Ε.Ι.Π.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.
Τοῦ λίθου σφραγισθέντος ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, καὶ στρατιωτῶν φυλασσόντων τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, ἀνέστης τριήμερος Σωτήρ, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν· διὰ τοῦτο αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἐβόων σοι ζωοδότα. Δόξα τῇ Ἀναστάσει σου Χριστέ, δόξα τῇ
βασιλείᾳ σου, δόξα τῇ οἰκονομίᾳ σου, μόνε φιλάνθρωπε.Ἀπολυτίκιον τοῦ Ναοῦ
Κοντάκιον Ἦχος πλ. β΄
Προστασία τῶν Χριστιανῶν
ἀκαταίσχυντε, μεσιτεία πρὸς τὸν Ποιητὴν ἀμετάθετε, μὴ παρίδῃς ἁμαρτωλῶν δεήσεων
φωνάς, ἀλλὰ πρόφθασον, ὡς ἀγαθή, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, τῶν πιστῶς κραυγαζόντων
σοι. Τάχυνον εἰς πρεσβείαν, καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν, ἡ προστατεύουσα ἀεί, Θεοτόκε,
τῶν τιμώντων σε. Τρισά
Κυριακή Β’ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα:
Ρωμ. β’ 10-16
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι· οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. Ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. Ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων – ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, δόξα, τιμή και ειρήνη προσμένουν όποιον κάνει το καλό, πρώτα τον Ιουδαίο αλλά και τον εθνικό˙ γιατί ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Έτσι, λοιπόν, όσοι αμάρτησαν χωρίς να ξέρουν το νόμο του Θεού θα καταδικαστούν όχι με κριτήριο το νόμο. Κι από την άλλη, όσοι αμάρτησαν γνωρίζοντας το νόμο θα δικαστούν με κριτήριο το νόμο. Γιατί στο θεϊκό δικαστήριο δε δικαιώνονται όσοι άκουσαν απλώς το νόμο αλλά μόνο όσοι τήρησαν το νόμο. Όσο για τα άλλα έθνη, που δε γνωρίζουν το νόμο, πολλές φορές κάνουν από μόνοι τους αυτό που απαιτεί ο νόμος. Αυτό δείχνει πως, αν και δεν τους δόθηκε ο νόμος, μέσα τους υπάρχει ο νόμος. Η διαγωγή τους φανερώνει πως οι εντολές του νόμου είναι γραμμένες στις καρδιές τους˙ και σ’ αυτό συμφωνεί και η συνείδηση τους, που η φωνή της τους τύπτει ή τους επαινεί, ανάλογα με τη διαγωγή τους. Όλα αυτά θα γίνουν την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει δια του Ιησού Χριστού τις κρυφές σκέψεις των ανθρώπων, όπως λέει το ευαγγελιό μου.
Σχολιασμός
Σοβαρό και ενδιαφέρον το θέμα, το οποίο προβάλλεται μέσα από την παραπάνω αποστολική περικοπή. Είναι ενδιαφέρον γιατί τοποθετεί το ζήτημα της κρίσεως του Θεού στις σωστές βάσεις και διαστάσεις του, αντίθετα από την τάση που έχουμε πολλές φορές να θέτουμε εμείς οι ίδιοι ως τις προϋποθέσεις, με τις οποίες πρέπει να κρίνει ο Θεός τον κόσμο και τους ανθρώπους.
Φαίνεται πως η τάση αυτή δεν είναι φαινόμενο μόνο των δικών μας ημερών, γιατί ο απόστολος εισάγει το ζήτημα αυτό με τη σοβαρή προειδοποίηση: «Διό αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε, πας ο κρίνων∙ εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις∙ το γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων» (Ρωμ. 2,1). Ο άνθρωπος δεν πρέπει να λαμβάνει τη θέση του κριτή των άλλων ανθρώπων. Πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νουν την αλήθεια που μας αποκαλύπτει η Αγία Γραφή και την οποία διατυπώνει ο απ. Παύλος, ότι ο Θεός θα κρίνει και θα «αποδώσει εκάστω κατά το έργον αυτού» (Ρωμ. 2,6). Έτσι, σε όσους εργάζονται με υπομονή και καρτερία το αγαθόν, ο Θεός θα δώσει και αιώνια ζωή. Όσοι όμως αντιστρατεύονται το Θεό και αντιστέκονται στην αλήθεια ή και υπηρετούν την αδικία θα αντιμετωπίσουν το θυμό και την οργή του Θεού.
Ο απ. Παύλος, με αυτές τις προϋποθέσεις περιγράφει την κατάσταση που θα βρεθούν όσοι εργάζονται το κακόν και όσοι εργάζονται το αγαθόν. Αυτοί που πράττουν το κακό τους αναμένει θλίψη και στενοχωρία, αντίθετα με αυτούς που πράττουν το αγαθό, τους οποίους αναμένει κατά την ημέρα της κρίσεως δόξα και τιμή και ειρήνη. Είναι τα δώρα του Θεού ανεξάρτητα από την καταγωγή των ανθρώπων.
Κατά την εποχή που ο απ. Παύλος αναπτύσσει τον προβληματισμό για το θέμα της καταγωγής έχουμε κάποια δεδομένα. Το πρώτο είναι η αποκάλυψη του Θεού. Ότι δηλαδή ο Θεός κάποια μέρα θα κρίνει τον κόσμο. Το δεύτερο δεδομένο είναι η διάκριση των ανθρώπων σε Ιουδαίους και Έλληνες δηλ. Εθνικούς. Το τρίτο είναι το γεγονός ότι οι μεν Ιουδαίοι είχαν το Νόμο, τον οποίο έλαβαν από το Θεό, ενώ οι Εθνικοί δεν είχαν νόμο δοσμένο από το Θεό. Κατά την άποψη των Ιουδαίων, επειδή αυτοί είχαν τον από Θεού νόμο, βρίσκονταν σε προνομιακή θέση.
Ο απόστολος σε όλους τους πιο πάνω προβληματισμούς δίνει απαντήσεις. Ναι, ο Θεός θα κρίνει τον κόσμο, τον κάθε άνθρωπο σύμφωνα με τα έργα του και εδώ ξεκαθαρίζει και το θέμα με τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς δηλαδή ότι οι μεν πρώτοι, επειδή έχουν το Νόμο δεν σημαίνει ότι είναι προνομιούχοι έναντι εκείνων που δεν είχαν λάβει το Νόμο. «Ου γαρ εστι προσωποληψία παρά τω Θεώ», τονίζει ο απ. Παύλος (Ρωμ. 2,11). Η κρίση των ανθρώπων από το Θεό δεν ήταν και δεν θα είναι μονομερής. Οι Ιουδαίοι που είχαν το Νόμο θα κριθούν βάσει του Νόμου κατά πόσο τήρησαν τις διατάξεις και το θέλημα του Θεού που μεταφέρεται μέσα από το Νόμο. Αντίθετα, οι Εθνικοί που δεν είχαν το Νόμο θα κριθούν βάσει της δικαιοκρισίας του Θεού.
Επίσης ο απόστολος τονίζει ότι εκείνο που κρίνει ο Θεός είναι οι πράξεις των ανθρώπων. Δεν είναι όσοι ακούνε απλώς το Νόμο του Θεού που θα δικαιωθούν αλλά όσοι εφάρμοσαν το Νόμο. Ο απόστολος Παύλος θέλει να ξεκαθαρίσει και την έσχατη των περιπτώσεων, κατά την οποία η τήρηση του νόμου θα αποτελούσε κριτήριο σωτηρίας κατά την ημέρα της κρίσης. Τι θα γινόταν με τους Εθνικούς; Δε θα σωθούν; Τα Έθνη έχουν ένα άλλο νόμο ο οποίος είναι και αυτός δοσμένος από το Θεό. Είναι ο νόμος της συνειδήσεως. Όλοι οι άνθρωποι βάσει αυτού του νόμου γνωρίζουν ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό.
Εκείνο που θέλει να κάνει ξεκάθαρο ο απ. Παύλος είναι ότι η κρίση των ανθρώπων θα γίνει «δια του Ιησού Χριστού», δεν είναι προνομιούχοι αυτοί που έχουν το Νόμο, ούτε εμείς γιατί έχουμε το Ευαγγέλιο σε αντίθεση με αυτούς που δεν το έχουν, ούτε γιατί έχουμε την ορθόδοξη πίστη σε αντίθεση με αυτούς που δεν την έχουν. Η δική μας κρίση από τον Ιησού θα είναι και αυστηρότερη αφού «ο γνους το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας, μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. 12,47).
*************************************************
Κυριακή Β΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα:
Μτθ. δ΄ 18-23
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, περιπατῶν ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· καὶ λέγει αὐτοῖς· Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν, εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν, καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν· καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν, ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν, καὶ κηρύσσων τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας, καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
Νεοελληνική Απόδοση
Καθώς ο Ιησούς περιπατούσε στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, είδε δύο αδέλφια, τον Σίμωνα, που τον έλεγαν και Πέτρο, και τον αδελφό του τον Ανδρέα, να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες. «Ακολουθήστε με», τους λέει «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Κι αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν. Προχωρώντας πιο πέρα από κεί, είδε δύο άλλους αδελφούς, τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον αδελφό του τον Ιωάννη. Βρίσκονταν στο ψαροκάϊκο μαζί με τον πατέρα τους τον Ζεβεδαίο και τακτοποιούσαν τα δίχτυά τους. Τους κάλεσε κι αυτοί άφησαν αμέσως το καΐκι και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν. Ο Ιησούς περιόδευε όλη την Γαλιλαία. Δίδασκε στις συναγωγές τους, κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα για τον ερχομό της βασιλείας του Θεού και γιάτρευε τους ανθρώπους από κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία.
Σχολιασμός
«ήσαν γαρ αλιείς˙»
Μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη επιλογή του Κυρίου μας, δηλαδή να έχει ως μαθητές του ανθρώπους από τις κατώτερες βαθμίδες του κοινωνικού υπόβαθρου αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για τον απλό λαό. Πρόκειται λοιπόν για μαθητές, οι οποίοι ήταν φτωχοί και πάλευαν μέσα στην θάλασσα της Τιβεριάδος για μια καλή ψαριά και να συντηρούν έτσι τόσο την οικογένεια τους, αλλά παράλληλα και να διατελούν, όσο μπορούσαν φιλανθρωπικό έργο. Ο τρόπος ζωής, σκέψεως και δράσης τους είχε ακριβώς αντίθετη φιλοσοφία με αυτή των Γραμματέων και Φαρισαίων. Υποχρεωμένοι να εργάζονται την συγκεκριμένη εποχή ήταν μόνο οι δούλοι και οι φτωχοί. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Κύριος μας ευλόγησε την εργασία καθορίζοντας την ως καθήκον όλων.
Μελετώντας κανείς την Αγία Γραφή ότι γίνονται συχνές αναφορές του Θεού για την εργασία. Ας μην ξεχνούμε πως η πρώτη εντολή που δόθηκε στον Αδάμ μέσα στον παράδεισο ήταν να εργάζεται. «Έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασε, και έθετο αυτόν εν τώ παραδείσω……… εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. β΄ 15). Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι εάν ο Αδάμ ήταν απαλλαγμένος από κάθε εργασία και έμενε άνεργος τότε θα οδηγείτο με ακρίβεια προς την ραθυμία και θα συνήθιζε στις ανέσεις και στην οκνηρά και απράγμονα ζωή.
Ο απόστολος Παύλος, όταν πληροφορήθηκε πως ορισμένοι Χριστιανοί εκ Θεσσαλονίκης επιδίωκαν να μην εργάζονται και να συντηρούνται εις βάρος των άλλων, με την φώτιση πάντα του Αγίου Πνεύματος απευθύνθηκε σε αυτούς με αρκετό αυστηρό ύφος και ξεκάθαρες προτροπές. «Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω. Ακούομεν γάρ τινας……….μηδέν εργαζομένους..Τοις τοιούτοις παραγγέλομεν και παρακαλούμεν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα μετά ησυχίας εργαζόμενοι τον εαυτόν άρτον εσθιώσι» (Β΄Θεσσάλ.γ΄10-12). Τονίζει επιπρόσθετα ότι δεν πρέπει να ζει κανείς εις βάρος των άλλων αλλά «κοπιάτω εργαζόμενος το αγαθόν ταίς χερσίν, ίνα έχη μεταδιδόναι τώ χρείαν έχοντι»(Εφ. δ΄ 28) . Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος εργαζόταν ως σκηνοποιός ημέρα και νύχτα για συντηρεί τόσο τις δικές του ανάγκες, όσο και αυτές των βοηθών του. Όλοι οι άνθρωποι του Θεού ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες, όπως ο Μωυσής φρόντιζε τα πρόβατα του πεθερού του Ιοθόρ, ο Δαυίδ ήταν βοσκός, ο προφήτης Αμώς γιδοβοσκός.
Μέσα σε όλη αυτή την αναφορά μας για το θέμα της εργασίας ένα είναι το γενικό συμπέρασμα που αναβλύζει. Ο Θεός μας αποτρέπει από την οκνηρία και την ζωή της ευμάρειας δηλαδή την καθιστική ζωή και μας προτρέπει να εργαζόμαστε. Χρειάζεται ο κάθε χριστιανός να ασκεί και ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Όση ταπεινότητα διακρίνει μιαν εργασία είτε αυτή είναι οικοδόμος, σκουπιδοσυλλέκτης, βοσκός, γεωργός, δεν πρέπει να ντρέπεται αυτός που την ασκεί, φτάνει να είναι έντιμος. Η σκόπιμη αποχή από την εργασία έχει και τις δυσμενείς επιπτώσεις της στο ίδιο το άτομο που επιλέγει αυτό τον τρόπο ζωής αλλά και γενικά στο όλο κοινωνικό σύνολο. Μέσα από αυτή του την επιλογή είναι αρκετά εύκολο να οδηγηθεί σε απάτες, κλοπές, και αν ακούγεται κάπως ακραίο καμιά φορά και στο έγκλημα για να εξασφαλίσει αυτά που χρειάζεται. Οι πλούσιοι δε χρειάζεται και αυτοί να εργάζονται. Μια εργασία επιβάλλεται γι’αυτούς και δεν είναι άλλη παρά μόνο να μοχθούν για κοινωφελή, φιλανθρωπικά έργα.
Η εργασία είναι λειτούργημα ευλογημένο από τον Θεό. Εξυψώνει τον άνθρωπο σωματικά και πνευματικά. Ο Μ. Βασίλειος γράφει για την εργασία ότι είναι καθήκον του καθενός μας. Καλλιεργούνται αρκετές αρετές μέσα από την εργασία, όπως η υπομονή, επιμονή, η υπακοή στον ανώτερο μας, η αγάπη, η προσπάθεια να βοηθήσουμε τον πλησίον μας. Λέει ο Κύριος για την οκνηρία και πονηρία: «πονηρέ δούλε και οκνηρέ…..». Μεγάλη λοιπόν προσοχή μήπως και την ημέρα της κρίσεως σχηματίσει και για μας τέτοια εντύπωση ο Θεός μας.
Οι μαθητές λοιπόν του Κυρίου, που κλήθηκαν στο αποστολικό αξίωμα, ήταν άνθρωποι απλοί και ταπεινοί. Ήταν φτωχοί ψαράδες, τους οποίους ο Θεός κατέστησε πανσόφους και αλιείς ανθρώπων. Εργάζονταν για τον άρτον τον επιούσιο, όταν τους κάλεσε ο Χριστός να μαθητεύσουν κοντά του.
Άξιος συγχαρητηρίων και επαίνων λοιπόν μπροστά στο Θεό είναι οι άνθρωποι που ευσυνείδητα και τίμια εργάζονται. Με καθαρή τη συνείδηση μπορεί να επαναλαμβάνει το του αποστόλου Παύλου «…ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινος, αλλ’ εν κόπω και μόχθω ωύχτα και ημέραν εργαζόμενοι προς το μη επιβαρήσαι τιν υμών» (Β’ Θεσ γ’ 8).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου