Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27-11-2022, Εφεσ. β΄ 14-22 Λουκ. ιη’ 18-27

Ε.Ι.Π.



















Ἀπολυτίκιον. Ἦχος Βαρὺς.

Κατέλυσας τῷ Σταυρῷ σου τὸν θάνατον, ἠνέῳξας τῷ Λῃστῇ τὸν Παράδεισον, τῶν Μυροφόρων τὸν θρῆνον μετέβαλες, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις κηρύττειν ἐπέταξας· ὅτι ἀνέστης Χριστὲ ὁ Θεός, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

 Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ' . Ταχὺ προκατάλαβε

 Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ

ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Τοῦ Ναοῦ

ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΗΧΟΣ Γ΄

 Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν προαιώνιον Λόγον, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως . Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα· δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ τῶν Ποιμένων, βουληθέντα ἐποφθῆναι, παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.


Κυριακή ΚΔ΄ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Εφεσ. β΄ 14-22 

 Πρωτότυπο Κείμενο

Ἀδελφοί, Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

 Νεοελληνική Απόδοση

Αυτός πραγματικά είναι για μας η ειρήνη. Αυτός έκανε τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους ένα λαό και γκρέμισε με το σταυρικό του θάνατο ό,τι σαν τείχος τους χώριζε και προκαλούσε έχθρα μεταξύ τους. Κατήργησε δηλαδή τον ιουδαϊκό νόμο των εντολών και των διατάξεων, για να δημιουργήσει με το έργο του από τα δύο εχθρικά μέρη, από τους Ιουδαίους και τους εθνικούς, μια νέα ανθρωπότητα, φέρνοντας την ειρήνη. Κι αφού θανάτωσε με το σταυρό του την έχθρα, ένωσε τους δύο πρώην εχθρούς σε ένα σώμα και τους συμφιλίωσε με το Θεό. Έτσι, ο Χριστός ήρθε κι έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης σ’ εσάς τους εθνικούς, που ήσασταν μακριά από το Θεό, και σ’ εσάς τους Ιουδαίους, που ήσασταν κοντά του. Πραγματικά, δια του Χριστού μπορούμε μ’ ένα πνεύμα και οι δύο, εθνικοί και Ιουδαίοι, να πλησιάσουμε τον Πατέρα. Δεν είστε, λοιπόν, πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού. Προστεθήκατε κι εσείς στο οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες κι ακρογωνιαίο λίθο αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μ’ αυτόν δένεται ολόκληρο το οικοδόμημα και μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον Κύριο. Ο Κύριος οικοδομεί κι εσάς μαζί με τους άλλους, για να γίνετε πνευματική κατοικία του Θεού.

 Εισαγωγικά

Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αναπτύσσει ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος: αναφέρεται στο «μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,9).  Το μυστήριο δηλαδή της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ο Ιησούς Χριστός.  Η σωτηρία των ανθρώπων πραγματοποιείται «εν Χριστώ» μέσα στην Εκκλησία και αποτελεί προϊόν της αγάπης και της χάριτος του Θεού, και μέσα σ’ αυτήν ενώνονται και αποτελούν ένα σώμα οι πρώην εχθροί μεταξύ τους Ιουδαίοι και Εθνικοί.

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι άνθρωποι ήταν διαιρεμένοι σε αυτά τα δύο έθνη, το ιουδαϊκό και το εθνικό (ειδωλολάτρες). Ζούσαν πολύ κοντά αλλά ήταν εχθρικά διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο. Οι μεν Ιουδαίοι σιχαίνονταν τους Εθνικούς θεωρώντας τους άπιστους και ακάθαρτους. Οι δε Εθνικοί απέφευγαν τους Ιουδαίους χαρακτηρίζοντάς τους ως δεισιδαίμονες και ακοινώνητους. Η Έφεσος λοιπόν, υπήρξε μια κοινότητα της οποίας οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες, ξένοι προς τις υποσχέσεις και τις διαθήκες. Αργότερα όμως, μετά τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, η κοινότητα πλέον φέρεται να είναι καλά θεμελιωμένη και να κατέχετε από πνεύμα διάκρισης. Υπάρχει καλή διδασκαλία, εξακολουθεί  όμως να υφίσταται ένα βασικό χαρακτηριστικό πρόβλημα η απουσία της αγάπης προς τον Χριστό αλλά και μεταξύ των ανθρώπων.

 «Χριστός εστίν η ειρήνη ημών»

Με έξαρση σχεδόν ποιητική ο Απόστολος των Εθνών ξεκινά να περιγράφει το ειρηνευτικό και ενοποιό έργο του Χριστού. Ενώ θα περιμέναμε ως συνήθως να δούμε τον Απόστολο Παύλο να κάνει λόγο για κρίση και οργή του Θεού εναντίον των Ιουδαίων και Εθνικών που βρίσκονταν μέσα στην αμαρτία. Εδώ μιλάει για τον πλούτο της θείας αγάπης που συμφιλιώνει τις δύο αυτές αντίθετες θρησκευτικές ομάδες και προσφέρει την ειρήνη. Ο Χριστός «ως άρχων ειρήνης» κατά τον προφητικό λόγο του Ησαῒα (Ησ. 9,6), στάθηκε μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, ανάμεσα στους δύο πραγματικούς κόσμους, του Θεού και του ανθρώπου, άπλωσε τα χέρια του, και ειρηνοποίησε τη γη με τον ουρανό, ένωσε δηλαδή το άνθρωπο με το Θεό.

Από πού πηγάζει όμως αυτή η ειρήνη; Η ειρήνη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και κύριο γνώρισμα της θεότητας, καθώς ονομάζετε «Θεός της ειρήνης» (Β΄ Κορ. 13,11). Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό της ειρήνης με φύση ειρηνική. Και η αγαπητική σχέση του με τον Δημιουργό του μέσα στον παράδεισο ήταν απόλυτα ειρηνική καθότι ήταν στοιχείο έμφυτο. Αλλά από τη στιγμή που σήκωσε σημαία ανταρσίας και εναντιώθηκε στο θέλημα του Θεού, αυτή η αγαπητική σχέση μαζί Του διαταράχθηκε, και η ειρήνη φυγαδεύτηκε από την καρδιά του. Τότε ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση ανυψώθηκε μεσότοιχο πανύψηλο «το μεσότειχον του φραγμού», που μας χώριζε από τον Θεό.
 
Κατά μια άλλη ερμηνεία με τη φράση αυτή «το μεσότειχον του φραγμού» ο Απόστολος Παύλος παραπέμπει στο Ναό του Σολομώντα και στον τοίχο που χώριζε την αυλή των Εθνικών από την αυλή των Ιουδαίων και στον οποίο υπήρχε επιγραφή που απαγόρευε στους Εθνικούς να τον υπερβούν με ποινή θανάτου για τους παραβάτες. Σύμφωνα τέλος με άλλη ερμηνευτική προσέγγιση «φραγμός» ήταν ο παλαιός  νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, οι διατάξεις του οποίου διαχώριζαν τους Ιουδαίους από τους Εθνικούς. Ο Ιησούς Χριστός γκρέμισε αυτό το μεσότοιχο του φραγμού «εν τη σαρκί αυτού», δηλαδή με τον σταυρικό του θάνατο, με τον οποίο θανατώθηκε η έχθρα και πραγματοποιήθηκε η καταλλαγή αμφοτέρων, Ιουδαίων και Εθνικών, όλων των ανθρώπων με τον Θεό. Η έχθρα μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών καταργείται με το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού, ο οποίος έφερε την συμφιλίωση, την καταλλαγή του Θεού με τους ανθρώπους αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους. Επομένως με το έργο της Θείας Οικονομίας καθετί που διακρίνει και χωρίζει τους ανθρώπους παραμερίζεται.

Ο Ιησούς Χριστός κατέλυσε την έχθρα και κατάργησε τις εντολές του Νόμου, προχωρώντας στη δημιουργία της καινής κτίσης: «ίνα τους δύο κτίση εις ένα καινόν άνθρωπον». Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο Θεός κτίζει, δημιουργεί τη μία καινούργια ανθρωπότητα, που απαρτίζεται αδιακρίτως και από Ιουδαίους και από Εθνικούς, από όλους δηλαδή τους ανθρώπους ανεξαρτήτως διακρίσεων. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο «και ευηγγελίσατο ειρήνην» προς όλους τους ανθρώπους «τοις μακράν και τοις εγγύς», δηλαδή και στους Εθνικούς και στους Ιουδαίους. Η ειρήνη αυτή έχει διπλή κατεύθυνση, είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό και η ειρήνη και συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους. Αυτή λοιπόν η ειρήνη του Ιησού Χριστού στη γενική της διάσταση επεκτείνεται ακόμη και σε όλη την κτιστή δημιουργία. Ο Χριστός είναι «ο ακρογωνιαίος λίθος» του σώματος της Εκκλησίας. Πάνω σε αυτόν τον λίθο, οικοδόμησαν την Εκκλησία οι απόστολοι και οι προφήτες. Εκεί οικοδομούνται και ενώνονται και οι πιστοί (Εφεσ. 2,20) τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας.

Ο Θεός της ειρήνης καθώς ψάλλουμε στις Καταβασίες την περίοδο αυτή, ονομάζει παιδιά Του όλους τους ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο μακαρίζοντας τους πράους αποκαλώντας τους κληρονόμους της γης. Αλλά και σε κάθε ακολουθία η Εκκλησία μας, μεταφέρει την ειρήνη στους ανθρώπους. Από την «άνωθεν ειρήνη» γεννάται η ειρήνη του κόσμου. Αυτή όμως την εξωτερική ειρήνη του «σύμπαντος κόσμου» φαίνεται να την κυβερνούν περισσότερο οι υλικοί παράγοντες και τα οικονομικά συμφέροντα μερικών «μεγάλων». Επειδή όμως, τα οικονομικά πράγματα δεν έχουν ποτέ μια μόνιμη και μακρόχρονη σταθερότητα, η πίστη και η ελπίδα μας για την ασφάλεια του αύριο δεν μπορούν ν αναπαυθούν σε καμιά σιγουριά. Και πάλι θ αναφερθούμε στον προφήτη Ησαΐα που κλείνει μέσα στο αίτημα προς τον Θεό την αγωνία του πιστού: «Κύριε ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησα. 26,12). Ζητούμε από τον Θεό «τόν υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι».

Η διακήρυξη του Αποστόλου Παύλου «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών», δηλώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή της ειρήνης όλου του κόσμου. Με τη σταυρική του θυσία έφερε την ειρήνη σε όλα τα επίπεδα. Έφερε την ειρήνη και καταλλαγή των ανθρώπων με τον Θεό Πατέρα και ταυτόχρονα τη συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους, συγκροτώντας ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, του οποίου κεφαλή είναι Εκείνος. Η σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού είναι το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Θεός κινείται από αγάπη προς τον άνθρωπο και αποστέλλει στον κόσμο τον Υιό του, ο οποίος θυσιάζεται για να καταλλάξει, να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Η καταλλαγή του Θεού με τον άνθρωπο για να είναι πλήρης πρέπει να εκτείνεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και στις σχέσεις των λαών μεταξύ τους, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Ο άνθρωπος που ειρηνεύει με τον Θεό, ειρηνεύει και με τους συνανθρώπους του και με το περιβάλλον. Δεν μπορεί να υπάρξει καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό και ταυτόχρονα να διατηρεί την έχθρα με τους συνανθρώπους του ή και με το περιβάλλον του. Σε αυτή τη διάσταση η καταλλαγή είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα για την ειρήνευση των λαών και των εθνών, αλλά και για τη σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος.

 

 

 

Κυριακή ΙΓ΄Λουκά, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. ιη’ 18-27 

 Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ πει­ρά­ζων αὐ­τὸν καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· μὴ μοι­χεύ­σῃς, μὴ φο­νεύ­σῃς, μὴ κλέ­ψῃς, μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς, τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κού­σας δὲ ταῦ­τα ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λεί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λού­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κού­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλού­σι­ος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· Πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λεύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λι­ᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλού­σι­ον εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κού­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.

 Νεοελληνική Aπόδοση

Κάποιος άρχοντας πλησίασε τον Ιησού και τον  ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς «αγαθό»; Κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας: ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου» Όταν το άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμα σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό∙ και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στεναχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε πολύ στεναχωρημένο, είπε: «Πόσο δύσκολά αυτοί που έχουν χρήματα θα μπούν στη βασιλεία του Θεού! Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπεί ο πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί; Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά». 

 Σχολιασμός

Ο πλούσιος νέος της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής είχε μεγάλα πνευματικά ενδιαφέροντα.  Ήταν και άρχοντας της Συναγωγής και είχε μεταφυσικές αναζητήσεις. Μόλις λοιπόν αντίκρισε τον Κύριο, τον πλησίασε και με ισχυρό ενδιαφέρον, αφού πρώτα προσφώνησε τον «Ιησού Διδάσκαλο αγαθό», τον ρώτησε τί μπορούσε να πράξει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς, αφού τον ρωτά γιατί τον ονόμασε αγαθό, αφού πιστεύει ότι είναι  ένας απλός άνθρωπος  και κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός παρά μόνο ο Θεός, του απάντησε: «Τας εντολάς οίδας∙ μη μοιχέυσεις, μη φονεύσης, μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Ο νέος ακούγοντας την απάντηση του Κυρίου, του αναφέρει έκπληκτος ότι αυτά τα φύλαξε από τα παιδικά του χρόνια. Τότε ο Ιησούς του είπε ότι μόνο ένα πράγμα λείπει: Να πουλήσεις την περιουσία σου και να τη μοιράσεις στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό. Ο νέος όμως ακούγοντας αυτό στεναχωρήθηκε γιατί  ήταν πλούσιος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τίποτα από τα πλούτη του και ο Ιησούς είπε: «Ευκολώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλίας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν», δηλαδή πιο εύκολα περνά καμήλα από την βελονότρυπα παρά ο πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Όσοι ήταν παρόντες τότε ρώτησαν τον Ιησού ποιος μπορεί τότε να σωθεί. Αυτό το ρώτησαν γιατί οι πλούσιοι δεν πρόσφεραν τίποτα στους φτωχούς, αλλά ήταν δούλοι του πλούτου τους. Αλλά και οι φτωχοί επιθυμούσαν να πλουτισουν και κυνηγούσαν έτσι το χρήμα. Εκείνος τους απάντησε: «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».

Το χρήμα και ο πλούτος, είναι ένα θέμα που η διαχρονικότητα το χαρακτηρίζει. Σε όλες τις εποχές βλέπουμε πόσο απασχολεί τους ανθρώπους στις ζωές των οποίων πολλές φορές γίνεται στόχος, τον οποίο αγωνιζόμαστε να κατακτήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ο Θεός μας έδωσε το δικαίωμα να απολαμβάνουμε τα αγαθά και όσα κερδίζουμε, αλλά να τα διαχειριζόμαστε σωστά και να τα κερδίζουμε δίκαια. Να κατακυριεύσουν τη γη ήταν μια από τις εντολές του Κυρίου στους πρωτόπλαστους αλλά χωρίς να αδικήσουν και να κλέψουν από τους συνανθρώπους τους αφού δύο εντολές του Δεκαλόγου είναι «ου κλέψεις»,  και «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστίν».

Ο Ιησούς στάθηκε αυστηρός απέναντι στους πλουσίους, «ουαί υμίν τοις πλούσιοις, ότι απέχετε την παράκληση υμών»(Λουκ. 6,24). Όχι γιατί ο πλούτος από μόνος του είναι κάτι κακό, αλλά διότι εύκολα ο πλούσιος γίνεται δούλος του πλούτου. Λησμονεί το Θεό. Περιφρονεί το συνάνθρωπό του. Καταπατά την ηθική. Αρνείται τη δικαιοσύνη

Επίσης βλέπουμε ότι ο Κύριος μακάρισε τους φτωχούς: «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν βασιλεία του Θεού»( Λουκ. 6.20). Όχι πάλι γιατί από μόνη της η φτώχεια σώζει, αλλά διότι δίνει τη δυνατότητα να ελπίζει στο Θεό και να κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται μόνο στη σωματική του υπόσταση μόνο αλλά ότι περιλαμβάνει και μιαν αθάνατη ψυχή, η οποία έχει τις δικές της ανάγκες.

Δεν αρνείται λοιπόν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ύπαρξη του χρήματος το Ευαγγέλιο μέσα στη ζωή μας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και τους πειρασμούς που συνεπάγεται αν ο άνθρωπος δεν το τοποθετήσει πάνω σε ορθή βάση. Είναι δύναμη το χρήμα αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη αδυναμία, κάτι που βλέπουμε και στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή. Πολλές φορές βλέπουμε να υποδουλώνει εκείνον που το έχει αφού τον καθιστά πλεονέκτη και κατά τον Απόστολο η πλεονεξία είναι «ειδωλολατρία». Επίσης βλέπουμε πολλές φορές ότι προκειμένου να αποκτηθούν τα πλούτη και να διαφυλαχτούν, ο άνθρωπος εκτίθεται σε πολλούς κινδύνους. «Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν»,( Α’ Τιμ. 6,9), τονίζει ο Απόστολος Παύλος. Ένας τρίτος πειρασμός που αντιμετωπίζουν οι κυνηγοί του χρήματος είναι ότι εύκολα πέφτουν σε παγίδες και καταπατούν τον ηθικό νόμο. Εκμεταλλεύονται τους άλλους και παρανομούν.

Γι αυτό και ο Κύριος στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή επισημαίνει ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Δε λέει ότι είναι αδύνατο αλλά δύσκολο, έτσι όταν οι ακροατές θα ρωτήσουν «και τις δύναται σωθήναι;», εκείνος θα απαντήσει: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατα παρά τω Θεώ εστιν». Κοντά στο Θεό όλα είναι δυνατά, και η σωτηρία των πλουσίων, αρκεί να συνειδητοποιήσουν τις «υποχρεώσεις» τους και να αγωνιστούν να τις εκπληρώσουν.

Πρώτο και κυριότερο να τα κερδίζουμε όλα με θεμιτά μέσα. Με τίμιο και ευλογημένο ιδρώτα. όχι με εκμετάλλευση των συνανθρώπων μας και με απάτες. Δεύτερη υποχρέωση και εξίσου σημαντική, το χρήμα να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι ο άνθρωπος να καταντά υπηρέτης του χρήματος. Επίσης ο πλούτος στην υπηρεσία της αγάπης. Όσοι διαθέτουμε χρήματα να μην αγνοούμε το διπλανό μας, ο οποίος μπορεί να βασανίζεται από φτώχεια και μιζέρια. Δεν είναι επιτρεπτό να φυλακίζουμε το χρήμα, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος για τη φύση του πλούτου «το μεν στάσιμον άχρηστον, το δε κινούμενον και μεταβαίνον κοινωφελές τε και έγκαρπον». Επιπλέον η ευγνωμοσύνη μας προς το Θεό. Εκείνος είναι ο μεγάλος πλουτοδότης. Εκείνος μας το χαρίζει. Εμείς είμαστε διαχειριστές. Αυτοί που με φρόνηση και γενναιοδωρία πρέπει να τα διαχειριστούμε όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους που και εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, αδέλφια μας. «Ίνα το σον περίσσευμα γένηται εις το εκείνου το υστέρημα» (Β΄Κορ. 8,13). Ο Μέγας Βασίλειος απαντώντας στο ερώτημα «ποιον αδικώ κατέχοντας τα δικά μου;» αναφέρει: «Ποια είναι δικά σου; Από που τα πήρες και τα διατηρείς στη ζωή σου; Δε γεννήθηκες γυμνός; Και πάλι δε θα επιστρέψεις γυμνός στη γη;»

Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εποχή στη οποία ζούμε είναι κατ’ εξοχήν υλιστική και πλουτοκρατική. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους διακατέχονται από τη δίψα του πλούτου και κυριαρχούνται από μια ακατανίκητη φορά προς τα υλικά αγαθά. Παντού προβάλλει και κυριαρχεί ο λεγόμενος οικονομικός τύπος του ανθρώπου, ο homo economicus. Όλοι μας, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, δεχόμαστε τη φθοροποιό επίδραση της υλιστικής νοοτροπίας, όπως και ο νέος της ευαγγελικής περικοπής. Ο νέος αναστατώθηκε όταν άκουσε ότι πρέπει να πουλήσει όσα έχει και «γύρισε την πλάτη» στην αιώνια ζωή, διάλεξε την υλική ευμάρεια  και απέρριψε τη σωτηρία της ψυχής του. Παράδειγμα προς αποφυγήν ο νέος του Ευαγγελίου. Οφείλουμε λοιπόν εμείς να επιδείξουμε πολλή προσοχή. Να συνειδητοποιήσουμε τους κινδύνους που εγκυμονεί η μανία και η κακή διαχείριση του πλούτου, να μην πέσουμε στη φοβερή παγίδα της πλεονεξίας και της φιλαργυρίας. Να μη μας κυριεύσει η απάτη του πλούτου και για χάρη του λησμονήσουμε το Θεό, αδιαφορήσουμε για τους ανθρώπους και αμελήσουμε τον ιερό σκοπό της ζωής που είναι η σωτηρία μας.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου