτή του αναστημένου Χριστού: επειδή η κεφαλή αναστήθηκε, ταυτόχρονα και ολόκληρο το σώμα ζωοποιείται και δοξάζεται. Ο θείος Απόστολος, παραθέτοντας αλλεπάλληλα τρία συνώνυμα ρήματα (συνεζωοποίησε, συνήγειρε, συνεκάθισε) σε χρόνο αόριστο, διακηρύσσει την πραγματικότητα της σωτηρίας, ότι δηλαδή έχει ήδη συντελεστεί και αυτό που απομένει είναι να την οικειωθεί προσωπικά ο καθένας μας.
Βέβαια, όσο διαρκεί η παρούσα ζωή έχουμε απλώς «τον αρραβώνα της κληρονομίας ημών» (Εφ. 1, 14), αφού η σωτηρία θα γίνει κτήμα μας με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και την κοινή εξανάσταση. Τότε θα μπορούμε να γευόμαστε ολοκληρωμένα «τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Πραγματικά, υπερβολικός πλούτος! Όντως αξεπέραστο το μέγεθος της δύναμής του, να καθίσει κάποιος μαζί με το Χριστό! Και χίλιες ζωές ακόμη αν είχες, δεν θα τις θυσίαζες γι’ αυτό; Κατάλαβες πού εκείνος κάθισε; Πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Και με ποιόν κάθεσαι μαζί; Μ’ Εκείνον!».
Στο στίχο 8 ο Απόστολος Παύλος επαναλαμβάνει μια πρόταση που έγραψε στο στίχο 5: «χάριτι εστέ σεσωσμένοι». Συμπληρώνει βέβαια εδώ και τον τρόπο που όλοι εμείς μπορούμε να οικειωθούμε αυτή τη σωτηρία που προσφέρει κατά χάρη ο Θεός εν Χριστώ. Ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από την πίστη στις αλήθειες του Ευαγγελίου και ο οποίος αποτελεί ανταπόκριση του αυτεξουσίου μας προς εκείνα που πλουσιοπάροχα μας προσφέρει ο Θεός.
Ο Απόστολος των Εθνών, θέλοντας να ξεκαθαρίσει στους Εφεσίους τη θέση και το ρόλο των «αγαθών έργων» στη ζωή τους –και γενικά στη ζωή όλων των πιστών- γράφει τους δύο τελευταίους στίχους της περικοπής: «ούκ εξ έργων, ίνα μή τις καυχήσηται. αυτού γαρ εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς…». Ο σύνδεσμος «ίνα» στο στ.9 δηλώνει την έκβαση των γεγονότων: ενώ τα έργα των ανθρώπων ήταν πονηρά, ο Θεός δια της χάριτός του τους έσωσε, χωρίς να αφήνονται περιθώρια σε κάποιο να καυχηθεί. Εντούτοις, ο Θεός δημιουργεί και αναδημιουργεί εν Χριστώ τον άνθρωπο «επί έργοις αγαθοίς», δηλαδή για να εργάζεται το αγαθό. Ο σύγχρονος ερμηνευτής Καραβιδόπουλος αναφέρει: «Γίναμε καινούρια κτίση όχι με τα έργα που κάναμε, αλλά για να κάνουμε καλά έργα, με τα οποία φανερώνεται η ανακαίνισή μας. Αποτέλεσμα λοιπόν της σωτηρίας είναι τα καλά έργα και όχι προϋπόθεση».
Η αναφορά στη χάρη που εκπήγασε και εκπηγάζει από το απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού και δια της οποίας οι πιστοί σώζονται και απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα τα αιώνια αγαθά, είναι ένα από τα πιο αγαπητά και προσφιλή θέματα του αποστόλου Παύλου. Παραδείγματος χάριν, στην προς Ρωμαίους επιστολή τονίζει εμφατικά: «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως εν Χριστώ Ιησού» (Ρωμ. 3, 23-24). Στην προς Τίτον επιστολή ο απόστολος αναφέρει: «Ότε η χρηστότης και η φιλανθρωπία επεφάνη του σωτήρος ημών Θεού, κατά τον αυτού έλεον έσωσεν ημάς» (Τιτ. 3, 4-5) και συνεχίζει στο μεθεπόμενο στίχο: «ίνα δικαιωθέντες τη εκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’ ελπίδα ζωής αιωνίου» (Τιτ. 3, 7).
Το βαρυσήμαντο ρόλο της θείας χάριτος στη θέωση του ανθρώπου περιγράφει εύστοχα και ένας σύγχρονος άγιος, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, στο λόγο του «Η Χάρη»: «Δεν έφερα τίποτε μαζί μου στο Μοναστήρι, εκτός από τις αμαρτίες μου, και δεν ξέρω γιατί ο Κύριος μου έδωσε, ενώ ήμουν ακόμη νεαρός υποτακτικός, τόση χάρη του Αγίου Πνεύματος, που γέμισαν από χάρη η ψυχή μου και το σώμα μου.{…} Ο Κύριος μας αγαπά περισσότερο απ’ όσο η μητέρα τα παιδιά της και μας δίνει δωρεάν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.{…} Χωρίς τη χάρη του Θεού είμαστε όμοιοι με τα ζώα, αλλά με τη χάρη ο άνθρωπος είναι μέγας κοντά στο Θεό».
Εμείς, που με το βάπτισμά μας γίναμε μέλη του σώματος του
Κυρίου, δεν πρέπει να χάνουμε αυτό που πραγματικά μας αξίζει. Ας δεχτούμε το
δώρο του Θεού, ας γευτούμε δια της πίστεως «τον υπερβάλλοντα πλούτον της
χάριτος αυτού» και ας αφήσουμε την δωρεάν θεία χάρη να μας περιβάλει, να μας
ανακαινίσει, να μας θεώσει.
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αυτόν και λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον
Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να
κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;»
Εκείνος απάντησε: «Να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’
όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον
σου όπως τον εαυτό σου». «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε
και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε
στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και
είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε
πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον
μισοπεθαμένο. Από εκείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο
οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και
κάποιος λευίτης, που περνούσε από εκείνο το μέρος· παρ’ όλο που τον είδε κι
αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που
ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά
του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον
ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν.
Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε:
φρόντισέ τον, κι ότι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω.
Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε πλησίον
εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον
σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
Μέσα στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης (Γεν.4:8) διαβάζουμε πως, όταν ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ, τον ρώτησε ο Θεός πού βρίσκεται ο αδελφός του. Οργισμένος ακόμη εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω. Μήπως είμαι εγώ φύλακας του αδερφού μου;» Σε αυτή την γεμάτη μίσος και αδιαφορία ερώτηση, έρχεται να απαντήσει μια από τις πιο σπουδαίες παραβολές του Ευαγγελίου την οποία ακούσαμε στο σημερινό ανάγνωσμα (Λουκ. 10: 25-37). Είναι η «παραβολή του εμπεσόντος εις τους ληστάς ή του Καλού Σαμαρείτη όπως είναι ευρέως γνωστή» η οποία απαντά καταφατικά στον Κάιν: Ναι, ο άνθρωπος είναι φύλακας του αδελφού του, οφείλει να αγαπά και να προσέχει τον πλησίον του, με όλη τη δύναμη της καρδιάς του.
Τα περιστατικά της παραβολής είναι λίγο πολύ γνωστά: Ένας νομικός θέλει να «πειράξει» τον Ιησού Χριστό, τον ρωτά πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή. Ο Διδάσκαλος του λέει πως αυτό θα γίνει με τη διπλή εντολή της αγάπης: αγαπώντας το Θεό και τον πλησίον σου. Και όταν τον ξαναρωτά ο «σοφός» νομικός, ποιος ακριβώς είναι ο πλησίον, ο Κύριος διηγείται αυτή την ξεχωριστή παραβολή.
Κάποιος ταξιδιώτης, άγνωστος, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, πήγαινε από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ. Έπεσε όμως σε σπείρα ληστών, οι οποίοι τον κακοποίησαν άγρια και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Από τον ίδιο δρόμο περνούσε ένας ιερεύς ο οποίος αφού είδε τον πληγωμένο έφυγε χωρίς να κάνει καμιά χειρονομία βοήθειας. Ο επόμενος ταξιδιώτης ήταν ένας Λευίτης. Και αυτός έκανε την ίδια διαδρομή, συνάντησε στο δρόμο τον πληγωμένο, τον περιεργάσθηκε, τον εγκατέλειψε όμως κι’ αυτός αβοήθητο. Την ίδια διαδρομή τέλος ακολούθησε κι’ ένας Σαμαρείτης, οποίος «ήλθε κατ’ αυτόν, και ιδών αυτόν εσπλαχνίσθη, και προσέλθων κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον» (στ.33).
Η παραβολή αυτή μας προσφέρει μία εκλογή από χαρακτήρες: ο ιερεύς, ο Λευίτης και ο Σαμαρείτης. Η ζωή μας είναι μία πορεία, μία πορεία που θα πρέπει να μας οδηγεί στο ύψος της αγάπης του Θεού και του συνανθρώπου μας. Ο Ιησούς Χριστός θέλει να δει και τη δική μας αντίδραση μπροστά σ’ ένα άνθρωπο που βρίσκεται πονεμένος στο δρόμο μας. Πράγματι, αν τοποθετούσαμε τον εαυτό μας στη θέση των αυτήκοων ακροατών του Χριστού, θα είχαμε ποικίλες αντιδράσεις για τη στάση του καθενός από τους τρείς που είχαν συναντήσει τον μισοπεθαμένο ταξιδιώτη, θύμα των ληστών.
Μέσα από τη διήγηση αυτή δίνεται η απάντηση στις παγίδες που προσπαθούσε να στήσει ο «έξυπνος» άνθρωπος του νόμου στον Χριστό. Και μάλιστα, όχι μόνο απάντηση, αλλά και κάτι παραπάνω: δεν του είπε μόνο ποιος είναι ο πλησίον, αλλά και ποιος γίνεται πλησίον για μας. Ο Σαμαρείτης π.χ. βλέπουμε ότι σταμάτησε από την πορεία του, τον προορισμό του, τις δουλειές του, για να ενδιαφερθεί όσο το δυνατόν περισσότερο για τον ανήμπορο συνάνθρωπό του. Βγαίνει από το πρόγραμμά του, ξοδεύει τα χρήματά του για να περιποιηθεί έναν άνθρωπο που όχι μόνο δεν έχει τύχει να ξαναδεί ποτέ του, αλλά και ανήκει σε ένα αντίπαλο και «μισητό» έθνος. (Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι, το εβραϊκό Έθνος είχε χωρισθεί σε δύο βασίλεια, εκείνο του Ισραήλ, στη Νοτια Παλαιστίνη και εκείνο του Ιούδα, στη Βόρεια Παλαιστίνη. Οι Ιουδαίοι είχαν ως κέντρο λατρείας του Θεού το Ναό της Ιερουσαλήμ, ενώ οι Σαμαρείτες το Ναό τους στο όρος Γαριζίν. Αυτό το εθνικό μίσος μεταξύ των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών είναι εμφανές ακόμα και μέσα στα ιερά Ευαγγέλια.) Το να βοηθάς λοιπόν κάποιον δικό σου ή κάποιον από τον οποίον ελπίζεις να ανταμειφθείς, είναι κάτι σημαντικό αλλά έχει οπωσδήποτε σχετική αξία. Το να προσφέρεις όμως σε κάποιον, τον οποίο παραδοσιακά αντιπαθείς και έχεις διδαχθεί να αποφεύγεις, είναι κάτι ξεχωριστό, που κάνει τη φιλανθρωπία ακόμη πιο πολύτιμη.
Ο Χριστός, με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη θέτει δύο βασικές αρχές: Πρώτα, πρέπει να αναγνωρίζουμε σε κάθε άνθρωπο τον πλησίον μας, ανεξάρτητα από εθνικά, θρησκευτικά, και κοινωνικά και πολιτιστικά όρια. Φίλος ή εχθρός, συγγενής ή ξένος, πλούσιος ή φτωχός, ομόφυλος ή αλλόφυλος, ομόθρησκος ή αλλόθρησκος, γνωστός ή άγνωστος, αδιάφορας, είναι ο συνάνθρωπός μας. Δεύτερο, η ανάγκη του συνανθρώπου μας έχει απόλυτη προτεραιότητα. Ειναι αναγκαίο να υπερβεί κανείς τον εαυτό του, να θυσιάσει χρόνο, χρήμα, υλικά αγαθά και να εγκύψει με προσωπικό ενδιαφέρον στις ανάγκες του πλησίον. Γιατί τότε γίνομαι πράγματι πλησίον, διαφορετικά λαμβάνω εχθρική απόσταση από τον άλλο.
Η κλήση του Ιησού Χριστού είναι μεγαλειώδης και επιτακτική. Η αληθινή αγάπη είναι πέρα από ανθρώπινες διαιρέσεις και αντιπαλότητες. Νικά το μίσος και την εμπάθεια. Υπερβαίνει τις προσωπικές πικρίες και απλώνεται σε όλη την ανθρωπότητα, χωρίς σκοπιμότητες και υστεροβουλίες. Αυτό μας δίδαξε ο Κύριος και αυτό οφείλουμε να πράττουμε. Να μεριμνάμε, να φροντίζουμε και να «φυλάσσουμε» τους αδελφούς μας. Αν αγαπούμε τον πλησίον μας μιμούμεθα την αγάπη του Θεού. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου