Ἀπολυτίκιον. Ἦχος Β´.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος,
τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν
καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστὲ
ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Τοῦ Ναοῦ
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν
κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω·
Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα
τῶν μισθίων σου.
Κυριακή ΛΔ’ Επιστολών (Του Ασώτου), Αποστ. Ανάγνωσμα: Α΄ Κορ. στ΄ 12-20
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ
σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; Ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; Ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. Φεύγετε τὴν πορνείαν. Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, μερικοί μεταξύ
σας λένε: «Όλα μού επιτρέπονται». Σωστά· όλα όμως δεν είναι προς το συμφέρον.
Όλα μού επιτρέπονται, εγώ όμως δε θα αφήσω τίποτε να με κυριέψει. Λένε επίσης:
«Οι τροφές προορίζονται για την κοιλιά και η κοιλιά είναι καμωμένη για τις
τροφές»· ο Θεός όμως θα αχρηστέψει και το ένα και το άλλο. Το σώμα δεν έγινε
για να πορνεύουμε, αλλά για να δοξάζουμε τον Κύριο, και ο Κύριος θα δοξάσει το
σώμα. Και ο Θεός που ανέστησε τον Κύριο, με τη δύναμή του θα αναστήσει κι εμάς.
Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του σώματος του Χριστού; Μπορώ, λοιπόν,
να πάρω κάτι που είναι μέλος του σώματος του Χριστού και να το κάνω μέλος του
σώματος μιας πόρνης; Ποτέ τέτοιο πράγμα! Ή μήπως δεν ξέρετε ότι αυτός που
ενώνεται με μια πόρνη γίνεται ένα σώμα μαζί της; Γιατί, καθώς λέει η Γραφή, οι
δύο θα γίνουν ένα σώμα. Όποιος όμως ενώνεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα
μαζί του. Μακριά λοιπόν από την πορνεία! Κάθε άλλο αμάρτημα που μπορεί να
διαπράξει κανείς βρίσκεται έξω από το σώμα του· αυτός όμως που πορνεύει
βεβηλώνει το ίδιο του το σώμα. Ή μήπως δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός
του Αγίου Πνεύματος που σας το χάρισε ο Θεός και βρίσκεται μέσα σας; Δεν
ανήκετε στον εαυτό σας· σας αγόρασε ο Θεός πληρώνοντας το τίμημα. Το Θεό λοιπόν
να δοξάζετε με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, που ανήκουν σ’ εκείνον.
Σχολιασμός
Η αποστολική περικοπή της
δεύτερης Κυριακής του Τριωδίου, είναι παρμένη από την Α΄ προς Κορινθίους
επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Μια επιστολή που συγκαταλέγεται μεταξύ των
πλουσιότερων και σημαντικότερων επιστολών στην Καινή Διαθήκη. Μέσα από αυτήν ο
Απόστολος Παύλος καταπολεμά τη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας της
Κορίνθου, επιπλήττει την πορνεία, που ήταν διαδεδομένη και μεταξύ των
χριστιανών της Κορίνθου, οι οποίοι διακατέχονταν ακόμη από τη φιλελεύθερη
ηθική παράδοση των ειδωλολατρών. Ακόμη τους συστήνει να επιλύουν μόνοι τους τις
διαφορές τους χωρίς να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια, ενώ απαντά και σε
ερωτήματα που του είχαν υποβληθεί σχετικά με το γάμο και την παρθενία, για τα
ειδωλόθυτα, για τη θεία λατρεία, για τα πνευματικά χαρίσματα και την ανάσταση
των νεκρών. Η επιλογή της συγκεκριμένης περικοπής για τη σημερινή Κυριακή,
οφείλεται στο περιεχόμενό της, που είναι σχετικό με την Ευαγγελική περικοπή της
παραβολής του Ασώτου Υιού. Η ασωτία, στην οποία αναφέρεται το ευαγγέλιο,
συγκεκριμενοποιείται από τον Απόστολο στη παράχρηση του σώματος, στο χωρισμό
από το Χριστό, μελών του, για να γίνουν «πόρνης μέλη».
Σήμερα το κακό που
στιγματίζει και στηλιτεύει η Εκκλησία, είναι η κοιλιοδουλεία και η πορνεία.
Κάτω από τη τελευταία, εννοούνται όλα τα σαρκικά αμαρτήματα, που διαπράττουν οι
άνθρωποι. Γνωρίζοντας την ευπάθεια του ανθρωπίνου σώματος και την εύκολη ροπή
του στη αμαρτία, ο Απόστολος Παύλος, μας δίνει ένα χρυσό κανόνα εγκράτειας και
διάκρισης: «αν και όλα μου επιτρέπονται» να τα γευθώ και να τα κάνω, όμως «δεν
είναι όλα προς το συμφέρον μου» (στ.12). Ο Θεός έχει δημιουργήσει την κοιλιά
για να δέχεται τις τροφές που συντηρούν τον άνθρωπο σ’ αυτή τη ζωή. «Έχεις
δικαίωμα να φας. Κάνε σωστή χρήση αυτού του δικαιώματος, μείνε κύριος του
φαγητού, και πρόσεχε μήπως από άμετρο χρήση, γίνεις δούλος πλέον αυτού του
πάθους. Ότι οδηγεί στη ασωτία, δεν ωφελεί το σώμα γιατί μολύνεται από τη
σαρκική αμαρτία», σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Το σώμα του ανθρώπου ανήκει
στον Κύριο, είναι ναός του Θεού και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος (στ.19),
και προορίζεται να δοξάζει τον Θεό. Η θέωση που παρέχεται με το άγιο βάπτισμα,
συμπληρώνεται με το Χρίσμα κατά το οποίο ο πιστός λαμβάνει τα χαρίσματα του
αγίου Πνεύματος. Ο ίδιος «ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο» (Γεν. β΄, 7), και κατά την
ενανθρώπισή του δεν προσέλαβε μόνο την ψυχή αλλά και το ανθρώπινο σώμα για να
το αναγεννήσει. Έτσι με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος μετέχει στον εν Χριστώ
αγιασμό. Αυτό είναι το καθ’ ομοίωσιν της δημιουργίας μας.
Το σώμα μας δημιουργήθηκε για
να γίνει δοχείο της χάριτος του Θεού. Αυτό θα υλοποιηθεί σύμφωνα με την χρήση
που τυγχάνει από τον κάθε ένα από εμάς. Αποφεύγοντας ο άνθρωπος να υποπέσει στη
δουλεία της σάρκας και ασκώντας το σώμα με την κατά Θεό πνευματική
«γυμναστική», την εκγύμναση της προσευχής, της νηστείας και της αγρυπνίας, θα
ισχυροποιηθεί ο δεσμός της ενότητας του σώματός μας με τον Κύριο όπως φαίνεται
παρακάτω: «παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστίν» (Α΄ Κορ. ια΄, 2), «Ουδείς
γαρ ποτέ την εαυτού σάρκα εμίσησεν αλλά εκτρέφει και θάλπει αυτήν, καθώς και ο
Χριστός την εκκλησίαν, ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού» (Εφ. ε΄, 29-30).
Ο Απόστολος Παύλος
καταφεύγοντας στην Παλαιά Διαθήκη στο χωρίο της Γενέσεως (β΄, 24) «και
έσονται οι δυο εις σάρκα μίαν» που λέχθηκε για το νόμιμο γάμο, το μεταφέρει και
στην πορνεία. Στην πορνεία ο άνδρας, ατιμάζοντας το σώμα του, προσκολλάται στην
πόρνη η οποία είναι χωρισμένη από το Χριστό, έτσι αποσπάται από το σώμα του
Χριστού. Στο γάμο η γυναίκα στην οποία προσκολλάται ο άνδρας δεν είναι
χωρισμένη από το Χριστό, έτσι παραμένουν και οι δυο ενωμένοι με το Χριστό.
Αυτός λοιπόν ο οποίος προσκολλάται στον Χριστό μετέχει του πνεύματος του
Χριστού. Όταν μετέχει του πνεύματος του Χριστού και ενώνεται με αυτόν πρέπει να
φεύγει από την πορνεία.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο
Άγιος Νείλος «Και αν νομίζεις ότι είσαι με τον Θεό, να φυλάγεσαι από τον
δαίμονα της πορνείας, γιατί είναι πολύ απατεώνας και φθονερός και θέλει να
είναι πιο γρήγορος από την κίνηση και την προσοχή του νου σου» (κεφ.γ´σ.61). Η
αιτία για την οποία η σαρκική επιθυμία πάντοτε μας πειράζει, είναι γιατί καθώς
ένας φυσικά αγαπά τον εαυτό του, έτσι φυσικά αγαπά να πολλαπλασιάσει μέσα από
αυτή την κακία, τον ίδιο του τον εαυτό και να κάνη όμοιο με αυτόν έτσι όπως η
κενοδοξία πάντα μας εξαπατά, έτσι και η σαρκική επιθυμία και δύσκολα από αυτή
φυλασσόμαστε.
Τα επιχειρήματα του αποστόλου
Παύλου κατά της πορνείας είναι αδιάσειστα και αναντίρρητα. Μέσα στην πονηρή
εποχή μας, όπου όλα κάτω από το πέπλο των κυκλωμάτων, ωθούν στην εκπόρνευση
εξευτελίζοντας την ανθρώπινη οντότητα, τα λόγια του διδασκάλου των Εθνών
ακούγονται σαν παρωχημένες φωνές, που όμως δεν παύουν να έχουν αιώνια αξία. Σ΄
εμάς εναπόκειται η ευκαιρία για αποφυγή της αμαρτίας πάσης φύσεως και
ιδιαιτέρως της σαρκικής, τηρώντας το λόγο του Θεού, και λαμβάνοντας τον αγιασμό
και τη «ίαση ψυχής και σώματος», που πηγάζει μέσα από τη συμμετοχή μας στα
μυστήρια της Εκκλησίας.
********************************************************************
Κυριακή IZ’ Λουκά (Ασώτου), Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. ιε’ 11 – 32
Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολήν
ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί·
πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ
μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν
μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ
πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο
ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ
ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν
κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς
ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ
λιμῷ ἀπόλλυμαι! Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ,
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου·
ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι
δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ
δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ
υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος
κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν
στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ
καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε,
καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ
πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ
χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ὁ δὲ εἶπεν
αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι
ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. Ὁ οὖν πατὴρ
αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη
δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον
ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν
βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ·
τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ
χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν
καὶ εὑρέθη.
Είπε ο Κύριος αυτή την
παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον
πατέρα του: «πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί»· κι
εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιός τα
μάζεψε όλα και έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας
άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και
άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους
πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει
χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι
χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: «πόσοι εργάτες του
πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα
πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα· δεν
είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου».
Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμη μακριά,
τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον
καταφιλούσε. Τότε ο γιος του, του είπε: «πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα
και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του
και τους διέταξε: «βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε
του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και
σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και
αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται. Ο
μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο
σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και
ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: «γύρισε ο αδελφός σου, κι ο
πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός». Αυτός τότε
θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε,
εκείνος όμως του αποκρίθηκε: «εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω, και ποτέ δεν
παράκουσα καμιά εντολή σου· κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να
ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε
την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι». Κι ο
πατέρας του, του απάντησε: «παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι
δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο
αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».
Στη συγκεκριμένη περικοπή ο
Ιησούς αναφέρει: ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς. Ο ένας υιός, ο νεώτερος ζητά από
τον πατέρα του το διαμοιρασμό της περιουσίας ώστε να πάρει το μερίδιό του.
Μοιράζει την περιουσία ο πατέρας στα δύο του παιδιά. Ο νεώτερος υιός φεύγει σε
χώρα μακρινή στην οποία σπαταλά αλόγιστα το μερίδιο του σε αμαρτωλές
καταστάσεις κάνοντας άσωτο βίο. Αφού κατέφαγε όλα του τα χρήματα και δεν είχε
τι άλλο να κάνει, έψαξε και βρήκε δουλειά για να βγάζει τα προς το ζειν. Η
δουλειά που βρήκε ήταν η ευτελέστερη που μπορούσε να κάνει ένας πιστός
Ιουδαίος, τη διαποίμανση κοπαδιού χοίρων. Αφού αναλογίστηκε σε τι άθλια
κατάσταση βρισκόταν, συνειδητοποίησε ότι μέχρι και οι δούλοι του πατέρα του
ζούσαν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ αυτή που ζούσε τώρα. Παίρνει τότε την
απόφαση να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, να ζητήσει συγχώρεση από τον
πατέρα του και να του ζητήσει δουλειά. Στο δρόμο της επιστροφής, ο πατέρας του
τον προϋπαντεί και διατάζει τους δούλους του να τον ντύσουν με πλούσια
ενδυμασία, να του φορέσουν δακτυλίδι και να ετοιμάσουν εόρτιο γεύμα με την
ευκαιρία της επιστροφής του υιού του. Ο άλλος υιός, ο μεγαλύτερος, ακούγοντας
τη φασαρία που προερχόταν από το σπίτι ρώτησε και έμαθε για την επιστροφή του
αδερφού του. Τότε εξέφρασε παράπονο στον πατέρα του ότι ο ίδιος δε διασκέδασε
ποτέ με τους φίλους του γιατί ολημερίς δούλευε στα οικογενειακά χωράφια, ενώ
άμα τη επιστροφή του αδερφού του, ο οποίος κατέφαγε το μερίδιο της περιουσίας
που του αναλογούσε, στρώθηκε και πανηγυρική τράπεζα, κάτι το οποίο φαινόταν
εντελώς άδικο προς το μεγαλύτερο υιό.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς είναι ο
μόνος από τους τέσσερις ευαγγελιστές που μας διασώζει στο 15ο κεφάλαιο του
ευαγγελίου του, στους στίχους 11 – 32, την «Παραβολή του Ασώτου Υιού», όπως
είναι πλέον γνωστή, ή αλλιώς ως η «Παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα». Πριν ακόμη
προχωρήσουμε στην ανάλυση της περικοπής, χρήσιμο θα ήταν να επισημάνουμε την
έννοια της παραβολής και τη χρησιμότητά της ως είδος επικοινωνίας στο λόγο του
Ιησού με τους ανθρώπους.
«Παραβολή είναι το είδος του λόγου, το οποίο χρησιμοποιεί ο Χριστός για την αποκάλυψη αληθειών που παραμένουν μέχρι εκείνη τη στιγμή άγνωστες» (Χωρεπισκόπου Τριμυθούντος κ. Βασιλείου, Ευαγγέλιο και Ζωή Οι παραβολές, Λευκωσία 1998, σ. 17).
Με τον όρο «Παραβολές» τα
κείμενα της Καινής Διαθήκης θεωρούν τις μικρές αυτοτελείς διηγήσεις υποθέσεων
που περιγράφουν σκηνές, συμβάντα της ανθρώπινης καθημερινότητας. Οι διηγήσεις
αυτές τις περισσότερες φορές δεν ήταν πραγματικές, δηλαδή δεν ήταν περιγραφή
συγκεκριμένων συμβάντων δεν ήταν πιστή αποτύπωση ρεαλιστικών καταστάσεων, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι το θέμα το οποίο πραγματεύεται μια τέτοια διήγηση δε μπορούσε
να γίνει στην πραγματικότητα. Ο σκοπός για τον οποίο γινόταν χρήση του είδους
των παραβολών ήταν η μεταφορά κάποιου μηνύματος. Αυτό πετυχαίνεται με την
ένταξη εικόνων από την καθημερινότητα των ανθρώπων και από τις καθημερινές τους
ασχολίες (λ.χ. γεωργοί, ψαράδες κ.α.). Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποίησε ευρέως
αυτό το είδος στις ομιλίες του λόγω του ότι το ακροατήριό του αποτελείτο από
ανθρώπους απλοϊκούς, καθημερινούς και χρησιμοποιώντας εικόνες που μπορούσαν να
δουν στη ζωή τους, στην καθημερινότητά τους, μπορούσαν κάλλιστα να καταλάβουν
και να συλλάβουν τα υψηλά νοήματα του λόγου του Θεού.
«Κεντρικό θέμα των ευαγγελικών παραβολών είναι η βασιλεία του Θεού ως αποφασιστική παρέμβαση του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού εντός της ιστορίας με σκοπό τη σωτηρία των ανθρώπων και η έκκληση όπως μετανοήσουν οι άνθρωποι για να καταστούν «υιοί της βασιλείας» » (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδότης Αθ. Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968, τ 10, σ. 21).
Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή, όπως έχουμε προαναφέρει, είναι ευρέως γνωστή ως η «Παραβολή του Ασώτου Υιού» ή αλλιώς ως η «Παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα». Πολλά μηνύματα πηγάζουν από την περικοπή αυτή. Κατά κύριο λόγο όμως καλό και πρέπον θα ήταν να εξετάσουμε για ποιό λόγο οι Πατέρες θέσπισαν να γίνεται η ανάγνωση της συγκεκριμένης περικοπής τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου και ποια μηνύματα θέλουν να κρατήσουμε.
Θαυμασμό προκαλεί η
αστείρευτη και αφειδώλευτη αγάπη του Πατέρα προς τους υιούς του και κυρίως προς
το νεώτερο υιό του. Παρά την παράλογη απαίτηση του νεώτερου υιού να γίνει
διαμοιρασμός της περιουσίας και μετέπειτα ακολούθησε η αλόγιστη σπατάλη της σε
ασωτίες και αμαρτωλές ενέργειες, ο Πατέρας στη θέα του υιού του να επιστρέφει
στη σιγουριά και ασφάλεια του πατρικού σπιτιού, τρέχει να τον προϋπαντήσει και να
τον υποδεχτεί. Ο μετανοημένος υιός επιστρέφοντας στη θαλπωρή του σπιτιού του
δεν αποζητά δικαιώματα ως παιδί του, αλλά επιστρέφει με το σκεπτικό να τον
δεχτεί ως ένα από τους υπηρέτες του.
Θαυμασμό προκαλεί ακριβώς σε
αυτό το σημείο το μεγαλείο της ευσπλαχνίας του πατέρα κατά την υποδοχή του
ασώτου. Παρά την πικρία που δοκίμασε από τις πράξεις του υιού του, την
αχαριστία και αυθάδεια με την οποία ζητούσε μέρος της περιουσίας που του ανήκε
– δημιουργός της περιουσίας φυσικά ήταν ο πατέρας – έντονα αισθήματα χαράς και
ευφορίας τον καταλαμβάνουν στη θέα της επιστροφής του ασώτου υιού.
Ένα από τα πολλά μηνύματα που
εξάγονται από την περικοπή αυτή και οι Πατέρες της Εκκλησίας, ως γνήσιοι
παιδαγωγοί εις Χριστό και καθοδηγητές στην ουράνια Βασιλεία του Θεού, θεώρησαν
ως πρέπον την ανάγνωση της συγκεκριμένης περικοπής στη συγκεκριμένη περίοδο που
εισερχόμαστε, είναι ότι στο καθετί που μας πικραίνει, ενοχλεί και στεναχωρεί
δεν πρέπει να δίνεται συνέχεια. Να είμαστε στη θέση να συγχωρούμε, να
κατανοούμε το μέγεθος του λάθους το οποίο διαπράξαμε και να αποζητούμε τη
συγχώρεση. Δηλαδή να αντιγράψουμε το μέγεθος της ευσπλαχνίας του σπλαχνικού
Πατέρα που παρά τα λάθη του υιού του τον συγχωρεί και τον δέχεται πίσω στην
πατρική του αγκάλη.
«Συγχωρώ σημαίνει δίνω σε κάποιον τη
συγγνώμη μου ή αποδέχομαι την αίτηση συγγνώμης άλλου, απαλλάσσω κάποιον από το
βάρος της ενοχής του»(Λεξικό
Μπαμπινιώτη). Συγχώρεση είναι η ανιδιοτελής και έμπρακτη έκφραση αληθινών
συναισθημάτων μεταμέλειας και συγχώρεσης προς κάποιο πρόσωπο, το οποίο πλήγωσε
κάποιο με συγκεκριμένη πράξη του. Οι ευαγγελιστές μέσα από τα ευαγγέλιά τους
μας παρουσιάζουν τον Ιησού να διδάσκει την έννοια της συγχώρεσης με διάφορα
σχήματα όπως το σχήμα συγχώρησης του Θεού – Πατέρα προς τον άνθρωπο και του
ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του. Καταρχήν ο ίδιος ο Ιησούς θαυματουργώντας
επισήμανε τη σχέση που έχει η ύπαρξη της αμαρτίας στη ζωή των ανθρώπων ως προς
τις διάφορες ασθένειες, λ.χ. η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού, η θεραπεία
του παραλυτικού. Κατά την
περιγραφή του συμβάντος της θεραπείας του παραλυτικού ο Ιησούς απευθυνόμενος
προς τον ασθενή, του λέει : «Τέκνον αφίενται σου αι αμαρτίαι» (Μρκ.
2,5).
Αφού κατάλαβε τις σκέψεις των
παρευρισκομένων Γραμματέων, στο πιο πάνω συμβάν της θεραπείας του παραλυτικού,
εξηγεί ότι είναι καλύτερο αυτό παρά να του έλεγε πάρε το κρεβάτι σου και
περπάτα. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνει ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την
εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες και πάνω στη γη.
Ακόμη ένα ευαγγελικό παράδειγμα συγχώρησης είναι και η σκηνή της Σταύρωσης στο
Γολγοθά στην οποία ο Χριστός αναφωνεί προς τον Ουράνιο Πατέρα «Πάτερ άφες
αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23,34) [Και αυτή η φράση από τη
σκηνή της Σταύρωσης διασώζεται μονάχα στο ευαγγέλιο του Λουκά όπως ακριβώς και
παραβολή την οποία πραγματευόμαστε!!]. Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό μετά από τον
εμπαιγμό, τα βάσανα, την ταλαιπωρία, το μαστίγωμα και έπειτα το σταυρικό
μαρτύριο, εντούτοις παρακαλεί και προσεύχεται για τη συγχώρεση του ανθρωπίνου
γένους για την άγνοια των σταυρωτών Του και όσων Τον χλευάζουν. Παρά τον πόνο
και την αδικία, τους συγχωρεί. Επίσης στο Μρκ, 11, 25-26 («Και όταν στήκετε
προσευχόμενοι, αφίετε ει τι έχετε κατά τινος, ίνα και ο πατήρ υμών ο εν τοις
ουρανοίς αφή υμίν τα παραπτώματα υμών») ο Κύριος μας διδάσκει την ώρα της
προσευχής να είμαστε ήδη καθαροί από οτιδήποτε μας έχει ενοχλήσει. Όντας καθαροί
μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον Πατέρα στον ουρανό.
Τρανό παράδειγμα διδαχής της Συγχώρεσης από τον Ιησού είναι και το πέμπτο
αίτημα της Κυριακής προσευχής «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν
τοις οφειλέταις ημών» (Μτθ. 6, 12). Ερμηνευτικά προσεγγίζοντας το
συγκεκριμένο στίχο φθάνουμε στο σημείο να πούμε «ότι η
συγχώρηση, την οποία ζητούμε από το Θεό Πατέρα, έχει ως προϋπόθεση τη συγχώρηση
των άλλων από εμάς»(Χωρεπισκόπου
Τριμυθούντος κ. Βασιλείου, Ευαγγέλιο και Ζωή Η προσευχή στα Ιερά
Ευαγγέλια, Λευκωσία 1998, σ.112). «Αυτή η διπλής όψεως συνδιαλλαγή, συγχώρηση
των σφαλμάτων των άλλων και συνδιαλλαγή με εκείνους που έχουν κάτι εναντίον
μας, είναι η προϋπόθεση της προσευχής. Δεν σημαίνει ότι είναι προϋπόθεση για να
μας συγχωρέσει ο Θεός, αλλά η προϋπόθεση εσωτερικής μας ειρηνεύσεως,
ειλικρινούς διαθέσεως έναντι των συνανθρώπων μας και δημιουργίας καταλλήλων
συνθηκών για την αποτελεσματικότητα της κοινωνίας μας με τον Θεό Πατέρα» (ό.π., σ. 115).
Αρκετοί Εκκλησιαστικοί
Πατέρες ανέδειξαν την συγχώρεση ως αρετή. Ένας εξ αυτών είναι και ο χρυσορρήμων
Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ο οποίος στην εικοστή ομιλία του
(ομιλία Κ’) αναφέρει ότι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις προσέλευσης
κάποιου στη θεία κοινωνία κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εκτός από τη νηστεία,
είναι και η άφεση των αμαρτιών μας και η συγχώρηση των συνανθρώπων μας για
πιθανών λάθη και παραλείψεις τους.
Όπως γράφει ο θειότατος αυτός Πατέρας «Ως γαρ τον
πορνεύοντα και τον βλασφημούντα αμήχανον μετασχείν της ιεράς τραπέζης, ούτω τον
εχθρόν έχοντα και μνησικακούντα αδύνατον απολαύσαι κοινωνίας αγίας καιμάλα
εικότως» (Ιω.
Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. 32, σ. 614).
Η συγχώρεση είναι γνώρισμα,
χαρακτηριστικό του αληθινά μετανοημένου. «Η συγχώρεση των άλλων μας
παρέχει την ελευθερία και τη δύναμη, ώστε με παρρησία να ζητήσουμε τη δική μας
άφεση από το Θεό» (ό.π., σ. 120). «Ως ο Ληστής βοώ το Μνήσθητί μου ως ο
Τελώνης κατηφής τύπτω το στήθος και κράζω, νυν το, Ιλάσθητι ώσπερ τον Άσωτον,
ρύσαι με πανοικτίρμον, εκ πάντων των κακών μου Παμβασιλεύ, όπως υμνώ σου την
άκραν συγκατάβασιν» (Ωδή θ’ Κυριακής Ασώτου). Καλό στάδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου