Ε.Ι.Π.Α.Σ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος Βαρὺς.
Κατέλυσας τῷ Σταυρῷ σου τὸν θάνατον, ἠνέῳξας τῷ
Λῃστῇ τὸν Παράδεισον, τῶν Μυροφόρων τὸν θρῆνον μετέβαλες, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις
κηρύττειν ἐπέταξας· ὅτι ἀνέστης Χριστὲ ὁ Θεός, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον
τοῦ Τοῦ Ναοῦ
Κοντάκιον Προεόρτιον τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Ἦχος
γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως. Χόρευε, ἡ
οἰκουμένη, ἀκουτισθεῖσα· δόξασον μετὰ ἀγγέλων καὶ τῶν ποιμένων, βουληθέντα ἐποφθῆναι παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.===========================================
Κυριακή ΚΔ΄ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Εφεσ. β΄ 14-22
Πρωτότυπο
Κείμενο
Ἀδελφοί, Χριστός ἐστιν
ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν
ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς
δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς
ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ·
καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν
τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. Ἄρα οὖν οὐκέτι
ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες
ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ
καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.
Νεοελληνική
Απόδοση
Αυτός
πραγματικά είναι για μας η ειρήνη. Αυτός έκανε τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους
ένα λαό και γκρέμισε με το σταυρικό του θάνατο ό,τι σαν τείχος τους χώριζε και
προκαλούσε έχθρα μεταξύ τους. Κατήργησε δηλαδή τον ιουδαϊκό νόμο των εντολών
και των διατάξεων, για να δημιουργήσει με το έργο του από τα δύο εχθρικά μέρη,
από τους Ιουδαίους και τους εθνικούς, μια νέα ανθρωπότητα, φέρνοντας την
ειρήνη. Κι αφού θανάτωσε με το σταυρό του την έχθρα, ένωσε τους δύο πρώην
εχθρούς σε ένα σώμα και τους συμφιλίωσε με το Θεό. Έτσι, ο Χριστός ήρθε κι
έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης σ’ εσάς τους εθνικούς, που ήσασταν μακριά
από το Θεό, και σ’ εσάς τους Ιουδαίους, που ήσασταν κοντά του. Πραγματικά, δια
του Χριστού μπορούμε μ’ ένα πνεύμα και οι δύο, εθνικοί και Ιουδαίοι, να
πλησιάσουμε τον Πατέρα. Δεν είστε, λοιπόν, πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά
ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού. Προστεθήκατε κι εσείς στο
οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες κι ακρογωνιαίο
λίθο αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μ’ αυτόν δένεται ολόκληρο το οικοδόμημα και
μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον Κύριο. Ο Κύριος οικοδομεί κι εσάς
μαζί με τους άλλους, για να γίνετε πνευματική κατοικία του Θεού.
Εισαγωγικά
Το σημερινό
αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου
Παύλου. Η επιστολή αναπτύσσει ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος: αναφέρεται στο
«μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,9). Το
μυστήριο δηλαδή της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο
αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ο Ιησούς Χριστός. Η σωτηρία των ανθρώπων
πραγματοποιείται «εν Χριστώ» μέσα στην Εκκλησία και αποτελεί προϊόν της αγάπης
και της χάριτος του Θεού, και μέσα σ’ αυτήν ενώνονται και αποτελούν ένα σώμα οι
πρώην εχθροί μεταξύ τους Ιουδαίοι και Εθνικοί.
Στους
πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι άνθρωποι ήταν διαιρεμένοι σε αυτά τα δύο έθνη,
το ιουδαϊκό και το εθνικό (ειδωλολάτρες). Ζούσαν πολύ κοντά αλλά ήταν εχθρικά
διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο. Οι μεν Ιουδαίοι σιχαίνονταν τους Εθνικούς
θεωρώντας τους άπιστους και ακάθαρτους. Οι δε Εθνικοί απέφευγαν τους Ιουδαίους
χαρακτηρίζοντάς τους ως δεισιδαίμονες και ακοινώνητους. Η Έφεσος λοιπόν, υπήρξε
μια κοινότητα της οποίας οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες, ξένοι προς τις
υποσχέσεις και τις διαθήκες. Αργότερα όμως, μετά τη διδασκαλία του Αποστόλου
Παύλου, η κοινότητα πλέον φέρεται να είναι καλά θεμελιωμένη και να κατέχετε από
πνεύμα διάκρισης. Υπάρχει καλή διδασκαλία, εξακολουθεί όμως να υφίσταται
ένα βασικό χαρακτηριστικό πρόβλημα η απουσία της αγάπης προς τον Χριστό αλλά
και μεταξύ των ανθρώπων.
«Χριστός
εστίν η ειρήνη ημών»
Με έξαρση
σχεδόν ποιητική ο Απόστολος των Εθνών ξεκινά να περιγράφει το ειρηνευτικό και
ενοποιό έργο του Χριστού. Ενώ θα περιμέναμε ως συνήθως να δούμε τον Απόστολο
Παύλο να κάνει λόγο για κρίση και οργή του Θεού εναντίον των Ιουδαίων και
Εθνικών που βρίσκονταν μέσα στην αμαρτία. Εδώ μιλάει για τον πλούτο της θείας
αγάπης που συμφιλιώνει τις δύο αυτές αντίθετες θρησκευτικές ομάδες και
προσφέρει την ειρήνη. Ο Χριστός «ως άρχων ειρήνης» κατά τον προφητικό λόγο του
Ησαῒα (Ησ. 9,6), στάθηκε μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, ανάμεσα στους δύο
πραγματικούς κόσμους, του Θεού και του ανθρώπου, άπλωσε τα χέρια του, και
ειρηνοποίησε τη γη με τον ουρανό, ένωσε δηλαδή το άνθρωπο με το Θεό.
Από πού
πηγάζει όμως αυτή η ειρήνη; Η ειρήνη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και
κύριο γνώρισμα της θεότητας, καθώς ονομάζετε «Θεός της ειρήνης» (Β΄ Κορ.
13,11). Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό της ειρήνης με φύση ειρηνική. Και η
αγαπητική σχέση του με τον Δημιουργό του μέσα στον παράδεισο ήταν απόλυτα
ειρηνική καθότι ήταν στοιχείο έμφυτο. Αλλά από τη στιγμή που σήκωσε σημαία
ανταρσίας και εναντιώθηκε στο θέλημα του Θεού, αυτή η αγαπητική σχέση μαζί Του
διαταράχθηκε, και η ειρήνη φυγαδεύτηκε από την καρδιά του. Τότε ανάμεσα σ’ αυτή
τη σχέση ανυψώθηκε μεσότοιχο πανύψηλο «το μεσότειχον του φραγμού», που μας
χώριζε από τον Θεό.
Κατά μια άλλη ερμηνεία με τη φράση αυτή «το μεσότειχον του φραγμού» ο Απόστολος
Παύλος παραπέμπει στο Ναό του Σολομώντα και στον τοίχο που χώριζε την αυλή των
Εθνικών από την αυλή των Ιουδαίων και στον οποίο υπήρχε επιγραφή που απαγόρευε
στους Εθνικούς να τον υπερβούν με ποινή θανάτου για τους παραβάτες. Σύμφωνα
τέλος με άλλη ερμηνευτική προσέγγιση «φραγμός» ήταν ο παλαιός νόμος της
Παλαιάς Διαθήκης, οι διατάξεις του οποίου διαχώριζαν τους Ιουδαίους από τους
Εθνικούς. Ο Ιησούς Χριστός γκρέμισε αυτό το μεσότοιχο του φραγμού «εν τη σαρκί
αυτού», δηλαδή με τον σταυρικό του θάνατο, με τον οποίο θανατώθηκε η έχθρα και
πραγματοποιήθηκε η καταλλαγή αμφοτέρων, Ιουδαίων και Εθνικών, όλων των ανθρώπων
με τον Θεό. Η έχθρα μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών καταργείται με το λυτρωτικό
έργο του Ιησού Χριστού, ο οποίος έφερε την συμφιλίωση, την καταλλαγή του Θεού
με τους ανθρώπους αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους. Επομένως με το έργο της
Θείας Οικονομίας καθετί που διακρίνει και χωρίζει τους ανθρώπους παραμερίζεται.
Ο Ιησούς
Χριστός κατέλυσε την έχθρα και κατάργησε τις εντολές του Νόμου, προχωρώντας στη
δημιουργία της καινής κτίσης: «ίνα τους δύο κτίση εις ένα καινόν άνθρωπον». Στο
πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο Θεός κτίζει, δημιουργεί τη μία καινούργια
ανθρωπότητα, που απαρτίζεται αδιακρίτως και από Ιουδαίους και από Εθνικούς, από
όλους δηλαδή τους ανθρώπους ανεξαρτήτως διακρίσεων. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον
κόσμο «και ευηγγελίσατο ειρήνην» προς όλους τους ανθρώπους «τοις μακράν και
τοις εγγύς», δηλαδή και στους Εθνικούς και στους Ιουδαίους. Η ειρήνη αυτή έχει
διπλή κατεύθυνση, είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό και η
ειρήνη και συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους. Αυτή λοιπόν η ειρήνη του Ιησού
Χριστού στη γενική της διάσταση επεκτείνεται ακόμη και σε όλη την κτιστή
δημιουργία. Ο Χριστός είναι «ο ακρογωνιαίος λίθος» του σώματος της
Εκκλησίας. Πάνω σε αυτόν τον λίθο, οικοδόμησαν την Εκκλησία οι απόστολοι και οι
προφήτες. Εκεί οικοδομούνται και ενώνονται και οι πιστοί (Εφεσ. 2,20) τα μέλη
του σώματος της Εκκλησίας.
Ο Θεός της
ειρήνης καθώς ψάλλουμε στις Καταβασίες την περίοδο αυτή, ονομάζει παιδιά Του
όλους τους ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο
μακαρίζοντας τους πράους αποκαλώντας τους κληρονόμους της γης. Αλλά και σε κάθε
ακολουθία η Εκκλησία μας, μεταφέρει την ειρήνη στους ανθρώπους. Από την «άνωθεν
ειρήνη» γεννάται η ειρήνη του κόσμου. Αυτή όμως την εξωτερική ειρήνη του
«σύμπαντος κόσμου» φαίνεται να την κυβερνούν περισσότερο οι υλικοί παράγοντες
και τα οικονομικά συμφέροντα μερικών «μεγάλων». Επειδή όμως, τα οικονομικά
πράγματα δεν έχουν ποτέ μια μόνιμη και μακρόχρονη σταθερότητα, η πίστη και η
ελπίδα μας για την ασφάλεια του αύριο δεν μπορούν ν αναπαυθούν σε καμιά
σιγουριά. Και πάλι θ αναφερθούμε στον προφήτη Ησαΐα που κλείνει μέσα στο αίτημα
προς τον Θεό την αγωνία του πιστού: «Κύριε ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας
ημίν» (Ησα. 26,12). Ζητούμε από τον Θεό «τόν υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν
ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι».
Η διακήρυξη
του Αποστόλου Παύλου «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών», δηλώνει ότι ο Ιησούς
Χριστός είναι η πηγή της ειρήνης όλου του κόσμου. Με τη σταυρική του θυσία
έφερε την ειρήνη σε όλα τα επίπεδα. Έφερε την ειρήνη και καταλλαγή των ανθρώπων
με τον Θεό Πατέρα και ταυτόχρονα τη συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους,
συγκροτώντας ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, του οποίου κεφαλή είναι Εκείνος.
Η σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού είναι το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για
τον άνθρωπο. Ο Θεός κινείται από αγάπη προς τον άνθρωπο και αποστέλλει στον
κόσμο τον Υιό του, ο οποίος θυσιάζεται για να καταλλάξει, να συμφιλιώσει τον
άνθρωπο με τον Θεό. Η καταλλαγή του Θεού με τον άνθρωπο για να είναι πλήρης
πρέπει να εκτείνεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και
στις σχέσεις των λαών μεταξύ τους, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου με το
περιβάλλον. Ο άνθρωπος που ειρηνεύει με τον Θεό, ειρηνεύει και με τους
συνανθρώπους του και με το περιβάλλον. Δεν μπορεί να υπάρξει καταλλαγή του
ανθρώπου με τον Θεό και ταυτόχρονα να διατηρεί την έχθρα με τους συνανθρώπους
του ή και με το περιβάλλον του. Σε αυτή τη διάσταση η καταλλαγή είναι το πλέον
ελπιδοφόρο μήνυμα για την ειρήνευση των λαών και των εθνών, αλλά και για τη
σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος.
===============================
Κυριακή Ι’ Λουκά, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. ιγ΄ 10-17
Πρωτότυπο
Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,
ήν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα
ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι
εἰς τὸ παντελές. Ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι
τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε
τὸν Θεόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ
Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι
θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν·
ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης
καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; Ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ
δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος
ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Νεοελληνική
Απόδοση
Εκείνο τον
καιρό, ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε μια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια
γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη και δεν
μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και
της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Έβαλε πάνω της τα χέρια
του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως,
αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και
είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς· μέσα σ’ αυτές,
λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε:
«Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το
Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο
σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά
το Σάββατο;» Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του κι ο κόσμος
χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.
Σχολιασμός
Το σημερινό
Ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρεται στη θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας. Τη
διήγηση του θαύματος αυτού, τη διασώζει μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς. Μέσα από το
κείμενο εξιστορείται ένα πραγματικό γεγονός στο οποίο βλέπουμε και μία πολύ
παραστατική εικόνα της ιστορίας της ανθρωπότητος. ΄΄Κυρτωμένη από το βάρος της
αμαρτίας η ανθρωπότητα, με το βλέμμα στηλωμένο μόνο στα γήινα, ανορθώθηκε και
ανέβλεψε προς τον ουρανό με την ενανθρώπηση του Κυρίου’’. Η Εκκλησία όρισε να
διαβάζεται σταθερά κάθε χρόνο, την τρίτη Κυριακή προ των
Χριστουγέννων.
Οι νουθεσίες
και τα μηνύματα που μπορεί ν’ αντλήσει κάποιος από τη ευαγγελική περικοπή και
από ολόκληρη τη Χριστιανική διδασκαλία, πάντοτε είναι πολλά. Εμείς θα σταθούμε
σε τρία από αυτά: τον Εκκλησιασμό, την υποκρισία και το φθόνο.
Σε όποια
πόλη λοιπόν και αν βρισκόταν ο Κύριος, κατά την ημέρα του Σαββάτου πήγαινε στην
συναγωγή και δίδασκε. Εδώ είναι η τελευταία φορά πριν από το Πάθος κατά
την οποία αναφέρεται ο Ιησούς, να επισκέπτεται και να διδάσκει σε κάποια
συναγωγή. Η ευαγγελική διήγηση δεν προσδιορίζει τον τόπο.
Η
συγκύπτουσα παρ’ ότι ήταν ασθενής και η σωματική της κατάσταση δεν της επέτρεπε
να μετακινείται, δεν έλειψε κανένα Σάββατο από τη συναγωγή για να προσευχηθεί
με τους άλλους πιστούς και ν’ ακούσει το Λόγο του Θεού. Δεν αμελεί το καθήκον
της προσευχής και δεν την επηρεάζει τι θα πει ο κόσμος γι’ αυτήν. Ο Κύριος την
συμπονεί. Βλέπει με πόση προσοχή παρακολουθεί το κήρυγμά του. Γι’ αυτό με την
θαυμαστή θεραπεία του προς αυτή, επιβραβεύει την πίστη, την ευλάβεια αλλά και
την επιμονή της. Παράλληλα, φανερώνει σ’ εμάς την σημασία και την αξία της
συμμετοχής μας στην κοινή προσευχή και λατρεία του Θεού.
Το καθήκον
μας για τακτικό Εκκλησιασμό απορρέει από τη σχετική εντολή του Θεού η οποία
παραγγέλλει στον άνθρωπο να ενθυμείται και να σέβεται την έβδομη ημέρα της
εβδομάδας και να την αφιερώνει στη λατρεία του Θεού «εξ ημέρας εργά και
ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω το Θεώ σου. Ου
ποιήσεις εν αυτή παν έργον». (Δευτ. ε’13, Έξ. κ’ 9-10) Τον εκκλησιασμό μας,
πρέπει να χαρακτηρίζει η προσήλωση και η ευλάβεια. Αν μπορούσε ο άνθρωπος να
συνειδητοποιήσει πόσο αναγκαία είναι για τη πνευματική μας ζωή η λατρεία της
Εκκλησίας, τότε κανένα εμπόδιο, καμιά εργασία και καμιά υποχρέωση δεν θα μας
παρέσυρε στο να μη συμμετέχουμε ανελλιπώς στη Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Στην
πατρίδα μας είναι ευτυχές το γεγονός, το ότι διατηρείται ακόμη ζωντανή αυτή η
ευλάβεια και οι χριστιανικές αξίες από μεγάλο μέρος του λαού μας και είναι
αρκετοί αυτοί που εκκλησιάζονται ακόμη και πολλοί νέοι ηλικιακά.
Στη συνέχεια
της περικοπής ο Χριστός στηλιτεύει την υποκρισία και την τυπολατρία όχι μόνον
των φαρισαίων, αλλά και κάθε ανθρώπου κάθε εποχής. Το παράδειγμα του
αρχισυναγώγου είναι χαρακτηριστικό. Βλέπει το θαύμα της θεραπείας και αντί να
δοξάσει τον Θεό φθονεί. Και ο φθόνος τον κάνει να παρερμηνεύει ηθελημένα την
εντολή του Θεού. Έμενε προσκολλημένος στην τήρηση του νόμου και των εντολών του
κατά γράμμα. Η κατάσταση αυτή μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε τη φύση και τα
συμπτώματα της υποκρισίας.
Η υποκρισία
συνιστά αμάρτημα, σοβαρότατο κίνδυνο για την χριστιανική μας ζωή. Και αποτελεί
συμπεριφορά διαβολική, αφού πρώτος ο διάβολος υποκρίθηκε, εξαπατώντας έτσι τους
πρωτοπλάστους. Ο υποκριτής υποκρίνεται τον ευσεβή χωρίς να είναι στην
πραγματικότητα.
Όλοι μας
λίγο έως πολύ, έχουμε την αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια και φτάνουμε στο
σημείο να διεκδικούμε για τους εαυτούς μας το ρόλο του δικηγόρου του Θεού.
Διεκδικούμε το ρόλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή (Ντοστογιέφσκυ) που θέλει να
διορθώσει το Θεό και την Εκκλησία και νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια με
τον φαρισαϊσμό μας. Ο Μ. Βασίλειος μας δίνει έναν θαυμάσιο
ορισμό: «Υποκριτής είναι αυτός που στο θέατρο υποδύεται διαφορετικό
πρόσωπο…Έτσι και σε τούτη τη ζωή πολλοί ενεργούν όπως οι θεατρίνοι. Άλλα έχουν
μέσα στην καρδιά τους και άλλα δείχνουν εξωτερικά προς τους ανθρώπους». (Μ.
Βασιλείου, Λόγος περί Νηστείας Α’ 24).
Διανύουμε
την περίοδο της νηστείας των Χριστουγέννων και πολλοί από εμάς νηστεύουμε και
προετοιμαζόμαστε για την μεγάλη εορτή που έρχεται. Αν κάποιοι ανάμεσά μας δεν
τηρούν τη νηστεία, ας μη τους φθονούμε και μη τους κατακρίνουμε. Ας θυμηθούμε
ότι πάνω από τη νηστεία, πάνω από κάθε εξωτερικό τύπο, σημασία έχει να μη
καταλύεται ο σύνδεσμος της αγάπης. Και το ένα είναι ωφέλιμο, και το άλλο
ουσιώδες. Αλίμονο αν παραθεωρήσουμε είτε το ένα είτε το άλλο, ή αν
προσπαθήσουμε να επιβάλλουμε στους ανθρώπους γύρω μας τη στάση μας και τις
επιλογές μας. Αλίμονο αν γίνουμε τυπικοί τηρητές των υποχρεώσεών μας απέναντι
στο Θεό, και λησμονήσουμε τη μεγαλύτερη των εντολών του, αυτή της αγάπης προς
τον πλησίον. Γιατί τέλος, μην λησμονούμε ότι η χαρά του αδελφού μας, όπως και η
λύπη του, είναι χαρά και λύπη δική μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου