Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24-11-2019

Α.Σ.Ε.Ι.Π.


Σχετική εικόνα

Κυριακή ΚΓ΄ Επιστολών, Αποστ. Aνάγνωσμα: Εφεσ. β΄ 4-10 (24-11-2019)

Πρωτότυπο Κείμενο
Αδελφοί, ο Θεός μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος κι έχει απέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με το Χριστό. Με τη χάρη του Θεού έχετε σωθεί. Μας ανέστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθίσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. Έτσι, με την αγάπη που μας έδειξε δια του Ιησού Χριστού,
φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκαμε δια της πίστεως. Κι αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δε σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος δια του Ιησού Χριστού μάς έκανε καινούριους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας.
Νεοελληνική Απόδοση
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμε.
Σχολιασμός
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η  Έφεσος ήταν η πρωτεύουσα της Ιωνίας και μια απ’ τις πολυπληθέστερες και λαμπρότερες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Κεντρική θέση στη ζωή αυτής της μεγαλούπολης κατείχε η λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Ο Απόστολος των Εθνών επισκέφθηκε την Έφεσο κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ κατά τη διάρκεια της τρίτης του περιοδείας έμεινε στην πόλη για σχεδόν τρία χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκεί μια εύρωστη χριστιανική κοινότητα που η δράση των μελών της ξεπερνούσε τα όρια της Εφέσου.
Η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο 63 μ.Χ., κατά την πρώτη φυλάκιση του Αποστόλου Παύλου στη Ρώμη. Κεντρικό θέμα της επιστολής είναι η ενότητα και η δόξα της Εκκλησίας, κεφαλή της οποίας είναι ο αναστημένος Ιησούς Χριστός και δια του οποίου όλοι που εγκεντρίζονται στο σώμα Του μπορούν να μετέχουν της νέας πραγματικότητας των δωρεών του Θεού.
 Μέσα από τη συγκεκριμένη αποστολική περικοπή ο Απόστολος Παύλος τονίζει πως η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων προσπαθειών, αλλά της χάριτος του Θεού: ούτε οι αρετές ως ανθρώπινα επιτεύγματα, τις οποίες υπερτόνιζαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ούτε ο Νόμος, στον οποίο προσκολλούνταν οι Ιουδαίοι, μπορούν να σώσουν τον άνθρωπο.
Ήδη από την αρχή του δεύτερου κεφαλαίου της επιστολής, ο Απόστολος υπογραμμίζει την  κατάσταση των Εφεσίων πριν πιστέψουν στο Χριστό: ήταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων και των αμαρτιών τους, έχοντας αιχμάλωτη την ύπαρξή τους στα πάθη τους. Αντί όμως να εκδηλωθεί σ’ αυτούς η δικαιολογημένη θεία οργή εξαιτίας αυτής τους της κατάστασης, εκχέεται σ’ αυτούς το έλεος και η αγάπη του Θεού: «Ο δε Θεός πλούσιος ών εν ελέει, διά την πολλήν αγάπην αυτού ήν ηγάπησεν ημάς…». Ο θείος Απόστολος, ξεχειλίζοντας από ευγνωμοσύνη προς το Θεό, χρησιμοποιεί κατά σειρά συνώνυμες λέξεις (έλεος, αγάπη ην ηγάπησεν), για να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερα αισθητό στους αναγνώστες το μέγεθος της δωρεάς του Θεού προς αυτούς. Πρέπει βέβαια να τονισθεί πως οι λέξεις αυτές δεν δηλώνουν αφηρημένες έννοιες, αλλά συγκεκριμένες ιστορικές ενέργειες του Θεού μέσα στην ανθρωπότητα.
Η αμαρτία είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική νέκρωση, αλλά ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς και νίκησε το θάνατο, μετέβαλε τη νεκρότητά μας σε ζωή. Μας μετάγγισε το πλήρωμα της δικής Του ζωής «ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Α΄ Ιω. 4,9).
Η νέα ελπιζόμενη κατάσταση των χριστιανών ταυτίζεται με αυτή του αναστημένου Χριστού: επειδή η κεφαλή αναστήθηκε, ταυτόχρονα και ολόκληρο το σώμα ζωοποιείται και δοξάζεται. Ο θείος Απόστολος, παραθέτοντας αλλεπάλληλα τρία συνώνυμα ρήματα (συνεζωοποίησε, συνήγειρε, συνεκάθισε) σε χρόνο αόριστο, διακηρύσσει την πραγματικότητα της σωτηρίας, ότι δηλαδή έχει ήδη συντελεστεί και αυτό που απομένει είναι να  την οικειωθεί προσωπικά ο καθένας μας.
Βέβαια, όσο διαρκεί η παρούσα ζωή έχουμε απλώς «τον αρραβώνα της κληρονομίας ημών» (Εφ. 1, 14), αφού η σωτηρία θα γίνει κτήμα μας με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και την κοινή εξανάσταση. Τότε θα μπορούμε να γευόμαστε ολοκληρωμένα «τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Πραγματικά, υπερβολικός πλούτος! Όντως αξεπέραστο το μέγεθος της δύναμής του, να καθίσει κάποιος μαζί με το Χριστό! Και χίλιες ζωές ακόμη αν είχες, δεν θα τις θυσίαζες γι’ αυτό; Κατάλαβες πού εκείνος κάθισε; Πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Και με ποιόν κάθεσαι μαζί; Μ’ Εκείνον!».
Στο στίχο 8 ο Απόστολος Παύλος επαναλαμβάνει μια πρόταση που έγραψε στο στίχο 5: «χάριτι εστέ σεσωσμένοι». Συμπληρώνει βέβαια εδώ και τον τρόπο που όλοι εμείς μπορούμε να οικειωθούμε αυτή τη σωτηρία που προσφέρει κατά χάρη ο Θεός εν Χριστώ. Ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από την πίστη στις αλήθειες του Ευαγγελίου και ο οποίος αποτελεί ανταπόκριση του αυτεξουσίου μας προς εκείνα που πλουσιοπάροχα μας προσφέρει ο Θεός.
Ο Απόστολος των Εθνών, θέλοντας να ξεκαθαρίσει στους Εφεσίους τη θέση και το ρόλο των «αγαθών έργων» στη ζωή τους –και γενικά στη ζωή όλων των πιστών- γράφει τους δύο τελευταίους στίχους της περικοπής: «ούκ εξ έργων, ίνα μή τις καυχήσηται.  αυτού γαρ εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς…». Ο σύνδεσμος «ίνα» στο στ.9 δηλώνει την έκβαση των γεγονότων: ενώ τα έργα των ανθρώπων ήταν πονηρά, ο Θεός δια της χάριτός του τους έσωσε, χωρίς να αφήνονται περιθώρια σε κάποιο να καυχηθεί. Εντούτοις, ο Θεός δημιουργεί και αναδημιουργεί εν Χριστώ τον άνθρωπο «επί έργοις αγαθοίς», δηλαδή για να εργάζεται το αγαθό. Ο σύγχρονος ερμηνευτής Καραβιδόπουλος αναφέρει: «Γίναμε καινούρια κτίση όχι με τα έργα που κάναμε, αλλά για να κάνουμε καλά έργα, με τα οποία φανερώνεται η ανακαίνισή μας. Αποτέλεσμα λοιπόν της σωτηρίας είναι τα καλά έργα και όχι προϋπόθεση».
Η αναφορά στη χάρη που εκπήγασε και εκπηγάζει από το απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού και δια της οποίας οι πιστοί σώζονται και απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα τα αιώνια αγαθά, είναι ένα από τα πιο αγαπητά και προσφιλή θέματα του αποστόλου Παύλου. Παραδείγματος χάριν, στην προς Ρωμαίους επιστολή τονίζει εμφατικά: «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως εν Χριστώ Ιησού» (Ρωμ. 3, 23-24). Στην προς Τίτον επιστολή ο απόστολος αναφέρει: «Ότε η χρηστότης και η φιλανθρωπία επεφάνη του σωτήρος ημών Θεού, κατά τον αυτού έλεον έσωσεν ημάς» (Τιτ. 3, 4-5) και συνεχίζει στο μεθεπόμενο στίχο: «ίνα δικαιωθέντες τη εκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’ ελπίδα ζωής αιωνίου» (Τιτ. 3, 7).
Το βαρυσήμαντο ρόλο της θείας χάριτος στη θέωση του ανθρώπου περιγράφει εύστοχα και ένας σύγχρονος άγιος, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, στο λόγο του «Η Χάρη»: «Δεν έφερα τίποτε μαζί μου στο Μοναστήρι, εκτός από τις αμαρτίες μου, και δεν ξέρω γιατί ο Κύριος μου έδωσε, ενώ ήμουν ακόμη νεαρός υποτακτικός, τόση χάρη του Αγίου Πνεύματος, που γέμισαν από χάρη η ψυχή μου και το σώμα μου.{…} Ο Κύριος μας αγαπά περισσότερο απ’ όσο η μητέρα τα παιδιά της και μας δίνει δωρεάν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.{…} Χωρίς τη χάρη του Θεού είμαστε όμοιοι με τα ζώα, αλλά με τη χάρη ο άνθρωπος είναι μέγας κοντά στο Θεό».
Εμείς, που με το βάπτισμά μας γίναμε μέλη του σώματος του Κυρίου, δεν πρέπει να χάνουμε αυτό που πραγματικά μας αξίζει. Ας δεχτούμε το δώρο του Θεού, ας γευτούμε δια της πίστεως «τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού» και ας αφήσουμε την δωρεάν θεία χάρη να μας περιβάλει, να μας ανακαινίσει, να μας θεώσει.




Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. ιη’ 18 – 27 (24-11-2019)
  
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν και λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, κάποιος άνθρωπος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά».
Σχολιασμός
Ο πλούσιος νέος της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής είχε μεγάλα πνευματικά ενδιαφέροντα.  Ήταν και άρχοντας της Συναγωγής και είχε μεταφυσικές αναζητήσεις. Μόλις λοιπόν αντίκρισε τον Κύριο, τον πλησίασε και με ισχυρό ενδιαφέρον, αφού πρώτα προσφώνησε τον «Ιησού Διδάσκαλο αγαθό», τον ρώτησε τί μπορούσε να πράξει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς, αφού τον ρωτά γιατί τον ονόμασε αγαθό, αφού πιστεύει ότι είναι  ένας απλός άνθρωπος  και κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός παρά μόνο ο Θεός, του απάντησε: «Τας εντολάς οίδας∙ μη μοιχέυσεις, μη φονεύσης, μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Ο νέος ακούγοντας την απάντηση του Κυρίου, του αναφέρει έκπληκτος ότι αυτά τα φύλαξε από τα παιδικά του χρόνια. Τότε ο Ιησούς του είπε ότι μόνο ένα πράγμα λείπει: Να πουλήσεις την περιουσία σου και να τη μοιράσεις στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό. Ο νέος όμως ακούγοντας αυτό στεναχωρήθηκε γιατί  ήταν πλούσιος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τίποτα από τα πλούτη του και ο Ιησούς είπε: «Ευκολώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλίας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν», δηλαδή πιο εύκολα περνά καμήλα από την βελονότρυπα παρά ο πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Όσοι ήταν παρόντες τότε ρώτησαν τον Ιησού ποιος μπορεί τότε να σωθεί. Αυτό το ρώτησαν γιατί οι πλούσιοι δεν πρόσφεραν τίποτα στους φτωχούς, αλλά ήταν δούλοι του πλούτου τους. Αλλά και οι φτωχοί επιθυμούσαν να πλουτισουν και κυνηγούσαν έτσι το χρήμα. Εκείνος τους απάντησε: «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Το χρήμα και ο πλούτος, είναι ένα θέμα που η διαχρονικότητα το χαρακτηρίζει. Σε όλες τις εποχές βλέπουμε πόσο απασχολεί τους ανθρώπους στις ζωές των οποίων πολλές φορές γίνεται στόχος, τον οποίο αγωνιζόμαστε να κατακτήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ο Θεός μας έδωσε το δικαίωμα να απολαμβάνουμε τα αγαθά και όσα κερδίζουμε, αλλά να τα διαχειριζόμαστε σωστά και να τα κερδίζουμε δίκαια. Να κατακυριεύσουν τη γη ήταν μια από τις εντολές του Κυρίου στους πρωτόπλαστους αλλά χωρίς να αδικήσουν και να κλέψουν από τους συνανθρώπους τους αφού δύο εντολές του Δεκαλόγου είναι «ου κλέψεις»,  και «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστίν».
Ο Ιησούς στάθηκε αυστηρός απέναντι στους πλουσίους, «ουαί υμίν τοις πλούσιοις, ότι απέχετε την παράκληση υμών»(Λουκ. 6,24). Όχι γιατί ο πλούτος από μόνος του είναι κάτι κακό, αλλά διότι εύκολα ο πλούσιος γίνεται δούλος του πλούτου. Λησμονεί το Θεό. Περιφρονεί το συνάνθρωπό του. Καταπατά την ηθική. Αρνείται τη δικαιοσύνη
Επίσης βλέπουμε ότι ο Κύριος μακάρισε τους φτωχούς: «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν βασιλεία του Θεού»( Λουκ. 6.20). Όχι πάλι γιατί από μόνη της η φτώχεια σώζει, αλλά διότι δίνει τη δυνατότητα να ελπίζει στο Θεό και να κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται μόνο στη σωματική του υπόσταση μόνο αλλά ότι περιλαμβάνει και μιαν αθάνατη ψυχή, η οποία έχει τις δικές της ανάγκες.
Δεν αρνείται λοιπόν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ύπαρξη του χρήματος το Ευαγγέλιο μέσα στη ζωή μας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και τους πειρασμούς που συνεπάγεται αν ο άνθρωπος δεν το τοποθετήσει πάνω σε ορθή βάση. Είναι δύναμη το χρήμα αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη αδυναμία, κάτι που βλέπουμε και στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή. Πολλές φορές βλέπουμε να υποδουλώνει εκείνον που το έχει αφού τον καθιστά πλεονέκτη και κατά τον Απόστολο η πλεονεξία είναι «ειδωλολατρία». Επίσης βλέπουμε πολλές φορές ότι προκειμένου να αποκτηθούν τα πλούτη και να διαφυλαχτούν, ο άνθρωπος εκτίθεται σε πολλούς κινδύνους. «Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν»,( Α’ Τιμ. 6,9), τονίζει ο Απόστολος Παύλος. Ένας τρίτος πειρασμός που αντιμετωπίζουν οι κυνηγοί του χρήματος είναι ότι εύκολα πέφτουν σε παγίδες και καταπατούν τον ηθικό νόμο. Εκμεταλλεύονται τους άλλους και παρανομούν.
Γι αυτό και ο Κύριος στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή επισημαίνει ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Δε λέει ότι είναι αδύνατο αλλά δύσκολο, έτσι όταν οι ακροατές θα ρωτήσουν «και τις δύναται σωθήναι;», εκείνος θα απαντήσει: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατα παρά τω Θεώ εστιν». Κοντά στο Θεό όλα είναι δυνατά, και η σωτηρία των πλουσίων, αρκεί να συνειδητοποιήσουν τις «υποχρεώσεις» τους και να αγωνιστούν να τις εκπληρώσουν.
Πρώτο και κυριότερο να τα κερδίζουμε όλα με θεμιτά μέσα. Με τίμιο και ευλογημένο ιδρώτα. όχι με εκμετάλλευση των συνανθρώπων μας και με απάτες. Δεύτερη υποχρέωση και εξίσου σημαντική, το χρήμα να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι ο άνθρωπος να καταντά υπηρέτης του χρήματος. Επίσης ο πλούτος στην υπηρεσία της αγάπης. Όσοι διαθέτουμε χρήματα να μην αγνοούμε το διπλανό μας, ο οποίος μπορεί να βασανίζεται από φτώχεια και μιζέρια. Δεν είναι επιτρεπτό να φυλακίζουμε το χρήμα, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος για τη φύση του πλούτου «το μεν στάσιμον άχρηστον, το δε κινούμενον και μεταβαίνον κοινωφελές τε και έγκαρπον». Επιπλέον η ευγνωμοσύνη μας προς το Θεό. Εκείνος είναι ο μεγάλος πλουτοδότης. Εκείνος μας το χαρίζει. Εμείς είμαστε διαχειριστές. Αυτοί που με φρόνηση και γενναιοδωρία πρέπει να τα διαχειριστούμε όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους που και εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, αδέλφια μας. «Ίνα το σον περίσσευμα γένηται εις το εκείνου το υστέρημα» (Β΄Κορ. 8,13). Ο Μέγας Βασίλειος απαντώντας στο ερώτημα «ποιον αδικώ κατέχοντας τα δικά μου;» αναφέρει: «Ποια είναι δικά σου; Από που τα πήρες και τα διατηρείς στη ζωή σου; Δε γεννήθηκες γυμνός; Και πάλι δε θα επιστρέψεις γυμνός στη γη;»
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εποχή στη οποία ζούμε είναι κατ’ εξοχήν υλιστική και πλουτοκρατική. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους διακατέχονται από τη δίψα του πλούτου και κυριαρχούνται από μια ακατανίκητη φορά προς τα υλικά αγαθά. Παντού προβάλλει και κυριαρχεί ο λεγόμενος οικονομικός τύπος του ανθρώπου, ο homo economicus. Όλοι μας, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, δεχόμαστε τη φθοροποιό επίδραση της υλιστικής νοοτροπίας, όπως και ο νέος της ευαγγελικής περικοπής. Ο νέος αναστατώθηκε όταν άκουσε ότι πρέπει να πουλήσει όσα έχει και «γύρισε την πλάτη» στην αιώνια ζωή, διάλεξε την υλική ευμάρεια  και απέρριψε τη σωτηρία της ψυχής του. Παράδειγμα προς αποφυγήν ο νέος του Ευαγγελίου. Οφείλουμε λοιπόν εμείς να επιδείξουμε πολλή προσοχή. Να συνειδητοποιήσουμε τους κινδύνους που εγκυμονεί η μανία και η κακή διαχείριση του πλούτου, να μην πέσουμε στη φοβερή παγίδα της πλεονεξίας και της φιλαργυρίας. Να μη μας κυριεύσει η απάτη του πλούτου και για χάρη του λησμονήσουμε το Θεό, αδιαφορήσουμε για τους ανθρώπους και αμελήσουμε τον ιερό σκοπό της ζωής που είναι η σωτηρία μας.    









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου