π.Α.Σ.Ε.Ι.Π.
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας
μεταφέρει στην πόλη της Σαμαρείας Συχάρ, όπου ο Ιησούς Χριστός συναντά στο
πηγάδι του Ιακώβ τη Σαμαρείτισσα γυναίκα. Ο διάλογος μεταξύ του Ιησού
Χριστού και της Σαμαρείτισσας, ενώ έχει ως αφετηρία κάποιο υλικό πράγμα, το
νερό, «δος μοι πιείν», εντούτοις στη συνέχεια καταλήγει σε μια συνομιλία με
υψηλές διδασκαλίες και μηνύματα. Ο διάλογος αυτός στάθηκε η αφορμή ώστε η
γυναίκα αυτή να πιστέψει
πραγματικά ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας. Η
Σαμαρείτισσα αυτή γυναίκα είναι η μετέπειτα Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, την
οποία τιμά η Εκκλησία μας κατά την ομώνυμη Κυριακή της Σαμαρείτιδος, αλλά και
στις 26 Φεβρουαρίου. Η Αγία Φωτεινή αφιέρωσε τον εαυτό της στη διάδοση του
ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη, όπου και τελικά μαρτύρησε για την πίστη
του Ιησού Χριστού και σφράγισε έτσι το ιεραποστολικό της έργο με το μαρτύριο
του αίματος.
Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν κατά τη διήγηση του παρόντος ευαγγελικού
αναγνώσματος κουρασμένος από την οδοιπορία, φτάνει στην πόλη Συχάρ και κάθεται
στο πηγάδι του Ιακώβ για να ξεκουραστεί. Μετά και την άφιξη της
Σαμαρείτισσας στο πηγάδι για να αντλήσει νερό, ο Ιησούς Χριστός της ζητά να του
δώσει νερό να πιει. Εξάλλου σε πολλές άλλες περιπτώσεις ο Χριστός
αποκαλύπτει την ανάγκη της πείνας και δίψας του. Ακόμη και τις δύσκολες
ώρες του Σταυρού θα ζητήσει και πάλιν νερό, λέγοντας «διψώ», για να λάβει όμως
«αντί του ύδατος όξος». Όλες αυτές οι περιπτώσεις βεβαιώνουν ότι ο Ιησούς
Χριστός ως τέλειος Θεός και άνθρωπος είχε προσλάβει όλα τα αδιάβλητα πάθη, τις
ανθρώπινες φυσικές ανάγκες δηλαδή, «παρεκτός αμαρτίας».
Η Σαμαρείτισσα γυναίκα παραξενεύτηκε όχι τόσο από την αίτηση
ενός άγνωστου άντρα, αλλά από το γεγονός ότι ένας Ιουδαίος καταδέχεται να
συνομιλεί με μια Σαμαρείτισσα και μάλιστα να της ζητά νερό να πιει. Για
να κατανοήσουμε την έκπληξη της Σαμαρείτισσας πρέπει να ανατρέξουμε στην
ιστορία των δύο λαών, Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Μια παλιά θρησκευτική
έχθρα ήταν η αιτία, ώστε να μην έχουν μεταξύ τους καμία επικοινωνία και
επαφή. Κατά την άποψη των Ιουδαίων οι Σαμαρείτες είχαν περιπέσει σε
«αίρεση» και δεν ασκούσαν τη σωστή λατρεία του Θεού στα Ιεροσόλυμα. Από
την άλλη οι Σαμαρείτες, αφοσιωμένοι στον προπάτορά τους Ιακώβ, συνέχιζαν να
λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό στο όρος Γαριζίν.
Στη συνέχεια ο Ιησούς Χριστός μεταφέρει το διάλογο σε ένα
ανώτερο επίπεδο, από το υλικό νερό στο «δώρο του Θεού» και στο «ζωντανό
νερό». Η Σαμαρείτισσα όμως δεν μπορεί να κατανοήσει τη βαθύτητα των λόγων
του Κυρίου, γι΄ αυτό και επαναφέρει το διάλογο στο νερό του πηγαδιού: «Κύριε,
ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ• πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το
ζών;». Μετά από αυτή την παρεξήγηση των λόγων του ο Κύριος οδηγεί τη
συζήτηση στο επίπεδο που επιθυμεί: «πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει
πάλιν• ος δ΄ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα,
αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν
αιώνιον». Ο Ιησούς Χριστός στο σημείο αυτό δίνει συμβολική έννοια στο
«ύδωρ το ζών», παραπέμποντας στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λάβει η
ανθρωπότητα. Στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης Ιεζεκιήλ, μιλώντας για την
κάθαρση του Ισραήλ αναφέρει: «και ρανώ εφ΄ υμάς ύδωρ καθαρόν, και καθαρισθήσεσθε
από πασών των ακαθαρσιών υμών και από πάντων των ειδώλων υμών, και καθαριώ
υμάς» (Ιεζ. 36,25). Λέγει δηλαδή ο Θεός μέσα από το στόμα του προφήτη ότι
θα μας ραντίσει με καθαρό νερό και θα εξαγνισθούμε από την ακαθαρσία της
ειδωλολατρίας. Εξάλλου ο ευαγγελιστής Ιωάννης και σε ένα άλλο σημείο του
ευαγγελίου του συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα με το νερό: «ο πιστεύων εις εμέ, καθώς
είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε
είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιω.
7,38-39). Αυτή η πηγή του «ζώντος ύδατος» είναι για την Εκκλησία η ίδια η
Πεντηκοστή, κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται και ζωοποιεί τον άνθρωπο.
Η συνέχεια του διαλόγου με τη Σαμαρείτισσα επικεντρώνεται
στην πραγματική λατρεία του Θεού. Στο αίτημα της γυναίκας να λάβει το
ζωντανό νερό ο Κύριος της ζητά προηγουμένως να φέρει τον άνδρα της. Εκείνη
απάντησε ότι δεν έχει άνδρα, δίνοντας έτσι αφορμή στον Κύριο να αποκαλύψει την
κρυμμένη ζωή της: «καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω, πέντε γαρ άνδρας έσχες, και
νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ». Η έκβαση αυτή του διαλόγου του Ιησού
Χριστού με τη Σαμαρείτισσα γυναίκα στάθηκε η αιτία της αλλαγής της ζωής
της. Από εκείνη τη στιγμή έπαψε να είναι η γυναίκα των πέντε ανδρών και
έγινε κήρυκας και απόστολος του Ιησού Χριστού. Από εκείνη τη στιγμή
άρχισε να κατανοεί τα λόγια και τις αποκαλύψεις του Κυρίου για την προσωπική
της ζωή, αφού στη συνέχεια ομολογεί στους συμπατριώτες της: «δεύτε ίδετε
άνθρωπον ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα• μήτι ούτος εστίν ο Χριστός;». Από την
άλλη μεριά άρχισε να κατανοεί και το συμβολισμό το λόγων του Ιησού Χριστού, ο
οποίος της μίλησε για το ζωντανό νερό. Έτσι η επόμενη ερώτησή της αφορά
στις σχέσεις Θεού και ανθρώπων, ουσιαστικά στο θέμα της λατρείας του Θεού: «οι
πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν• και υμείς λέγετε ότι εν
Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δεί προσκυνείν». Η απάντηση του Ιησού
Χριστού είναι άμεση και θέτει την ουσία του θέματος στην πραγματική του
διάσταση: «έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί
προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία• και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί
τους προσκυνούντας αυτόν».
Ο Ιησούς Χριστός τοποθετεί πλέον το θέμα της αληθινής
λατρείας του Θεού από τον τόπο στον τρόπο, ότι δηλαδή ο Θεός Πατέρας πρέπει να
λατρεύεται «εν πνεύματι και αληθεία». Αυτή η αληθινή λατρεία του αληθινού
Θεού είναι μεν κάτι το προσδοκώμενο και το αναμενόμενο ως προς την πληρότητά
του, αλλά ταυτόχρονα ήδη άρχισε να εφαρμόζεται στην παρούσα ζωή, «έρχεται ώρα
και νυν εστίν». Η Σαμαρείτισσα βέβαια δεν μπορεί να δεχτεί τους λόγους
του Κυρίου στο σύνολό τους, γι΄ αυτό εκφράζει την πίστη της ότι όταν έλθει ο
αναμενόμενος Μεσσίας, θα αποκαλύψει όλα αυτά τα μυστήρια. Τότε ο Ιησούς
Χριστός της αποκάλυψε, ότι ο ίδιος είναι ο Μεσσίας: «εγώ ειμί ο λαλών
σοι». Από τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στη Σαμαρείτισσα γι΄
αυτό σπεύδει να πληροφορήσει το γεγονός στους συμπατριώτες της: «αφήκεν ουν την
υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις• δεύτε ίδετε
άνθρωπον ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα• μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; Εξήλθον ουν
εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν». Η ενέργεια αυτή της Σαμαρείτισσας
γυναίκας γίνεται η αιτία, ώστε οι Σαμαρείτες να πιστέψουν στο Μεσσία Χριστό και
να αποδεχθούν το κήρυγμά του: «εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις
αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα
όσα εποίησα».
Μετά την ολοκλήρωση του διαλόγου του Ιησού Χριστού με τη
Σαμαρείτισσα ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν μας ξεκαθαρίζει αν ο Κύριος είχε πιει
νερό ή όχι, το πιθανότερο είναι ότι δεν είχε πιει. Τώρα πλέον τη θέση των
συνομιλητών λαμβάνουν οι μαθητές του, οι οποίοι αρχικά τον προτρέπουν να
φαει. Ο Κύριος αρνείται την υλική τροφή λέγοντας: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ
το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον». Η πείνα και η
δίψα του Κυρίου είναι η εκπλήρωση του θελήματος του Θεού Πατέρα, η εκπλήρωση
του έργου της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Σε
αυτό το έργο καθιστά πλέον ο Ιησούς Χριστός βοηθούς και συνεχιστές του τους
μαθητές του: «εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε• άλλοι
κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε».
Η διήγηση της περικοπής τελειώνει με τη συγκέντρωση όλων στο
πηγάδι του Ιακώβ, ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του, η Σαμαρείτισσα και οι
συμπατριώτες της, οι οποίοι ήλθαν κατόπιν της δικής της πρόσκλησης. Κατά
πρώτο λόγο οι Σαμαρείτες γνωρίζουν τον Ιησού Χριστού εξαιτίας της μαρτυρίας της
γυναίκας ότι: «είπε μοι πάντα όσα εποίησα», στη συνέχεια όμως διαπιστώνουν οι
ίδιοι και γίνονται μάρτυρες της Μεσσιανικότητας του Κυρίου: «αυτοί γαρ
ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο
Χριστός». Η κατακλείδα της περικοπής είναι μια διαπίστωση και ομολογία
ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας, εκείνος που
εργάζεται το θέλημα του Θεού Πατέρα, εκείνος που αποκαλύπτει στον κόσμο τον Θεό
Πατέρα και φανερώνει την αληθινή προσκύνηση και λατρεία Του. Η σύναξη
αυτή γύρω από το πηγάδι του Ιακώβ λαμβάνει εκκλησιολογικό συμβολισμό.
Είναι η σύναξη της Εκκλησίας στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και η τέλεση του
μυστηρίου του Βαπτίσματος. Η λατρεία της Εκκλησίας υπήρξε εξαρχής πράξη
της κοινότητας και όχι ατομική προσωπική πράξη των πιστών. Το κάθε άτομο,
ο κάθε πιστός αποτελεί μέλος της εν Χριστώ κοινωνίας, στην οποία εισέρχεται με
το Βάπτισμα. Βασικό στοιχείο του μυστηρίου του Βαπτίσματος είναι το νερό,
μέσα στο οποίο βυθίζεται τρεις φορές ο νεοφώτιστος στο όνομα της Αγίας Τριάδος
και γίνεται έτσι μέλος του σώματος της Εκκλησίας.
Το θέμα της αληθινής λατρείας του Αληθινού Θεού
υπερτονίζεται μεταξύ και πολλών άλλων θεμάτων στο παρόν ευαγγελικό
ανάγνωσμα. Η λατρεία του Θεού είναι εξόχως σημαντική μέσα στη ζωή της
Εκκλησίας. Ο κάθε πιστός άνθρωπος, αισθάνεται πηγαία την ανάγκη να
λατρεύει τον Θεό. Ο Ιησούς Χριστός στο διάλογό του με τη Σαμαρείτισσα
αποσυνδέει τη λατρεία του Θεού από τον τόπο και δε δίνει κάποια ιδιαίτερη
σημασία σ΄ αυτόν. Εξάλλου η διδασκαλία του Ιησού Χριστού, που στηριζόταν
στην ιουδαϊκή παράδοση για την κατάργηση του ναού στους εσχάτους χρόνους και τη
δημιουργία ενός νέου ναού, υπήρξε και μια από τις κατηγορίες για την καταδίκη
του. Αυτό το μαρτυρεί και ο εμπαιγμός του από τους παρευρισκόμενους στον
Γολγοθά: «ουά ο καταλύων τον ναόν και οικοδομών εν τρισίν ημέραις, σώσον
σεαυτόν καταβάς από του σταυρού» (Μαρκ. 15,29). Σύμφωνα με τη μαρτυρία
του ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς Χριστός μετά την εκδίωξη των εμπόρων από το ναό
είπε τους λόγους αυτούς: «λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ
αυτόν» (Ιω.2,19), προλέγοντας την τριήμερη Ανάστασή του. Ουσιαστικά από
τη στιγμή της Σταύρωσης και του Κυρίου έχουμε την κατάργηση της Ιουδαϊκής
θρησκείας και την εγκαθίδρυση της νέας λατρείας του αληθινού Θεού. Αυτό
μαρτυρεί και το σχίσιμο του καταπετάσματος του Ναού του Σολομώντος κατά την ώρα
του θανάτου του Κυρίου επί του Σταυρού: «και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη
εις δύο από άνωθεν έως κάτω» (Μαρκ. 15,38). Το γεγονός αυτό συμβολίζει
την λήξη της Ιουδαϊκής λατρείας και σημαίνει την αρχή της νέας λατρείας του
Θεού. Η θεολογία του ευαγγελιστή Ιωάννη ταυτίζει τον κατεστραμμένο και
ανοικοδομημένο ναό με το σώμα του Αναστάντος Κυρίου: «εκείνος δε έλεγε περί του
ναού του σώματος αυτού» (Ιω. 2,21). Ο τόπος της λατρείας του Θεού είναι
πλέον το ίδιο το σώμα του Αναστάντος Κυρίου και αυτό φαίνεται καθαρά και στο
διάλογο του Ιησού Χριστού με το μαθητή του Ναθαναήλ: «απ΄ άρτι όψεσθε τον
ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί
τον υιόν του ανθρώπου» (Ιω.1,52), δηλαδή αυτό που είναι εσχατολογικά
αναμενόμενο είναι ήδη και απτή πραγματικότητα, ο Ιησούς Χριστός είναι ο τόπος
της λατρείας.
Αυτή τη θεολογική προσέγγιση του ευαγγελιστή Ιωάννη
διαπιστώνουμε και στο κατεξοχήν εσχατολογικό και λειτουργικό βιβλίο της Καινής
Διαθήκης την Αποκάλυψη, η οποία αποδίδεται στον ίδιο. Ολόκληρη η
Αποκάλυψη είναι μια παρουσίαση της ουράνιας λειτουργίας. Το όραμα του
προφήτη πραγματοποιείται ημέρα Κυριακή «εν τη Κυριακή ημέρα» (1,10), η ημέρα
της Σύναξης των πιστών για την τέλεση της θείας λειτουργίας. Επιπλέον
υπάρχουν μέσα στην Αποκάλυψη πλήθος από ύμνους, δοξολογίες, ευχαριστιακές
αναφορές, ευλογίες, που παραπέμπουν στον ακολουθούμενο από την Εκκλησία
λειτουργικό τύπο. Όλοι οι λειτουργικοί τύποι έχουν την ίδια δομή που
στηρίζεται στην ετοιμασία του θρόνου και στην επιτέλεση της αναίμακτης
ιερουργίας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ανάμνηση και βίωση όλων των
γεγονότων της θείας οικονομίας με κορύφωση το θείο Πάθος και την Ανάσταση και
την τελική επικράτηση της βασιλείας του Θεού. Παρά το γεγονός ότι η
Αποκάλυψη δεν χρησιμοποιείται ως ανάγνωσμα σε καμία λειτουργία ή ακολουθία,
εντούτοις αποτελεί τον τύπο της επίγειας τελετουργίας.
Η λατρεία του Θεού, λοιπόν, δεν περιορίζεται πλέον σε έναν
ιδιαίτερο τόπο, αλλά γίνεται «εν πνεύματι και αληθεία», είναι τριαδοκεντρική,
αναφέρεται στην Αγία Τριάδα. Με αυτό το σκεπτικό βλέπει ο ευαγγελιστής
Ιωάννης και το ναό στη Νέα Ιερουσαλήμ της Αποκάλυψης: «και ναόν ουκ είδον εν
αυτή• ο γαρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστί και το αρνίον» (Αποκ.
21,22). Κέντρο της λατρείας πλέον είναι η προσφορά της θυσίας του Ιησού
Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι ο
τόπος της λατρείας, της προσφοράς της αναίμακτης ιερουργίας. Ο ίδιος ο
Ιησούς Χριστός είναι ο «θύτης» και το «θύμα», ο «προσφέρων» και ο «προσφερόμενος».
Ο πιστός άνθρωπος μπορεί να λάβει τους καρπούς αυτής της θυσίας, μετέχοντας στη
θεία Ευχαριστία.
Το κριτήριο πλέον της αληθινής λατρείας του Θεού δεν είναι ο
συγκεκριμένος εθνικός τόπος, ούτε των Ιεροσολύμων, ούτε του όρους
Γαριζίν. Τόσο οι Ιουδαίοι, όσο και οι Σαμαρείτες, λάτρευαν τον Θεό κατά
την αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης, ο καθένας σύμφωνα με τις δικές του εθνικές
καταβολές και παραδόσεις. Ο Ιησούς Χριστός εδώ αποκαλύπτει την αληθινή
λατρεία του Θεού Πατέρα, η οποία πρέπει να γίνεται «εν πνεύματι και αληθεία»
και είναι ήδη παρούσα «έρχεται ώρα, και νυν εστίν». Ο Ιησούς Χριστός
είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Σωτήρας του κόσμου και με την παρουσία του
ξεκινά η πραγματική λατρεία του Θεού Πατέρα. Αρκετοί από τους Πατέρες της
Εκκλησίας, αλλά κυρίως ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ερμηνεύουν το «εν
πνεύματι και αληθεία» ως τη λατρεία του Τριαδικού Θεού, του Πατέρα, του Υιού
και του Αγίου Πνεύματος. Το Πνεύμα είναι το Άγιο Πνεύμα, που έρχεται,
κατοικεί και ζωοποιεί τον άνθρωπο και η αλήθεια ο Υιός, ο Ιησούς Χριστός, που
ενανθρώπησε και με τη σταυρική του Θυσία και Ανάσταση οδήγησε το ανθρώπινο
γένος στον Θεό Πατέρα.
Στον αποχαιρετιστήριο λόγο (Ιω. 14 – 16) του προς τους
μαθητές και Αποστόλους του ο Ιησούς Χριστός τονίζει το μεσιτικό ρόλο του Υιού
προς τον Πατέρα για τους ανθρώπους. Ο Ιησούς Χριστός ξεκαθαρίζει ότι η πίστη
προς τον Θεό δεν είναι αληθινή αν δεν διέρχεται δια του Υιού, γιατί εκείνος
αποκαλύπτει τον Πατέρα στον κόσμο: «ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο
ποιήσω, ίνα δοξασθή ο Πατήρ εν τω Υιώ» (Ιω. 14,13). Η επίκληση του
ονόματος του Ιησού Χριστού είναι βασική προϋπόθεση της «εν πνεύματι και
αληθεία» λατρείας του Θεού. Εξάλλου σε άλλο σημείο του αποχαιρετιστήριου
λόγου του ο Ιησούς Χριστός επισημαίνει στους Αποστόλους: «ταύτα λελάληκα παρ΄
υμίν μένων• ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί
μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. 14,
25-26). Ο Υιός είναι απεσταλμένος στο όνομα του Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα
είναι απεσταλμένο από τον Πατέρα στο όνομα του Υιού, επομένως με την «εν
πνεύματι και αληθεία» λατρεία του Τριαδικού Θεού, ο άνθρωπος επικοινωνεί με τον
Πατέρα δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Άλλωστε οι ιερές ακολουθίες της
Εκκλησίας μας τελούνται στο όνομα της Αγίας Τριάδας και η κορυφαία ακολουθία, η
θεία λειτουργία αρχίζει με την αναφορά στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας:
«Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…».
Η δυνατότητα της «εν πνεύματι και αληθεία» λατρείας του Θεού
δόθηκε στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση και θυσία του Ιησού Χριστού.
Έτσι φανέρωσε στον κόσμο το μυστήριο της Αγίας Τριάδας και γνωστοποίησε το
προαιώνιο σχέδιο της θείας Οικονομίας, το σχέδιο δηλαδή του Θεού για τη σωτηρία
των ανθρώπων. Η σταυρική του Θυσία και η ένδοξή του Ανάσταση μας
προσφέρει αυτή τη σωτηρία και μας δίνει τη δυνατότητα της κοινωνίας του σώματος
και αίματός του. Η μετοχή μας όμως αυτή στο σώμα του Αναστάντος Κυρίου
δεν πρέπει να είναι τύπος αλλά ουσία, δεν πρέπει να είναι εξωτερική και μόνο έκφραση
αλλά βαθύτερη καρδιακή συμμετοχή. Απόλυτη πίστη στον εν Τριάδι
αποκαλυφθέντα Θεό και ολοκληρωτική αφιέρωση της ύπαρξής μας, της σκέψης μας,
της καρδίας και της θέλησής μας σ΄ Αυτόν. Η ευθύνη μας σήμερα είναι η
διάδοση αυτής της αληθινής λατρείας του Τριαδικού Θεού σε όλο τον κόσμο.
Όπως ο Χριστός βγήκε από τα εθνικά πλαίσια της Ιουδαίας και κατευθύνθηκε στους
Σαμαρείτες για να κηρύξει και σ΄ αυτούς, έτσι και η Εκκλησία σήμερα οφείλει να
ανοίξει τους ορίζοντές της και να απευθύνει το μήνυμά της σε όλο τον κόσμο.
Υπάρχουν ακόμη και σήμερα στη σύγχρονη εποχή μας, λαοί και έθνη που ζουν κάτω
από τη σκιά των ειδώλων. Αυτή τη διάσταση τη δίνει σήμερα η Εκκλησία εν
μέρει με την άσκηση του έργου της ιεραποστολής. Η προσπάθεια όμως δεν
πρέπει να περιοριστεί εκεί, αλλά χρειάζεται η υπέρβαση όλων των εθνικών ή και
εθνικιστικών αντιλήψεων, οι οποίες έχουν επικρατήσει και έχουν αλλοιώσει την
εκκλησιολογία της, με τη δημιουργία των κατά τόπους λεγομένων Εθνικών Εκκλησιών
ή την εισαγωγή εθνικών πεποιθήσεων στον χώρο της λατρείας. Ο Ιησούς
Χριστός κατάργησε την εθνική αντίληψη της λατρείας και τον συγκεκριμένο τόπο
και κατέστησε τη λατρεία του Θεού καθολική και οικουμενική. Ο αληθινός
Θεός δεν λατρεύεται, ούτε προσκυνείται μέσα σε στενά εθνικά και τοπικά πλαίσια.
Η λατρεία του Τριαδικού Θεού πραγματοποιείται «εν πνεύματι και αληθεία» σε όλη
την οικουμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου