Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από την ίδρυση του Κοιμητηρίου (1882) και το 1890 το Συμβούλιο του Ι.Ν. Κοιμητηρίου ζητά από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Αγίου Νικολάου να κτιστεί Ναός αφιερωμένος στους Αγίους Ταξιάρχας Μιχαήλ και Γαβριήλ. Η συνολική δαπάνη προϋπολογίζεται σε 4.520,29 δρχ και το έργο αναλαμβάνει ο Αναστάσιος Πίσπας.
Το Σεπτέμβριο του 1882 διορίζονται ο Ευάγγελος Κουτούπουτος και ο Ιωάννης Ευαγγελής (πιθανόν επιτροπή) και ο προτεινόμενος από το δήμαρχο ιερέας Σουπάς ή Σαππάς, απόφοιτος της ιερατικής σχολής. Είναι ο πρώτος ιερέας πού υπηρετεί στο Ναό του Κοιμητηρίου.
Στις 22-6-1891 συμπληρώνεται ο προϋπολογισμός με 610.33 δρχ λόγω των τροποποιήσεων του νομομηχανικού Λαρίσης.
16-7-1892, πληρώνεται ο εργολάβος Ιωάννης Κόττας από τον μεταφερόμενο προϋπολογισμό του 1891 το ποσό των 793,80 δρχ.
18-5-1892 ακυρώνεται η δημοπρασία για την αποπεράτωση του ναού.
5-8 1892, αναλαμβάνει την αποπεράτωση ο Νικόλαος Σαμαράς και χορηγείται πίστωση 2,514 δρχ.
8-3-1893, δίνεται πίστωση 2.365,51 στον ίδιο εργολάβο για την αποπεράτωση του έργου.
Από τότε, ο Ναός γράφει την ιστορία του, μαζί με το Κοιμητήριο.
Από τότε, ο Ναός γράφει την ιστορία του, μαζί με το Κοιμητήριο.
Στη συνέχεια θα
παραθέσω και άλλα Ιστορικά στοιχεία τα
οποία είναι στο βιβλίο της Βασιλείας Γιασιράνη-κυρίτση, «Ιστορίες ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο
του Βόλου» Σεπτέμβριος 1996, ΕΚΔΟΣΗΣ
ΩΡΕΣ.
Η πρώτη Θεία Λειτουργία γίνεται στις 16-5-18
Το 1904 υπηρετούν οι ιερείς Γεώργιος Κορομηλάς και Νικόλαος Γκέκας. Το 1911 ο πρωτοπρεσβύτερος Ευστάθιος Τσόπελος και οι ιερείς Γεώργιος Παπαγεωργίου και Νικόλας Γκέκος.
Το 1923 οι μικρασιάτες πρόσφυγες <<εγκαθίστανται>> στη Νέα Ιωνία. Επειδή δεν έχουν Εκκλησία χρησιμοποιούν το Ναό για τις λατρευτικές ανάγκες, έως ότου γίνει η Εκκλησία τους η Ευαγγελίστρια. Και τότε εκτελούνται κάποια έργα.
Στα επόμενα χρόνια, το διοικητικό συμβούλιο του δήμου προσπαθεί να καλύψει τις ανάγκες. Τον Οκτώβριο του 1931 δίνονται 3.600 δρχ για μισθούς του νεωκόρου και το Δεκέμβριο 4.388 δρχ. Τον Ιανουάριο του 1934 δίνεται ποσό 33.000 δρχ, μειωμένο κατά 16%, για την επέκταση του Ναού προς τα δυτικά, με εμφανή τα σημεία στο εσωτερικό του, με ένα τόξο με το οποίο δένεται ο κυρίως Ναός και στο εξωτερικό στη στέγη του Ναού.
Φαίνεται όμως πως και τα συμπληρωματικά χρήματα δεν φτάνουν και το Εκκλησιαστικό συμβούλιο του Ναού επιβάλει προσαύξηση 10% στα τιμολόγια πώλησης οικογενειακών τάφων, για την ενίσχυση και συντήρηση του Ναού.
Για τα χρόνια που ακολουθούν δεν υπάρχουν πληροφορίες για το Ναό, παρά μόνο πώς, κατά την διάρκεια της Κατοχής, υπηρετεί στο Ναό ο πατήρ Δημήτριος Χατζόπουλος και ο Θωμάς Αρχιμανδρίτης, ο οποίος πεθαίνει το 1943.
Τον Ιανουάριο του 1957 επισκευάζεται όλος ο Ναός, χωρίς δημοπρασία, αλλά με ανάθεση σε εργολάβο. Είναι μία εποχή αναπαλαίωσης του Ναού λόγο των φθορών, που είχε υποστεί. Η λειτουργικότητα του χώρου δεν εξυπηρετεί πλέον, αφού δε γίνονται μόνο οι νεκρώσιμες ακολουθίες τα μνημόσυνα και οι Λειτουργίες, αλλά πολλοί πιστοί συμμετέχουν τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα, να συμμετάσχουν σε όλες τις ακολουθίες και την ημέρα τις Αναστάσεως.
Έτσι, το Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 1961 δίνονται 80.000 δρχ και το Φεβρουάριο του 1962 70.000 δρχ. Η επέκτασή του γίνεται πάλι προς τα δυτικά και οριστικοποιείται η σημερινή του μορφή. Τα σημεία επέκτασης φαίνονται εξωτερικά στη σκεπή και στο χτίσιμο στον τοίχο. Τα μονόλοβα παράθυρα δεξιά-αριστερά φωτίζουν τον χώρο. Ο πρόναος έχει διαστάσεις 4,15 επί 7,75 μ.
Από τον Αύγουστο του 1968 ο Ναός έχει δύο ψάλτες κι ένα Νεωκόρο, τον Κων/νο Τασταυρίδη ο οποίος πέθανε το έτος 2004.
Το Μάιο του 1971 καθορίζονται οι μηνιαίες αποδοχές των ιερέων Βελισσαρίου και Παππά, αλλά και των ιεροψαλτών, οι οποίες αναπροσαρμόζονται τον Απρίλιο του 1975, τον Φεβρουάριο του 1980 και 1981.
Σήμερα διακονούν στο ναό οι ψάλτες, ο Αθανάσιος Γρηγορίου στο δεξιό ψαλτήρι και ο Αλέξανδρος Λάππας αριστερά.
Τον Κοιμητηριακό Ναό διακόνησαν ακόμη οι ιερείς, π. Βάγιος Κολοφωτιάς, π.Αναστάσεως Ζαχαρής, π.Νικόλαος Καϊμακάμης, π.Πέτρος Καϊμακάμης, π.Παναγιώτης Χριστοδούλου, π.Απόστολος Ντόκος, και από το έτος 2000 διακονεί στο Ναό ο π.Αλέξανδρος Σαγάνης.
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΩΝ
ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ
Το διάταγμα του Όθωνα της 6 Μαΐου 1834, (Φ.Ε.Κ. 16/6 Μαΐου 1834), επί αντιβασιλείας Άρμανσμπέργκ, Μάουερ, Έυδεκ, αφορούσε στους ελεύθερους πλέον Έλληνες και όχι στον τουρκοκρατούμενο Βόλο.
Τον Νοέμβριο του 1881 απελευθερώνεται η πόλι από τους Τούρκους. Γιά περισσότερα Ιστορικά στοιχεία για το Παλαιό Κοιμητήριο Βόλου, μπορεί κανείς να διαβάσει τον τόμο της κυρίας Βασιλείας Γιασιράνη-Κυρίστη, ''Ιστορίες ζωής και θανάτου''. Ο τότε λοιπόν δήμαρχος Παγασών Γεώργιος Καρτάλης, διορατικότατος για την εποχή του και οξύνους, αντιλαμβάνεται και εφαρμόζει τη σχετική νομοθεσία του ελληνικού κράτους.
Θέλοντας να μην οριοθετήσει το Βόλο, αλλά να προβλέψει μακρόχρονα την αύξησή του, αποφασίζει να μεταφέρει το Κοιμητήριο στη σημερινή θέση, στον Ξηρόκαμπο, τον Ιούλιο του 1882, απορρίπτοντας κάποιες άλλες τοποθεσίες και βλέποντας προς το βόρειο όριο της πόλης μετατίθεται πάνω από την οδό Αλεξάνδρας.
Το δημοτικό συμβούλιο, με την εισήγηση του δημάρχου Γεωργίου Καρτάλη, εγκρίνει χώρος του εγκαταλειμμένου Κοιμητήριο να χρησιμοποιηθεί ως προσωρινό δημοτικό γυμναστήριο.
Στην ανάγνωση των πρακτικών δε διευκρινίζεται για ποιό εγκαταλειμμένο Κοιμητήριο γίνεται λόγος του Αναύρου ή της Ανάληψης.
Η ένδειξη <<το εγκατελειμμένο Κοιμητήριο το κείμενον επί δέκα λεπτών αποστάσεως της πόλεως>> και το γεγονός ότι το Κοιμητήριον της Ανάληψης, παρά την ίδρυση νέου λειτουργεί σχεδόν μέχρι το 1900, βοηθάει να συμπεράνουμε, ότι το προσωρινό δημοτικό γυμναστήριο είναι στο χώρο του Αναύρου.
Στον Ξηρόκαμπο έχει αγοραστεί το οικόπεδο στην τιμή των 3.600 δρχ. και τον Απρίλιο του 1883 αποστέλλοται από το δήμαρχο, ως πλέον ειδήμονες κάποιοι
γιατροί της πόλεως Βόλου να εγκρίνουν την καταλληλότητα του οικοπέδου, ελλείψει ειδικών. Δαπανώνται δε για τη μεταφορά των αμαξών 16.50 δρχ .. Υπολογίζεται να κτιστεί ναός και να περιτειχιστεί.
Το γεγονός ότι μεταφέρεται και λειτουργεί από το 1883 το νέο Κοιμητήριο και χτίζεται ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, επιβεβαιώνεται από τον Νικόλαο Γάτσο.
Το πρώτο παλαιότερο μνημείο που υπάρχει – και που είναι σίγουρα μεταφορά από το Κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου – είναι της Αναστασίας Μανούσου, με ημερομηνία ταφής την 21η Αυγούστου 1873, για το οποίο γράφει στο ιδιόχειρο σημειωματάριό του ο Νικόλαος Αντωνόπουλος, στις 20-12- 1877. Επίσης άλλοι τρείς τάφοι έχουν μεταφερθεί από άλλο Κοιμητήριο, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε από ποιό, με κάποιες ενδείξεις και τους λόγους μεταφοράς τους.
Οι τάφοι αυτοί έχουν χρονολογία 1874 Δημήτριος Τοπάλης, 1876 Κων/νος Καρτάλης, 1877 Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου.
Εφημερίδα του 1930 δίνει την πληροφορία πως το 1885 υπήρχαν μόνο 30 τάφοι και ο πρώτος νεκροθάφτης ήταν ο Κυρ Θανάσης, η ζωντανή ιστορία του Κοιμητηρίου ως το 1930.
Η ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ
Η επιτύμβια γλυπτική είναι από τα σημαντικότερα κεφάλαια της νεοελληνικής γλυπτικής.
Μπαίνοντας στο Κοιμητήριο είναι σαν να βρίσκεται κανείς σ’ ένα απέραντο υπαίθριο χώρο έκθεσης γλυπτικής, όπου υπάρχουν έργα ποικίλα, μικρών και μεγάλων, άσημων και φημισμένων καλλιτεχνών, που με το έργο τους έδωσαν το διαχρονικό τους παρόν σε τούτη την έκθεση.
Το ταφικό μνημεία ενδιέφερε πάντοτε τον άνθρωπο σ’ όλα τα στάδια της εξέλιξης, της πορείας και του πολιτισμού του. Οι επιτύμβιες στήλες της αρχαιότητας και οι σαρκοφάγοι διαιώνιζαν τη μνήμη του νεκρού ανάμεσα στους ζωντανούς, για χιλιάδες χρόνια και τον διαιωνίζουν ως τα σήμερα. Ήταν η συνέχεια της αντίληψης που είχε ο άνθρωπος σε κάθε εποχή, να στήσει ένα μνημείο πάνω από τον τάφο του νεκρού. Ήταν ύψιστη και ύστατη υποχρέωση, ανάγκη, ένδειξη αγάπης. Έτσι ο καλλωπισμένος τάφος, ο εντυπωσιακός, ο επιβλητικός, εξαφάνιζε την έννοια του μακάβριου και της ανυπαρξίας, της εκμηδένισης. Ο κάθε νεκρός αποκτούσε πλέον μία καινούργια υπόσταση. Κάποιες φορές διατηρούσαν τη μορφή του με την προτομή και επενεργούσε, επηρέαζε τη ζωή των ζωντανών.
Τύποι και μοτίβα που συνηθίζονται στο Κοιμητήριο του Βόλου είναι:
Σαρκοφάγος, επιτύμβια στήλη και ακολουθούν τα ανάγλυφα tondi (μετάλλια), γυμνή γυναικεία μορφή, προτομές, τεφροδόχη, σταυροί.
Οι σαρκοφάγοι, το 19 αιώνα, ξεφεύγουν από το αρχαιοπρεπές σχήμα τους. Σπάνια χρησιμοποιούνται για ταφές. Συνήθως είναι επιτύμβια μνημεία που υποδηλώνουν τον τάφο όπως π.χ. οι τάφοι των Θωμόπουλου, Κυριακίδη, Κουκιάδη, Πάντζα.
Οι προτομές είναι πορτραίτο του νεκρού, με ρεαλιστικές και ιδεαλιστικές τάσεις. Δεν είναι απαραίτητο να μοιάζουν του νεκρού, αλλά να μην παραβιάζουν καλλιτεχνικούς όρους. (Προτομές Αντωνίου Τσοποτού, Κων/νου Καρτάλη, Ιωάννου Σαπουντζή)
Τα ανάγλυφα tondi (μετάλλια) είναι συνδιασμός επιτύμβιας στήλης και προτομής. Έχει βάθρο υπερυψωμένο για το όνομα του νεκρού ή για νεκρικό επίγραμμα (Ιωάννη και Μαρίκας Καρτάλη, Κατίνας Ανιτσά, Θεοκρίτου Παππά, Μαρίας Κοντοσοπούλου)
Η γυμνή γυναικεία μορφή είναι σπάνιο μοτίβο,επήρεια των δυτικών. Ονομάζεται Πενθούσα ή θλιβομένη ή Κλαίουσα. Γνωστή στα ευρωπαϊκά νεκροταφεία του 19ουαιώνα. Μέχρι τα μέσα 20ου, (Δαγκλή Ελευθερίου)
Τεφροδόχη: Προέρχεται από την αρχαιότητα. Έχει συμβολικό και διακοσμητικό ρόλο, αφού δεν γίνεται η καύση νεκρών. Συνήθως στήνεται σε ψηλή στήλη και έχει σχήμα ληκύθου ή αμφορέα (Ιωάννη και Μαρίκας Καρτάλη)
Επιτύμβιες στήλες: Τά θέματά τους, τον 5ο , 4ο , αιώνα, ήταν γυναικεία μορφή με δούλα στο πλάι, γυναικείες μορφές κάτω από δένδρα, σκηνές αποχαιρετισμού συζύγων. Το 19 αιώνα το θέμα αποχαιρετισμού δίνεται συντομογραφικά, δηλαδή μόνο τα χέρια το ένα μέσα στο άλλο (Μαριάνθης Δούρα, Θωμά Καζίλη). Φανερώνεται η σχέση τους και πέρα απ’ αυτή τη ζωή. Στις περισσότερες στήλες απεικονίζονται αγγελάκια (<<πενθούν πνεύμα>>) ανεστραμμένες δάδες και στεφάνια ασφόδελων. Η αναποδογυρισμένη δάδα συνηθίζεται ήδη από το 1860 και υπάρχει σε πολλά ταφικά μνημεία (Στέφανου Παπαδημητρίου, Ιωάννη Σαπουντζή, Ιωάννη Αντωνόπουλου, Αλεξάκη Ζήση).
Σταυροί: Οι ανάγλυφοι σταυροί είναι το πιο συνηθισμένο θέμα, με διάκοσμο φυτικό και ζωικό, απομεινάρια παλαιοχριστιανικής τέχνης. Επίσης τα ναισκόμορφα επιτύμβια έχουν σχήμα αρχαίου ναού (Μαρίας Κοντοσοπούλου, Κατίνας Ανιτσά, Πολυχρόνου Παπαδημητρίου, Ελευθερίου Δαγκλή).
Μαυσωλεία: Το κτίσμα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον. Καλλιεργείται η ιδέα της αιώνιας κατοικίας. Η αρχιτεκτονική τους έχει σύμβολα ανάστασης – αποκάλυψης μιάς άλλης ζωής .. .. (Χατζηκυριαζή, Λεύκοβιτς, Τζάνου, Κοντο.
Από το βιβλίο της Βασιλείας Γιασιράνη - Κυρίτση
''Ιστορίες ζωής στο νεκροταφείο Βόλου'' Σεπτέμβριος 1996,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΡΕΣ
Από το βιβλίο της Βασιλείας Γιασιράνη - Κυρίτση
''Ιστορίες ζωής στο νεκροταφείο Βόλου'' Σεπτέμβριος 1996,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΡΕΣ
πατήρ Αλέξανδρος Σαγάνης
εφημέριος είς τον ιερόν ναόν
Παμμεγίστων Ταξιαρχών
Μιχαήλ και Γαβριήλ
Παλαιού Κοιμητηρίου
Βόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου