Α.Σ.Ε.Ι.Π.
Κυριακή Η΄ Eπιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Α’ Κορ. α’
10-17
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ
κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. Ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν,
ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης, ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος
ὑμῶν λέγει· Ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ ᾿Απολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ.
Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; Ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου
ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάῑον,
ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ
ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ
οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς
βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ
Χριστοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, σας ζητώ, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού,
να είστε όλοι σύμφωνοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσα σας διαιρέσεις,
αλλά να είστε ενωμένοι, με μια σκέψη και με ενα φρόνημα. Αυτό το γράφω, αδελφοί
μου, γιατί με πληροφόρησαν για σας άνθρωποι της Χλόης οτι έρχεστε σε προστριβές
μεταξύ σας. Θέλω να πω οτι ο καθένας σας λέει κατί διαφορετικό. Ο ένας λέει:
«Εγώ είμαι του Παύλου», ο άλλος: «Εγώ είμαι του Απολλώ», ένας άλλος: «Εγώ είμαι
του Κηφά» και κάποιος άλλος: «Εγώ είμαι του Χριστού». Διαμοιράστηκε, λοιπόν, ο
Χριστός; Μήπως είναι ο Παύλος που πέθανε πάνω στον σταυρό για να σας σώσει; Η
μήπως στο όνομα του Παύλου έχετε βαφτιστεί; Ευχαριστώ τον Θεό που δεν βάφτισα
κανένα σας εκτός απο τον Κρίσπο και τον Γαϊο. Έτσι δεν μπορεί να πει κανείς πως
τον βάφτισα στο δικό μου όνομα. Ναι, βέβαια, βάφτισα και την οικογένεια του
Στεφανά. Εκτός απ’ αυτούς, όμως, δεν θυμάμαι να βάφτισα κανέναν άλλο. Η
αποστολή που μου όρισε ο Χριστός δεν ήταν να βαφτίζω, αλλά να κηρύττω το
ευαγγέλιο, χωρίς σοφά και περίτεχνα λόγια, ώστε ο θάνατος του Ιησού Χριστού
στον σταυρό να μη χάσει το περιεχόμενο του.
Σχολιασμός
Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Παύλος αναφέρεται
σε ένα αρκετά σοβαρό ποιμαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τότε οι Χριστιανοί
της εκκλησίας της Κορίνθου. Το πρόβλημα αυτό συνίστατο σε έριδες και προστριβές
μεταξύ των πιστών, οι οποίοι φαίνεται πως χωρίστηκαν σε παρατάξεις και έλεγαν
ότι ανήκουν ο καθένας σε συγκεκριμένο άτομο. Έτσι επήλθε διχασμός μεταξύ τους.
Οι διαιρέσεις μέσα στην Εκκλησία είναι ένα θλιβερό φαινόμενο και ο απόστολος
Παύλος μέσα απο τις πατρικές του νουθεσίες, τις συμβουλές του και τη μέριμνα
του προσπαθεί να δώσει λύση. Ένα φαινόμενο που δυστυχώς εμφανίζεται και
σήμερα στο χώρο της Εκκλησίας, με ολέθρια αποτελέσμτα.
Ο απόστολος Παύλος καλεί τους Κορινθίους, τους οποίους
αποκαλεί αδελφούς του, να έχουν ομόνοια μεταξύ τους, αγάπη και ενότητα. Να
ενεργούν ως ένας άνθρωπος, με μία σκέψη και ένα φρόνημα. Και τους ζητά αυτό στο
όνομα του Ιησού Χριστού. Το βασικό στοιχείο της ενότητας συνίσταται στην πίστη
τους στον αναστημένο Κύριο. Η ενότητα των πιστών είναι βασικό στοιχείο στην
Εκκλησία. Οι διχόνοιες, οι έχθρες και τα μίση είναι έργο του διαβόλου και δεν
έχουν θέση στην Εκκλησία. Γι’ αυτό άλλωστε και ο θείος Παύλος τους ζητά να
είναι ενωμένοι και αγαπημένοι μεταξύ τους.
Στη συνέχεια ο Παύλος εξηγεί στους παραλήπτες της επιστολής
του γιατί τους γράφει αυτά. Ο λόγος είναι η πληροφόρηση που είχε ότι μεταξύ
τους αναπτύχθηκαν έριδες και προστριβές, οι οποίες φέρουν καίρια πλήγματα στην
ενότητα της εκκλησίας της Κορίνθου, αλλά και της Εκκλησίας γενικότερα. Οι
πληροφορίες αυτές δόθηκαν στον Παύλο απο οικείους της Χλόης, μιας γυναίκας
άγνωστης σε εμάς, που όπως φαίνεται, είχε εξέχουσα θέση στην κοινότητα της
Κορίνθου. Στη συνέχεια ο Απόστολος των εθνών εξηγεί αναλυτικά την αιτία των
προστριβών. Η αιτία είναι η υπερβολική προσκόλληση, η οποία φτάνει στα όρια της
προσωπολατρίας, των Κορινθιών σε συγκεκριμένα άτομα.
Κάποιοι καυχόνταν και έλεγαν ότι ανήκουν στον Παύλο, άλλοι
πάλι ότι είναι του Απολλώ, άλλοι του Κηφά, ενώ άλλοι έλεγαν ότι ανήκουν στο
Χριστό. Ο πιστός απο τη στιγμή που βαπτίζεται, ανήκει στο Χριστό και στην
Εκκλησία και όχι σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όσο και αυτό το πρόσωπο
διακρίνεται για την αγιότητα του. Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός. Μέλη
της Εκκλησίας οι πιστοί. Μπροστά στην Κεφαλή λοιπόν της Εκκλησίας, είμαστε όλοι
ίσοι. Ως εκ τούτου προσωπολατρίες δεν έχουν θέση. Δεν ανήκουμε σε κανένα άνθρωπο,
αλλά όλοι ανήκουμε στο Χριστό και την Εκκλησία, η οποία είναι το Σώμα του
ζώντος Χριστού. Αυτό ακριβώς τονίζει ο Απύλος μέσα από την επιστολή του αυτή
προς την εκκλησία της Κορίνθου.
Τη στάση αυτή των Κορινθίων και τις έριδες μεταξύ των πιστών
της Κορίνθου, καυτηριάζει και ταλανίζει ο απόστολος Παύλος. Ερωτά λοιπόν
ο Παύλος: «μεμέρισται ο Χριστός;». Διαμοιράστηκε λοιπόν ο Χριστός; Μήπως τους
λέει ο Χριστός και η Εκκλησία διαιρέθηκαν και τεμαχίστηκαν; Και συνεχίζει και
ερωτά : «Μήπως είναι ο Παύλος που πέθανε πάνω στο σταυρό για να σας σώσει; ή
μήπως βαφτιστήκατε στο όνομα του Παύλου;» Τα ερωτήματα αυτά του Παύλου έχουν
σκοπό να ταρακουνήσουν και να συνεφέρουν τους Κορινθίους. Τους εξηγεί ότι αυτός
που πέθανε στο Σταυρό για να σώσει, αλλά και να ενώσει τα διασκορπισμένα τέκνα
του Θεού, είναι ο Χριστός. Αυτός που μας λύτρωσε απο το θάνατο με το θάνατο του
και την Ανάσταση του, είναι ο Χριστός και όχι ο απόστολος Παύλος ή οποιοσδήποτε
άλλος. Και η βάπτιση τους έγινε στο όνομα της Αγίας Τριάδας και όχι στο όνομα
του Παύλου ή κάποιου άλλου. Μάλιστα οι σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδας
είναι σχέσεις αγάπης και ενότητας. Στο πρότυπο λοιπόν των ενδοτριαδικών σχέσεων
πρέπει να συγκροτείται και η Εκκλησία.
Ακολούθως ο Παύλος ευχαριστεί το Θεό που δεν βάφτισε κανένα,
εκτός απο τον Κρίσπο, το Γάιο και την οικογένεια του Στεφανά. Ο Κρίσπος,
σύμφωνα με μαρτυρία των Πράξεων, ήταν αρχισυνάγωγος στην Κόρινθό και υπήρξε απο
τους πρώτους που πίστεψαν στο Χριστό. Για τον Γάιο δεν έχουμε επαρκείς
πληροφορίες. Ο Στεφανάς βρισκόταν απο τη βάπτιση του στο πλευρό του Παύλου. Το
ότι ο Απόστολος ευχαριστεί το Θεό που δεν βάφτισε κανένα, εκτός αυτούς που
ανέφερε πιο πάνω, ίσως αυτό να μας φαίνεται παράξενο και παράδοξο, όμως ο
απόστολος Παύλος δίνει μια εξήγηση. Ο λόγος είναι γιατί δεν μπορεί να πει
κάποιος πως βαφτίστηκε στο δικό του όνομα. Φαίνεται πως ο Παύλος στην Κόρινθο,
ο ίδιος βάπτισε ελάχιστα άτομα, τα οποία και μνημονεύει στην επιστολή του. Έτσι
δεν μπορούν να ισχυριστούν κάποιοι ότι βαπτίστηκαν στο δικό του όνομα.
Στο στίχο 17, ο απόστολος Παύλος, αναφέρει ότι η αποστολή
που ανατέθηκε απο το Χριστό δεν είναι να βαφτίζει, αλλά να κηρύττει το
ευαγγέλιο. Το βάπτισμα μπορεί να το τελέσει και ένας απλός λειτουργός. Η
διάδοση όμως του ευαγγελικού μηνύματος είναι έργο δύσκολο, που δεν μπορεί να το
επιτελέσει κάθε άνθρωπος. Και ο Χριστός ανέθεσε στον Παύλο τη διάδοση του
χριστιανικού μηνύματος στα έθνη. Για τον σκοπό αυτό ο θείος Παύλος
πραγματοποίησε και τις τέσσερις γνωστές του αποστολικές περιοδείες, στη γνωστή
τότε οικουμένη. Ο Παύλος ακόμη αναφέρει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: ότι το
κήρυγμα του ευαγγελίου πρέπει να μεταδίδεται με απλότητα, χωρίς περίτεχνα
λόγια, χωρίς να χρησιμοποιείται η θύραθεν σοφία. Μόνο τότε κατά τον Παύλο δεν
θα χάσει και το νόημα του το κήρυγμα για το σταυρικό θάνατο του Χριστού.
Δυστυχώς και σήμερα, 2000 και πλέον χρόνια από τότε που
συνέγραψε την επιστολή αυτή ο απ. Παύλος, υπάρχουν διχόνοιες και έριδες μεταξύ
των πιστών. Ήδη απο τους πρώτους αιώνες έχουμε τις αιρέσεις, που τόσο
ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν την Εκκλησία. Οι αιρέσεις αποτελούν σημάδι
εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας και συνίστανται στην προσκόλληση κάποιων ανθρώπων
σε κάποιες απόψεις και σε κάποια πρόσωπα. Θλιβερό ορόσημο της Εκκλησίας
αποτέλεσε το Σχίσμα του 1054 που διαίρεσε την Εκκλησία και τους πιστούς. Απο
την άλλη έχουμε στην Εκκλησία το φαινόμενου του γεροντισμού και του γεροντικού
φονταμενταλισμού. Πρόκειται για την υπερβολική και φανατική προσκόλληση πιστών
στον πνευματικό τους πατέρα ή σε συγκεκριμένους γέροντες. Θεωρούν ότι ο γέροντας
τους αποτελεί αυθεντία, ότι είναι «υπερ-ορθόδοξος», ενώ οι υπόλοιποι δεν
εκφράζουν το ορθόδοξο φρόνημα. Είναι όντως ένα νοσηρό φαινόμενο που πρέπει να
εκλείψει. Οι πνευματικοί πατέρες και οι γέροντες, είναι μεν πνευματικοί
οδηγοί, αλλά είναι και αυτοί διάκονοι του Χριστού και της Εκκλησίας.
Είμαστε πιστοί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και όχι οποιοδήποτε προσώπου. Γι’
αυτό και ονομαζόμαστε «χριστιανοί». Φέρουμε το όνομα του Χριστού. Τον Ιησού
Χριστό λατρεύουμε ως Θεό και Σωτήρα και αυτός είναι που μας οδηγεί στη σωτηρία
και λύτρωση. Οι πνευματικοί πατέρες απλώς μας συμβουλεύουν και μας καθοδηγούν
με τη χάρη του Θεού στην εν Χριστώ πορεία μας. Επίσης, δια του μυστηρίου της
Μετανοίας και πάλι με τη χάρη του Θεού, συντελούν στη συγχώρεση των αμαρτιών
μας. Ως εκ τούτου προσωπολατρίες, σε σημείο μάλιστα φανατισμού, είναι κάτι ξένο
προς τη χριστιανική μας ιδιότητα.
Κυριακή Η΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθ. ιδ’ 14 –
22
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ
ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτούς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Ὀψίας δὲ
γενομένης, προσῆλθον αὐτῷ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος, καὶ
ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας,
ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν
ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ
πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. Ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας
τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς
δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν, εὐλόγησε· καὶ κλάσας, ἔδωκε τοῖς
Μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ Μαθηταὶ τοῖς ὅχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες, καὶ
ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ
δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ
εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον, καὶ
προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, είδε ο Ιησούς πολύν κόσμο και τους
σπλαχνίστηκε, και γιάτρεψε τους αρρώστους των. Όταν έπεσε το δειλινό, τον
πλησίασαν οι μαθητές του και του είπαν: «Ο τόπος είναι ερημικός, και η ώρα
είναι περασμένη. Διώξε τον κόσμο να πάνε στα χωριά για ν’ αγοράσουν φαγητά να
φάνε». Ο Ιησούς τους είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να
φάνε». Κι αυτοί του λένε: «Δεν έχουμε εδώ παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια». Κι
αυτός ειπε: «Φέρτε μού τα εδώ». Κι αφού πρόσταξε τον κόσμο να καθίσει για
φαγητό πάνω στο χορτάρι, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το
βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε
στους μαθητές κι οι μαθητές στο πλήθος. Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Και μάζεψαν
τα περισσεύματα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Αυτοί αφού έφαγαν ήταν
περίπου πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Αμέσως ύστερα
ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές να μπούν στο καΐκι και να πάνε να τον
περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη.
Σχολιασμός
Ο τόπος ήταν έρημος και η ώρα περασμένη. Τα τρόφιμα
ελάχιστα. Πού θὰ έβρισκαν φαγητὸ τα πλήθη των ανθρώπων ─ κι ήταν
πάνω απὸ πέντε χιλιάδες ─ που εἶχαν ακολουθήσει τον Κύριο και ήδη είχαν αρχίσει
να πεινούν;… «Ουκ έχομεν ώδε ει μη πέντε άρτους και δύο ιχθύας», είπαν οι
μαθητὲς στον Κύριο. Δεν έχουμε εδώ τίποτε άλλο παρὰ μόνο πέντε ψωμιὰ και
δύο ψάρια. Αλλὰ τι είναι αυτὰ για τόσες χιλιάδες ανθρώπων;
Οι μαθητὲς του Κυρίου, αν και είχαν δει τόσα θαύματά Του,
δεν μπορούσαν ακόμη να ξεφύγουν απὸ τα στενὰ όρια της ανθρώπινης λογικής. Κι
ενώ έβλεπαν τα προβλήματα, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τη δύναμη, την αγαθότητα
και την πρόνοια του Χριστού ως εγγύηση για την επίλυσή τους. Πολύ εύστοχα
σημειώνει ο ιερὸς Χρυσόστομος: «Ει γαρ και έρημος ο τόπος, αλλ’ ο τρέφων την
οικουμένην πάρεστιν»· μπορεί να ήταν έρημος ο τόπος, αλλὰ είναι μαζί σας Αυτὸς
που τρέφει την οικουμένη.
Πόσες φορὲς εγκλωβιζόμαστε στην ψυχρὴ λογικὴ των οικονομικών
υπολογισμών! Μετράμε τα έξοδα και… το μυαλὸ σταματά. «Αδύνατον! Δεν θα τα βγάλουμε
πέρα», λέμε. Κι όμως! Τίποτε δεν είναι αδύνατο για τον παντοδύναμο Θεό. Όπως
και στο παρελθὸν ο Κύριος μας έσωσε απὸ δύσκολες περιστάσεις και πραγματικὰ
αδιέξοδα, έτσι και τώρα και πάντοτε έχει τη δύναμη να μας βοηθήσει και να κάνει
το θαύμα. Θαύμα, όπως αυτὸ της διατροφής τόσων χιλιάδων ανθρώπων στην έρημο.
Ο Χριστός χορταίνει την πνευματική πείνα των ανθρώπων και
κατόπιν καλύπτει και τις υλικές τους ανάγκες. Όταν μάλιστα οι μαθητές Του
ζητούν από Εκείνον να απολύσει τους όχλους, να δώσει δηλαδή εντολή να φύγουν
από κοντά Του και να κατευθυνθούν στα κοντινά χωριά για να αγοράσουν την τροφή
τους, ο Χριστός τους λέει ξεκάθαρα: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν»
(Ματθ. 14, 16). «Δεν είναι ανάγκη να φύγουν από κοντά μου για να φάνε,
αλλά εσείς οι μαθητές μπορείτε να τους δώσετε από τη δική μας τροφή»,
επισημαίνει ο Κύριος, χαράσσοντας τελικά ένα δρόμο που διαφοροποιεί την
αντίληψη που οι περισσότεροι έχουν για τους συνεχιστές της πορείας του Κυρίου
και των μαθητών Του, δηλαδή τους ανθρώπους που ανήκουν στην Εκκλησία.
Ποια είναι αυτή η διαφοροποίηση; Προηγείται το χόρτασμα της πνευματικής πείνας,
η ανταπόκριση των ανθρώπων στην πνευματική προσφορά του λόγου του Θεού και
έπεται το υλικό χόρτασμα. Αν ο άνθρωπος έχει χορτάσει πνευματικά από την
παρουσία του Χριστού και τον λόγο Του, τότε η ευθύνη των μαθητών είναι να μην
του επιτρέψουν να φύγει για να βρει την υλική του τροφή, αλλά να μοιραστούν τη
δική τους μαζί του. Και επειδή αυτή η τροφή είναι λίγη, ο Χριστός με την
προσευχή Του, την πολλαπλασιάζει, ώστε όχι μόνο να φθάσει για όλους, αλλά και
να περισσέψει εν αφθονία. Η πνευματική πείνα. Μια κατάσταση που στην εποχή μας
έχει τεθεί στο περιθώριο.
Οι άνθρωποι που πηγαίνουν στην Εκκλησία ή μιλούν για την
Εκκλησία δεν βλέπουν την πνευματική πείνα αλλά μόνο την υλική. Ζητούν,
απαιτούν, διαμαρτύρονται, κατηγορούν όχι γιατί η Εκκλησία δεν τους χορταίνει
πνευματικά, γιατί κάτι τέτοιο δεν τους ενδιαφέρει, αλλά γιατί, κατά τη γνώμη
τους, δεν τους χορταίνει υλικά. Είναι τέτοιος ο προσανατολισμός της ανθρώπινης
φύσης στην ιδιοτέλεια του εδώ και τώρα, στην ιδιοτέλεια των υλικών αγαθών, στην
ιδιοτέλεια της άκοπης επιβίωσης, η οποία καθίσταται κύριος στόχος του ανθρώπου,
ώστε να έχει ξεχαστεί η πνευματική πείνα, η αγωνία για νόημα ζωής, για να
γνωρίζει ο άνθρωπος γιατί ζει και υπάρχει, ποιος είναι ο σκοπός της πορείας του
στον κόσμο αυτό.
Ο Χριστός βλέπει στην έρημο τους ανθρώπους που πεινούν για
ζωή, για αλήθεια, για κοινωνία με το Θεό. Και τους χορταίνει όχι μόνο με τη
διδαχή Του, αλλά κυρίως με το πρόσωπό Του, με την παρουσία Του. Δεν περιφρονεί
όμως και τις υλικές ανάγκες του κόσμου. Τις συνδυάζει όμως με τις πνευματικές
και γι’ αυτό λέει στους μαθητές Του ότι δεν έχουν ανάγκη οι άνθρωποι να φύγουν
από κοντά Του. Αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο πορεύεται αληθινά η Εκκλησία, παρά
την πίεση που υφίσταται από τον κόσμο να προτάξει την υλικότητα του ανθρώπου σε
σχέση με το πνεύμα. Η Εκκλησία καλείται με τον λόγο, με τα βιώματα των Αγίων,
με την ζωή στην οποία καλεί τον άνθρωπο να πορευτεί, να δείξει ότι «ουκ επ’
άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» και από κει και πέρα, αφού χορτάσει πνευματικά τον
άνθρωπο, να τον βοηθήσει και στο υλικό κομμάτι της ζωής.
Στην εποχή της μεγάλης κρίσης την οποία ζούμε η στάση του
Χριστού φαντάζει εντελώς ουτοπική. Όταν μάλιστα αυξάνουν οι στρατιές των ανθρώπων
που ζούνε κάτω από τα όρια της φτώχειας ή στερούνται ακόμη και το καθημερινό
φαγητό, το συναίσθημα και η ανθρωπιά μας σπρώχνουν να βγάζουμε κηρύγματα
φιλανθρωπίας και να απαιτούμε από την Εκκλησία να προσφέρει. Πόσοι από εκείνους
που υποδεικνύουν στην Εκκλησία να αντιστρέψει την σειρά του Ευαγγελίου άραγε
κάνουν πράξη αυτά που πρεσβεύουν για τους άλλους; Αλλά και η ίδια η Εκκλησία
πόσο μπορεί να αντέξει αυτή την πίεση και να δώσει στους ανθρώπους να
κατανοήσουν ποιος πρέπει να είναι ο αληθινός προσανατολισμός της ζωής; Μήπως,
εάν οι άνθρωποι βίωναν τον πνευματικό χορτασμό, θα αισθάνονταν την ανάγκη
τελικά να μοιραστούν και την τροφή τους μ’ αυτούς που δεν έχουν; ΚΙ εδώ οι
μαθητές είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι δεν είχαν οι ίδιοι χορτάσει
πνευματικά για να αισθανθούν το αυτονόητο: να μοιραστούν το υλικό με τους
ακροατές του Χριστού.
Τι άλλο μαρτυρεί η ορθολογιστική προτροπή προς το Χριστό να
απολύσει τους όχλους για να βρούνε τροφή; Ενώ ο Χριστός, τους υποδεικνύει
τελικά με τον τρόπο του ότι δεν είναι ο ορθολογισμός που πρέπει να κυβερνά τη
ζωή μας, αλλά η πνευματική πορεία, από την οποία μπορεί να γεννηθεί το θαύμα.
Γιατί η αγάπη τελικά είναι το σημείο του πνευματικού χορτασμού, που γεννά την
πληρότητα εντός του ανθρώπου και τελικά το θαύμα του μοιράσματος. Πόσοι είναι
έτοιμοι στην εποχή αυτής της μεγάλης κρίσης να διακηρύξουν το λόγο του Χριστού:
«Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια
στόματος Θεού» (Ματθ. 4, 4). Πόσοι είναι χορτάτοι από το λόγο του Θεού για
να ακούσουν τελικά την προτροπή του μοιράσματος: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν.
δότε αυτοίς υμείς φαγείν», τόσο πνευματικά όσο και υλικά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου