Ε.Ι.Π.
Καὶ ἐδῶ νὰ προσέχετε· στὸν καναπὲ ἦταν κάτι στρωμένο μὲ σταυρούς· δὲν κάνει νὰ καθώμαστε οὔτε νὰ πατᾶμε πάνω στοὺς σταυρούς. Οἱ Ἑβραῖοι βάζουν κάτω ἀπὸ τὰ παπούτσια σταυρούς. Πολλὲς φορὲς ὄχι μόνον ἀπ᾿ ἔξω ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ τακούνια καὶ τὶς σόλες. Νὰ πληρώνης καὶ νὰ πατᾶς σταυρούς! Αὐτοὶ ἀπὸ παλιὰ εἶχαν κάνει κουδουνίστρες ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστό, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν Καραγκιόζη.
Σοῦ λέει: «Τί Καραγκιόζης, τί Χριστός». Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ καημένος, ἔβλεπε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν
Παναγία καὶ τὴν ἀγόραζε γιὰ τὸ παιδί του. Ἔρριχναν τὰ μωρὰ κάτω τὴν κουδουνίστρα, τὴν πατοῦσαν, τὴν λέρωναν. Καὶ τώρα, μοῦ εἶπαν, ἐκεῖ κάπου κοντὰ στὴν Κίνα οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ Ἱεραπόστολοι φοροῦσαν κάτι μενταγιὸν ποὺ εἶχαν ἀπὸ μέσα τὸν Χριστὸ καὶ ἀπ᾿ ἔξω τὸν Βούδδα. Ἢ βάλτε ἀπὸ μέσα μόνον τὸν Χριστὸ ἢ ὁμολογῆστε φανερὰ τὸν Χριστό, ἀλλιῶς δὲν ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ πάλι στὴν Ἑλλάδα μερικοί, χωρὶς νὰ σκεφθοῦν, ἔβαλαν δυστυχῶς τὴν Παναγία σὲ γραμματόσημο, ποὺ πετιέται καὶ πατιέται.
– Μπορεῖ, Γέροντα, ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἔχη σὲ μερικὰ πράγματα εὐλάβεια καὶ σὲ ἄλλα
νὰ μὴν ἔχη;
– Ὄχι, ἂν ἔχη πραγματικὴ εὐλάβεια, θὰ ἔχη σὲ ὅλα εὐλάβεια.
Μιὰ φορὰ φιλοξενεῖτο ἕνας παπᾶς στὴν Μονὴ Σταυρονικήτα καὶ στὸν Ἑξάψαλμο[1] κατέβαζε τὸ στασίδι καὶ καθόταν!
«Πάτερ, τοῦ λέω, Ἑξάψαλμο λένε».
«Ἔτσι τὸν ἀπολαμβάνω καλύτερα!», μοῦ λέει.
Σκέψου δηλαδή! Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε. Πάνω στὴν συζήτηση μοῦ εἶπε ὅτι ἔφτιαχνε χαρτοεικόνες καὶ τὶς ἔδινε εὐλογία.
«Πῶς κολλᾶς τὶς εἰκόνες;», τὸν ρωτάω.
«Βάζω, μοῦ λέει, κόλλα στὸ ξύλο, βάζω καὶ τὴν χαρτοεικόνα καί, ὅταν φτιάξω ἀρκετές, τὶς στοιβιάζω καὶ κάθομαι ἐπάνω, γιὰ νὰ κολλήσουν καλά. Παίρνω καὶ ἕνα βιβλίο καὶ διαβάζω λίγη ὥρα»!
Ὅταν τὸ ἄκουσα, σηκώθηκαν οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μου!
«Τί κάνεις; τοῦ λέω. Κάθεσαι ἐπάνω στὶς εἰκόνες, γιὰ νὰ κολλήσουν;».
«Γιατί; δὲν κάνει;», μοῦ λέει.
Βλέπεις ποῦ φθάνουν σιγὰ-σιγά! Τὸ κακὸ εἶναι ποὺ ἡ ἀνευλάβεια προχωράει· δὲν σταματάει. Ὁ ἄνθρωπος ἐξελίσσεται ἢ στὸ καλὸ ἢ στὸ κακό. Ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε ἐκεῖνος καὶ ποῦ ἔφθασε!
«Ἔτσι ἀπολαμβάνω καλύτερα τὸν Ἑξάψαλμο», εἶπε τότε καὶ μετὰ ἔφθασε νὰ πῆ: «Ἔτσι καὶ οἱ εἰκόνες θὰ κολλήσουν καὶ ἐγὼ θὰ διαβάσω». Τότε τοῦ φάνηκε παράξενο αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶπα γιὰ τὸν Ἑξάψαλμο. Καὶ ἦταν ἄλλοι Πατέρες γέροι καὶ στέκονταν ὄρθιοι. Ἀκουμποῦσαν λίγο στὸ στασίδι καὶ δὲν κουνιόνταν καθόλου.
Ἄλλο νὰ εἶναι κουρασμένος κανείς, νὰ εἶναι ἄρρωστος, νὰ τρέμουν τὰ πόδια του καὶ νὰ κάθεται – δὲν θὰ τὸν κρεμάση ὁ Χριστὸς – καὶ ἄλλο νὰ νομίζη ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο καὶ νὰ λέη:
«Καθιστὸς ἀπολαμβάνω καλύτερα». Αὐτὸ πῶς νὰ τὸ
δικαιολογήσης; Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἀπόλαυση. Ἂν πονᾶς, κάθησε· ὁ Χριστὸς
δὲν εἶναι τύραννος. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει: «Ἂν δὲν μπορῆς ὄρθιος, κάθησε»[2].
Δὲν λέει: «Ἂν μπορῆς, κάθησε»!
– Γέροντα, γιατί δὲν καθόμαστε στὸν Ἑξάψαλμο;
– Γιατὶ συμβολίζει τὴν Κρίση. Γι᾿ αὐτό, ὅταν διαβάζεται ὁ Ἑξάψαλμος, καλὰ εἶναι
ὁ νοῦς νὰ πηγαίνη στὴν ὥρα τῆς Κρίσεως. Ὁ Ἑξάψαλμος ἕξι-ἑπτὰ λεπτὰ κρατᾶ. Στὴν
πρώτη στάση οὔτε σταυρὸ δὲν κάνουμε, γιατὶ ὁ Χριστὸς τώρα δὲν θὰ ἔρθη γιὰ νὰ
σταυρωθῆ, ἀλλὰ θὰ ἔρθη ὡς Κριτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου