Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 19-1-2020 ΤΩΝ 10 ΛΕΠΡΩΝ

Α.Σ.Ε.Ι.Π.

Σχετική εικόνα



Κυριακή ΚΘ΄ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Κολ. γ΄ 4-11 (19-01-2020)

Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι᾿ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους,
ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί όταν φανερωθεί ο Χριστός, ο οποίος είναι η ζωή μας, τότε θα φανερωθείτε κι εσείς μαζί του με δόξα. Νεκρώστε, λοιπόν, τα γνωρίσματα της γήινης φύσης σας: την πορνεία, την ηθική ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι ειδωλολατρία. Γι’  αυτά τα πράγματα επέρχεται η οργή του Θεού πάνω στους απειθείς ανθρώπους. Αυτά αποτέλεσαν και τον δικό σας τρόπο ζωής κάποτε, όταν ζούσατε κυριευμένοι από αυτά. Tώρα όμως αποβάλετε κι εσείς από πάνω σας όλα αυτά: την οργή, το θυμό, την κακία, τη βλαστήμια, καθώς και την αισχρολογία από το στόμα σας. Mην ψεύδεστε ο ένας στον άλλο, αφού βγάλατε από πάνω σας τον παλιό εαυτό σας μαζί με τις πράξεις του και ντυθήκατε το νέο, που, παράλληλα με την ακριβή γνώση, αποκτά όλο και περισσότερο τη μορφή εκείνου που τον έπλασε. Εδώ δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, περιτμημένος και απερίτμητος, βάρβαρος,  Σκύθης, δούλος ή ελεύθερος, αλλά τα πάντα και μέσα σε όλους τα αναπληρώνει ο Χριστός.
Σχολιασμός
Στο αποστολικό αυτό ανάγνωσμα, ο Απόστολος Παύλος, με συνοπτικούς λόγους, περιγράφει τον άνθρωπο όπως αναγεννήθηκε και ανακαινίσθηκε από τον Ιησού Χριστό. Ο ανακαινισμένος άνθρωπος καλείται να υπερβεί τόσο τις κοσμικές δεσμεύσεις και τα πάθη του, όσο και τις διαχωριστικές ζώνες που δημιούργησαν οι άνθρωποι με τις ποικίλες διακρίσεις μεταξύ τους. Το κέντρο βάρους και η κλείδα ερμηνείας του κειμένου είναι η τελευταία φράση του κειμένου:  «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Όντως η παρουσία του Ιησού Χριστού, του αιώνιου Υιού και Λόγου του Θεού στον κόσμο, για να προσφέρει τη σωτηρία στον άνθρωπο, αλλά βεβαίως και η αναμενόμενη εσχατολογική του φανέρωση κατά τη Δευτέρα Παρουσία, συνιστούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο άνθρωπος πρέπει να ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού για να γίνει και ο ίδιος δοξασμένος κατά χάρη.

στίχος 4. «Αδελφοί, όταν ο Χριστός φανερωθή, ή ζωή ημών, τότε καί υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη».

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (ΚΘ΄ των Αποστολικών Αναγνωσμάτων) είναι μια συνέχεια των  Αγίων Θεοφανείων, γιατί στην αρχή της προς Κολοσσαείς  Επιστολής (Κεφ.3,1-3) γίνεται αναφορά στο Άγιο Βάπτισμα. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος προτρέπει ώστε κάθε άνθρωπος που βαπτίσθηκε εν Χριστώ Ιησού να τηρεί κάποια βασικά κριτήρια της χριστιανικής πίστης. Δηλαδή, ο κάθε άνθρωπος με το Άγιο Βάπτισμα πρέπει να ζητεί τα επουράνια και όχι τα επίγεια, αφού αρχίζει μια νέα ζωή, την εν Χριστώ ζωή.
Με τη φανέρωση του ο Χριστός έδωσε στους ανθρώπους μια νέα ζωή, αφού είναι «ο της ζωής ημίν χορηγός» και όπως φαίνεται και από το στίχο αυτό ο Κύριος είναι η ζωή όλων εκείνων που πιστεύουν σε Αυτόν. Ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος, η αιτία και ο σκοπός στη ζωή του κάθε Χριστιανού. Δεν πρέπει να μας φοβίζει τίποτα, γιατί ο Χριστός θα φανερωθεί ερχόμενος σε εμάς «εν τη δόξη του  πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων» (Μαρκ. η 38). Τότε και εμείς θα φανερωθούμε δοξασμένοι, δηλαδή θα παράσχει ο ίδιος ο Θεός τη χάρη της δικής του δόξας.

στίχοι 5-7  Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας, εν οις και υμείς περιεπατήσατε ποτέ, ότε εζήτε εν αυτοίς·
Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, πρέπει να υπερβούμε τον παλαιό άνθρωπο, δηλαδή τον άνθρωπο που είχε γίνει δούλος των παθών και της αμαρτίας. Το Αποστολικό ανάγνωσμα μας παρουσιάζει δύο είδη ανθρώπων: τον παλαιό και τον καινούριο. Ο παλαιός άνθρωπος είναι υποδουλωμένος στα πάθη της σαρκός, αντιθέτως ο νέος άνθρωπος αγωνίζεται να νεκρώσει τα πάθη και τις κακές επιθυμίες. Όπως αναφέρει ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας «Ουκ είπεν απορρίψατε, αλλά νεκρώσατε, ώστε μηδέ αναστήναι», δηλαδή να μην τα απορρίψουμε απλώς τα πάθη μας, αλλά να τα νεκρώσουμε ούτως ώστε να μην υπάρχει πιθανότητα να τα επαναφέρουμε στη καθημερινή μας ζωή και καταστραφούμε πνευματικά. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει κάποια πάθη, στα οποία προσκολλάται ο άνθρωπος π.χ. την πορνεία, την ηθική-πνευματική ακαθαρσία και την πλεονεξία την υπέρτατη αγάπη του χρήματος, που στο τέλος καταντά ειδωλολατρία, δηλαδή στη θεοποίηση του χρήματος. Κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό «ειδωλολατρίαν δε καλεί την πλεονεξίαν, ότι τω Θεώ δουλεύειν καταλιπόντες, αντί Θεού τοις χρήμασι δουλεύουσι». Η πλεονεξία είναι η αγάπη και ο πόθος της καρδίας και η προσκόλληση του ανθρώπου στα επίγεια αγαθά, τα οποία, αντί να γνωρίζει ότι τα οφείλει στο Θεό και να τον ευχαριστεί, προσκολλάται σ΄ αυτά και ξεχνά κάθε τι πνευματικό. Στους ανυπάκουους έρχεται η οργή του Θεού γιατί συνεχίζουν να πράττουν αυτά τα αμαρτήματα που στέκονται εμπόδιο στην πνευματική τους ζωή. Βεβαίως, στη θεολογία του Αποστόλου Παύλου «η οργή του Θεού» υποδεικνύει την εσχατολογική κρίση. Στην προκειμένη περίπτωση, εν τούτοις, εννοεί όχι μόνο την οργή του Θεού που θα εκδηλωθεί στη μέλλουσα κρίση, αλλά και στη δικαιοκρισία του Θεού κατά τη διάρκεια της ιστορίας.  Στο στίχο 7 ο Απόστολος Παύλος υπενθυμίζει στους παραλήπτες της Επιστολής του τον τρόπο της ζωής τους πριν δεχθούν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας του Ιησού Χριστού, θέλοντας να τους τονίσει, ότι, όταν αναλογιζόμαστε τις αμαρτωλές μας πράξεις του παρελθόντος, πρέπει να συντριβόμαστε πνευματικά για να μη υποπέσουμε στα ίδια αμαρτήματα. Όπως αναφέρει και το βιβλίο του Ιώβ (λδ 32) «Ει αδικίαν ειργασάμην, ου μη προσθήσω». Δηλαδή, αν διέπραξα κάποια αδικία και εγώ, υπόσχομαι να μη την επαναλάβω στο μέλλον.

στίχος 8. νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών·

Ο κάθε χριστιανός καλείται να αφαιρέσει από πάνω του το ακάθαρτο ένδυμα που είναι κατάστικτο από το πάθος της οργής, του θυμού, της κακίας, της βλασφημίας και της αισχρολογίας. Ο θυμός και η οργή είναι πάθος, το χειρότερο πάθος όμως είναι η κακία, η οποία είναι βαθιά ριζωμένη στην καρδία του ανθρώπου και χύνει συνεχώς το δηλητήριο της προς τους άλλους. Λέγοντας βλασφημία εννοεί καθετί κακόλογο και υβριστικό που βγαίνει από το στόμα. Επομένως πρέπει ο άνθρωπος να καθαρίσει την καρδία του από τα πάθη που τον κυριεύουν και κατά κύριο λόγο να καθαρίσει και το στόμα του αφού «εκ του περισσεύματος της καρδίας η γλώσσα λαλεί», έτσι έχουμε την αισχρολογία, τους κακούς και πονηρούς λόγους που εκστομίζουμε εναντίον του Θεού ή εναντίον του συνανθρώπου μας.

στίχος 9. μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού

Στο στίχο αυτό ο Απ. Παύλος υπενθυμίζει ότι έχουμε αποβάλει τον παλαιό άνθρωπο με τις κακές πράξεις του με το Βάπτισμά μας. Η επιστροφή μας στις πράξεις των παθών της προτέρας ζωής σημαίνει ότι μολύνουμε τον λευκό χιτώνα του Βαπτίσματός μας. Μας καλεί, λοιπόν, να μη λέμε ψέματα ο ένας στον άλλο, γιατί όπως αναφέρεται στην προς Εφεσίους επιστολή (κεφ. 4, 25) «Διό αποθέμενοι το ψεύδος λαλείτε αλήθειαν έκαστος μετά του πλησίον αυτού∙ ότι εσμέν αλλήλων μέλη», δηλαδή, όταν αποθέσουμε μία φορά για πάντα το ψεύδος από τη ζωή μας, θα λέμε πάντοτε την αλήθεια ο ένας στον άλλο, επειδή είμαστε όλοι μέλη του ενός και του αυτού Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Δεν πρέπει λέμε ψέματα, γιατί μη νομίζουμε ότι είναι μικρό αμάρτημα, από τη στιγμή που εξαπατούμε τον συνάνθρωπό μας παραβιάζουμε τις υποχρεώσεις μας και το καθήκον μας ως χριστιανοί και παρεκτρεπόμαστε και οδηγούμαστε στην απώλεια της ψυχής μας. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας όταν αναφέρεται στον «παλαιόν άνθρωπον» λέει «Παλαιόν άνθρωπον φησί την διεφθαρμένην προαίρεσιν». Η προαίρεση στους Πατέρες της Εκκλησίας είναι η ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, ελευθερία της προαιρέσεως που οδήγησε στην απόρριψη της εντολής του Θεού προς τους Πρωτόπλαστους και αποδοχή της υποδείξεως του Πονηρού. Ένεκα της ελεύθερης επιλογής, η προαίρεση του ανθρώπου έχει συσκοτισθεί και διαφθαρεί.

στίχος 10. και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν, 
Κατά τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό νέον άνθρωπο καλεί «την αγαθήν προαίρεσιν ως της καινής ζωής και ως ισχυράν εις παράταξιν και ως ευειδή και ακμαιότατην» ή όπως λέει ενδυόμαστε τον Χριστό, γιατί: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθειτε Χριστόν ενεδύσασθαι». Διαπιστώνουμε, επομένως, από την ερμηνεία αυτή ότι η προαίρεση του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου συνταυτίζεται με το θέλημα του Θεού και αποκτά την καθαρότητα και την πνευματική της υγεία και ακμαιότητα.  Με την εν Χριστώ ανακαίνιση του ο άνθρωπος έχει ως σκοπό να φτάσει στο κατ’ εικόνα Θεού, στην προπτωτική κατάσταση. Ο άνθρωπος όταν καταφέρει να φτάσει στο κατ’ εικόνα Θεού, δηλαδή καθαρθεί η καρδία του, ο εσωτερικός του κόσμος με τη χάρη του Θεού, μπορεί να φτάσει στην επίγνωση, δηλαδή τη πλήρη γνώση του Θεού και του μυστηρίου του Ευαγγελίου.
Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει «κατ’ εικόνα Χριστού, τούτο γαρ εστί, κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν».


στίχος 11. όπου ουκ ένι Ελλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά  τα πάντα και εν πάσι Χριστός.

Πρέπει να διευκρινισθεί ότι οι στίχοι 5-11 έχουν νοηματική σχέση και εξάρτιση μεταξύ τους και ο ένας αποτελεί συνέχεια και συνέπεια του προηγούμενου. Πολύ περισσότερο οι δύο τελευταίοι στίχοι έχουν μία νοηματική ενότητα. Καλούνται, έτσι, οι Χριστιανοί να ενδυθούν τον νέο άνθρωπο  εν Χριστώ. Στην κατάσταση αυτή του ανακαινισμένου ανθρώπου δεν υπάρχει καμία διάκριση μεταξύ των ανθρώπων είτε εθνική είτε φυλετική, είτε θρησκευτική, είτε πολιτιστική, είτε κοινωνική, είτε οικονομική κ.λπ. Ο Ιησούς Χριστός καταργεί όλες αυτές τις διακρίσεις και η επιμονή σε αυτές αποτελεί διάπραξη αμαρτήματος γιατί είναι παράβαση του θελήματος του Θεού, ο οποίος προσφέρει τη σωτηρία σε όλους. Όλη η ανθρωπότητα καλείται να γίνει μέτοχος της εν Χριστώ ζωής, γιατί τα πάντα και για όλους είναι ο Χριστός. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «Πάντα υμίν ο Χριστός έσται, και αξίωμα και γένος», «Και εν πάσιν υμίν αυτός», «Η έτερον τι φησίν, ότι πάντες Χριστός εις εγένεσθε, σώμα αυτού όντες», ο Χριστός είναι για όλους τους χριστιανούς το παν, ο μόνος Κύριος και Σωτήρας του κόσμου και η μόνη ελπίδα, στήριγμα και ευτυχία των ανθρώπων, είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος όλων των πραγμάτων του κόσμου. Όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως φυλής και εθνικότητας είναι γνωστοί μεταξύ τους όχι ως Ιουδαίοι ή ως Εθνικοί ή ως  δούλοι ή ως ελεύθεροι, αλλά ως Χριστιανοί, ως αδελφοί επειδή είναι ενωμένοι με τον Χριστό.
Επίλογος
Ο κάθε πιστός πρέπει να γνωρίζει ότι στη ζωή του όλα νοηματοδοτούνται από τον Χριστό, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί ως χριστοφόροι πρέπει πάντοτε να έχουν στη ζωή τους, στη σκέψη τους τον Χριστό. Ό,τι είναι δικό τους είναι πρώτα του Χριστού και κατόπιν δικό τους, αν η ψυχή μας είναι πρώτα του Χριστού, και κατόπιν δική μας, αν η ζωή μας είναι πρώτα του Χριστού και μετά δική μας, τότε σ’ εμάς τα πάντα και όλα μέσα μας θα τα αναπληρώνει ο Χριστός «τα πάντα και εν πάσι Χριστός».
Ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος μόνο όταν ζει εν Χριστώ Ιησού, δηλαδή να ζει κατά το θέλημά Του, και να τρέφεται με το Χριστό τρεφόμενος με το Σώμα και Αίμα Του, να μετέχει δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας. Με άλλα λόγια ο κάθε χριστιανός καλείται να γεμίσει το είναι του με το Χριστό, για να δεχτεί τη Θεία Χάρη και να φθάσει στην τελείωση και στη θέωση, αλλά και να γίνει άνθρωπος που αγαπά όλους του συνανθρώπους του, εικόνες και αυτοί του Θεού.




Κυριακή ΙΒ’ Λουκά (10 Λεπρών), Ευαγγ. Aνάγνωσμα: Λουκ. ιζ’ 12 – 19 (19-01-2020)

Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, καθώς έμπαινε ο Ιησούς σ’ ένα χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί∙ στάθηκαν λοιπόν από μακριά και του φώναζαν δυνατά: «Ιησού, αφέντη, ελέησέ μας!» Βλέποντάς τους εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να σας εξετάσουν οι ιερείς». Και καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν από τη λέπρα. Ένας απ’ αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή το Θεό, έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε. Κι αυτός ήταν Σαμαρείτης. Τότε ο Ιησούς είπε: «Δε θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι; Κανένα τους δε βρέθηκε να γυρίσει να δοξάσει το Θεό παρά μόνο τούτος εδώ ο αλλοεθνής;» Και σ’ αυτόν είπε: «Σήκω και πήγαινε στο καλό∙ η πίστη σου σε έσωσε».

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Την Ευαγγελική περικοπή της θεραπείας των δέκα λεπρών αναφέρει μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς, που ως ιατρός, φρόντισε και τη διέσωσε. Είναι από τα τελευταία θαύματα του Κυρίου. Οι δέκα λεπροί ζητούν το έλεος του Θεού, γιατί εμπιστεύονται και αναθέτουν τον εαυτό τους, την υγεία τους, τη ζωή τους στον Χριστό.  Όταν βρίσκεται ο άνθρωπος σε τέτοιες οδυνηρές καταστάσεις αρρώστιας και πόνου, πολύ δύσκολα επιμένει να στηρίζεται στον εαυτό του, γιατί τον βλέπει να καταρρέει και να διαλύεται. Ο πόνος είχε ενώσει τους πονεμένους ανθρώπους. Ήταν και οι δέκα μαζί, για να παρηγορεί ο ένας τον άλλον και για να αλληλοεξυπηρετούνται. Γι’ αυτό περιέλαβαν στην συντροφιά τους ακόμη και τον Σαμαρείτη.
Όταν οι δέκα λεπροί συνάντησαν τον Χριστό, κραύγασαν όλοι μαζί με μεγάλη φωνή: «Διδάσκαλε Ιησού λυπήσου μας, ελέησέ μας». Και ο Χριστός τους πρόσφερε το έλεος Του με τη θαυματουργία Του. Στη συνέχεια τους παραγγέλλει: «Πορευθέντες επιδείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι». Οι ιερείς μπορούσαν, σύμφωνα με το Νόμο, να πιστοποιήσουν τη θεραπεία τους. Βλέπουμε ότι ο Χριστός δε ζητά την πίστη  των λεπρών ως προϋπόθεση για την επιτέλεση του θαύματος. Ούτε όμως και από πριν τους διαβεβαίωσε ότι τους έχει θεραπεύσει. Οι λεπροί πήγαν στους ιερείς με απόλυτη εμπιστοσύνη στον λόγο του Χριστού.  Και το θαύμα έγινε. Τους άγγιξε η σωστική και θεραπευτική δύναμης του Κυρίου.  Είδαν ότι έφυγε από το σώμα τους η ανίατη και φοβερή αρρώστια. Οι λεπροί απέκτησαν και πάλι την υγεία τους. Και εδώ βρίσκεται η νέα δοκιμασία τους: την ύπαρξη τους, που απέκτησε από τον Χριστό την υγεία της, θα εξακολουθούν να την εμπιστεύονται στον Χριστό, ή θα τη στηρίζουν στις υγιείς βιολογικές τους δυνάμεις; Το ευαγγέλιο μας λέει ότι οι θεραπευθέντες λεπροί εμπιστεύτηκαν τις φυσικές τους δυνάμεις και ικανότητες. Ξανακλείστηκαν στον εαυτό τους, στον εγωισμό τους, και ξέχασαν τον Ευεργέτη  Κύριο, εφ’ όσον δεν αισθάνονται πλέον την ανάγκη της επικοινωνίας μαζί Του. Οι εννέα απ’ αυτούς επανήλθαν σε κατάσταση αμαρτίας, αφού η εμπιστοσύνη στον εαυτό τους παραμέρισε την παρουσία και την κοινωνία της αγάπης του Χριστού.
Άσχημο πράγμα η αχαριστία. Και θλιβερὸ το φαινόμενο, ο ευεργετηθεὶς να γυρνάει την πλάτη στον ευεργέτη. Να τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ευαισθησίας έκφρασης ευγνωμοσύνης! Και ευχαριστίας! Να λαμβάνει τα δώρα, να ευεργετείται πλουσιοπάροχα και να ανταποδίδει αχαριστία! Αυτὴ τη στάση τήρησαν οι εννέα απὸ τους δέκα θεραπευθέντες λεπροὺς. Ενώ και οι δέκα δέχθηκαν την ευεργεσία της θεραπείας τους απὸ τον Χριστό, μόνο ο ένας αισθάνθηκε την ανάγκη να Τον ευχαριστήσει. Και αυτὸς ήταν Σαμαρείτης. Όταν τον είδε ο Κύριος ευχαριστήθηκε για την πράξη του, αλλά λυπήθηκε για την αγνωμοσύνη των άλλων. Η ευγνωμοσύνη είναι στολισμός της ψυχής του λογικού ανθρώπου. Είναι μεγάλη αρετή και χρειάζεται αγώνα και εσωτερική καλλιέργεια για ν’ αποκτηθεί. Στο βαθύτερό της περιεχόμενο η ευγνωμοσύνη είναι έκφραση της ανταμοιβής του ευγνώμονος προς τον ευεργέτη. Σ’ αυτή την περίπτωση ο ευγνώμων άνθρωπος  συμβαίνει να αισθάνεται και νέα ικανοποίηση. Χαίρεται και ευχαριστείται γιατί επιτελεί ένα ωραίο καθήκον. Ευχαρίστηση αισθάνεται κι’ εκείνος που δέχεται την έκφραση της ευγνωμοσύνης του συνανθρώπου του. Ο θεραπευθείς Σαμαρείτης επαινέθηκε από τον Κύριο για την ευγνώμονα συμπεριφορά του. Ο Χριστός μετά απ’ αυτό του χάρισε και τη σωτηρία της ψυχής του. Οι ευεργεσίες του Θεού προς τον άνθρωπο είναι πάρα πολλές, με κυριότερη τη σωτηρία.
Ο αχάριστος άνθρωπος είναι δυστυχισμένος. Πρώτο, γιατί στερεί από τον εαυτό του τη χαρά που δημιουργείται, όταν κάποιος κάνει επιβεβλημένο καθήκον και δεύτερο, είναι δύσκολο να τύχει της ίδιας μεταχείρισης όταν ξαναβρεθεί σε δύσκολη θέση.
Ο Χριστιανός που θ’ αναγνωρίσει την αξία της αρετής της ευγνωμοσύνης κάνει συνέχεια έργα αγάπης, γιατί σκέφτεται πάντοτε ότι δεν έχει εκπληρώσει το χρέος του έναντι των ευεργεσιών του Θεού και των συνανθρώπων του. Είναι χρέος του και δική του ωφέλεια να ευχαριστεί και να ευγνωμονεί τον Θεό και τους ανθρώπους που τόσο τον ευεργέτησαν. Ο άνθρωπος που ευγνωμονεί δεν πιστεύει ποτέ ότι πρόσφερε όσα έπρεπε. Αισθάνεται την ανάγκη να ευγνωμονεί συνέχεια.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου