Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Βίος Αγίου Ευθυμίου του Μέγα

Α.Σ.Ε.Ι.Π.

Σχετική εικόνα


Καταγωγή

Ο Μέγας Ευθύμιος γεννήθηκε το 377 στην Μελιτινή της Αρμενίας, κοντά στον Ευφράτη ποταμό. Τότε βασίλευε ο Γρατιανός. Ήταν από επίσημη οικογένεια. Ο πατέρας του
Ευθυμίου είχε το όνομα Παύλος. Την δε μητέρα του την λέγανε Διονυσία. Είχαν ένα καημό. Δεν είχαν παιδί στα πρώτα χρόνια της συζυγικής τους ζωής. Γι αυτό ελυπούντο
βαθύτατα. Πολλές φορές πήγαιναν στον Ναό του Αγίου Πολυεύκτου και παρακαλούσαν με δάκρυα
και συντριβή καρδίας να τους χαρίσει ο Θεός ένα παιδί. Μία ημέρα είδαν
εκεί στο Ναό ένα όραμα. Το όραμα αυτό έλεγε, ότι θα γεννήσουν παιδί, και το παιδί αυτό θα φέρει το όνομα της ευθυμίας, της χαράς δηλαδή, διότι θα τους δώσει ευθυμία

και χαρά. Γύρισαν κατόπιν στο σπίτι τους ικανοποιημένοι από το θεϊκό όραμα. Έταξαν δε να αφιερώσουν στο Θεό το παιδί, που θα γεννηθεί. Πράγματι! Η Διονυσία συνέλαβε
και γέννησε παιδί. Το ονόμασαν Εύθύμιο, σύμφωνα με την οπτασία.

Τον αφιερώνουν στο Θεό
Σε ηλικία τριών ετών ο Ευθύμιος έχασε τον πατέρα του. Η μητέρα τότε τον πηγαίνει να τον αφιερώσει στον Θεό, στον Επίσκοπο Μελιτίνης Ευτρώϊο. Τον παρεκάλεσε να τον
δεχθεί. Ο Επίσκοπος διέκρινε τα χαρίσματα του παιδιού, το παρέλαβε και το προστάτεψε. Έτσι από πολύ μικρός ο Ευθύμιος, αφιερώθηκε στο Θεό. Η σπουδή του στα ιερά
γράμματα ήταν καταπληκτική. Περισσότερο απ’ όλους τους συγχρόνους του ασκητές θαύμαζε τον διδάσκαλο του Ακάκιο. Στην τροφή ο Ευθύμιος ήταν λιτότατος και
ασκητικότατος. Στην σιωπή ασυναγώνιστος. Στην υπακοή τυπικότατος. Στην ταπείνωση άφθαστος. Σε όλα προόδευε.

Χειροτονείται Ιερεύς
Τον ενάρετο και υπέροχο χαρακτήρα του Ευθυμίου τον εξετίμησε και ο επίσκοπος Ευτρώϊος. Γι αυτό σε ηλικία 28 ετών τον χειροτόνησε διάκο και σε λίγο ιερέα. Τον διέκρινε
κατάλληλο να διευθύνει το Μοναστήρι της Μελετινής. Γι αυτό τον έκαμε Ηγούμενο της Μονής. Οι πολλές όμως φροντίδες του Μοναστηρίου δεν τον άφηναν ήσυχο. Ο Ευθύμιος
ήθελε ησυχία, για να επιδοθεί εξ ολοκλήρου στα πνευματικά. Ήθελε να ζει «μόνος μόνω Θεω», μακριά από τον θόρυβο. Επειδή όμως δεν τον άφηναν οι αδελφοί ν’
απομακρυνθεί, αυτός βγήκε κρυφά από την πατρίδα του, όπου είχε μείνει 29 ολόκληρα χρόνια. Πήγε κατ’ ευθείαν να προσκύνηση τους Άγιους Τόπους και να έλθει εκεί σε
επαφή με ασκητές ζηλωτές και ενάρετους. Μετά από εκεί αποφάσισε ν’ αναχωρήσει στην έρημο.


Στη Λαύρα Φαράν – Στην ήσυχία της σπηλιάς
Κοντά στην Λαύρα Φαράν, βρήκε ένα κελί πάρα πολύ ήσυχο. Σ’ αυτό εγκαταστάθηκε και έμεινε στο εξής πλέκοντας Βάϊα των φοινίκων, ώστε να μη κουράζει κανένα με τα φτωχά
έξοδα της συντηρήσεως του.
Στη Φαράν, έμεινε ο Άγιος Ευθύμιος με τον συνασκητή του Θεόκτιστο επί πέντε χρόνια. Τον πέμπτο χρόνο έφυγαν στην έρημο, όπως συνήθιζαν. Μόλις πέρασαν ένα βαθύ
ποτάμι, βρήκαν μια μεγάλη σπηλιά. Αυτή διάλεξαν για κατοικία τους. Εδώ έμειναν πολύν καιρόν, ησυχάζοντες και ασκούμενοι, χωρίς καμία άνεση και ανθρώπινη βοήθεια.
Ετρέφοντο με άγρια χόρτα μόνον. Νόμιζαν, ότι εκεί κανένας δεν θα τους ενοχλούσε πια και θα απολάμβαναν τους καρπούς της ερήμου και ησυχαστικής ζωής. Ο Θεός θέλησε
να φανέρωση την αρετή των Άγιων αυτών ανδρών, για να ωφεληθεί και ο άλλος κόσμος. Μερικοί βοσκοί έφεραν τα πρόβατά τους προς το μέρος εκείνο, χωρίς να ξέρουν, ότι
εκεί ζούσαν οι δύο αναχωρητές. Μόλις είδαν σε αυτό το ερημικό μέρος ανθρώπους, όπου μόνον άγρια θηρία ζούσαν, θαύμασαν. Οι βοσκοί έμειναν άφωνοι, μόλις επισκέφτηκαν
την κατοικία – σπηλιά των Αγίων. Κατόπιν αυτό το διέδωσαν παντού.
Γρήγορα η φήμη της αγιότητός των ξεπέρασε την έρημο και έφθασε στη Φαράν. Οι Μοναχοί αιχμαλωτισμένοι από την ασκητικότατα και αγιότητα του Αγίου Ευθυμίου τον
επεσκέπτοντο τακτικά. Άκουγαν τις συμβουλές του και πολλοί παρέμειναν κοντά του. Έτσι παρουσιάσθηκε ανάγκη να δημιουργηθεί και άλλη Λαύρα, όπως ήταν και η Λαύρα
στη Φαράν. Ο Ευθύμιος στα νέα Μοναστήρια, που έγιναν, άφησε Ηγούμενο τον Θεόκτιστο και αυτός «ησύχαζε». Πάντοτε όμως εξομολογούσε, έδινε θάρρος και δίδασκε τους
πονεμένους, που κατέφευγαν κοντά του. Κυρίως επέμεινε στον κανόνα της τηρήσεως της σιωπής. Στην Εκκλησία και την τράπεζα κανείς δεν επετρέπετο να μιλήσει. Όλοι οι
Πατέρες με προθυμία φύλαγαν τις συμβουλές του και προόδευαν στην αρετή.

Τρύγων η φιλέρημος
Η φήμη του Αγίου διέσχιζε βουνά και λαγκάδια και απ’ όλα τα μέρη έρχονταν προς αυτόν δια να ακούσουν τον λόγον του Θεού. Έρχονταν και οι άρρωστοι, για να θεραπευθούν.
Ο Άγιος, που αγαπούσε τη γαλήνη και την ησυχαστική ζωή, αναχώρησε κρυφά με τον μαθητή του Δομετιανό. Κατευθύνθηκαν προς την Νεκρά θάλασσα και ιδιαιτέρως προς
Ρουβάν. Ανέβηκαν στο βουνό Μαρδάν, που ήταν πιο ψηλό απ’ όλα. Εκεί υπήρχε νερό και μερικά ερείπια. Με αυτά έκτισε ένα ναό. Ζούσαν δε με άγρια χόρτα. Η ασκητικότης
του Αγίου, η σοφία του και η θαυματουργική του δύναμη ξεπέρασαν και τα σύνορα της νέας εγκαταστάσεως του. Ήκουσαν και τα θαύματά του και ήλθαν εκεί από τα γύρω
χωριά αρκετοί άνθρωποι. Αυτοί έκτισαν Μοναστήρι.
Βλέποντας όμως, ότι και εκεί τον ακολουθούσαν πολλοί επανέρχεται στον Θεόκτιστο και στην ακολουθία του. Η χαρά των Μοναχών της Λαύρας δεν περιγράφεται. Ο Άγιος
επεσκέφθη τους Μοναχούς της Λαύρας, οι οποίοι τον εδέχθησαν με χαρά. Τους υποσχέθηκε, ότι θα κατεβαίνει να τους επισκέπτεται και να τους νουθετεί.

Νέα Λαύρα
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα συγκεντρώθηκαν αρκετοί ευσεβείς και δημιούργησαν έτσι ένα άλλο μοναστικό συγκρότημα, μία νέα Λαύρα, όπως και στη Φαράν.
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, βλέποντας την πρόοδο αυτή, αποφάσισε να επισκεφτεί τον Άγιο. Τότε ο Όσιος ήτο 52 ετών. Ο Πατριάρχης εγκαινίασε τον Ναό. Χειροτόνησε δε
και διακόνους. Έκανε τούτο, διότι οι ανάγκες των αδελφών ήσαν πολλές. Το πλήθος κάθε η μέρα και περισσότερο μεγάλωνε. Η αρετή του Αγίου σαν μαγνήτης τραβούσε
τον κόσμο.

Το θείον Φως
Ο Άγιος ήταν εβδομήκοντα εξ ετών. Κατέβηκε από τον Ρουβάν στη Λαύρα, δια να λειτουργήσει. Ήταν ημέρα Σάββατο. Ο πιστός μαθητής του Δομετιανός ήταν στο δεξί μέρος της
Αγίας Τραπέζης. Κοντά του ευρίσκοντο ο Σαρακηνός Τεβέρων, ο Γαβριήλιος και μερικοί άλλοι. Την στιγμή της Δοξολογίας βλέπουν ένα θείο φως να κατεβαίνει και να επισκιάζει
τον όσιο Ευθύμιο και τον Δομετιανό. Αυτό έμεινε μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας. Βλέποντας το θαύμα οι αδελφοί, βγήκαν κατόπιν από τον Ναό και το διηγούντο μεταξύ τους.
Το προορατικό χάρισμα
_Για να οικοδομήσει τους αδελφούς, τους είπε κάποτε τι πραγματικά έβλεπε κατά τις Θειες Λειτουργίες και σ’ άλλες στιγμές πνευματικής ευφορίας.
— Πολλές φορές, τους έλεγε, είδα Αγγέλους με τους οποίους συλλειτουργούσα και οι οποίοι υπηρετούσαν σαν διάκονοι. Άλλες φορές έβλεπα μερικούς από εκείνους,
που κοινωνούσαν να είναι ωραίοι και φωτεινοί. Άλλοι αντιθέτως ήσαν μαύροι και άσχημοι, διότι κοινωνούσαν αναξίως.
Γι αυτό συμβούλευε πάντα τους Μοναχούς, άλλα και όσους λαϊκούς έβλεπε, να μη κοινωνούν αδιακρίτως των Αχράντων Μυστηρίων. Να δοκιμάζουν πρώτα τον εαυτόν τους
και ύστερα να προσέρχονται στο Ποτήριον της Ζωής.

Αρετή ασκητού και Πατριάρχου ταπείνωσης
Κατ’ εκείνον τον καιρόν ο Όσιος Θεόκτιστος βρισκόταν σε βαθειά γεράματα και επρόκειτο ν’ αποθάνει. Ο Άγιος Ευθύμιος γέρων και αυτός ενενήκοντα ετών, κατέβηκε να τον
δη και να τον υπηρετήσει, διότι γνώρισε την μέλλουσα αποδημία του. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων έφθασε στη Λαύρα, για να ενταφιάσει τον Όσιο Θεόκτιστο και να δει τον Άγιο Ευθύμιο.
Μετά τον ενταφιασμό ο Πατριάρχης Αναστάσιος φιλούσε με σεβασμό τα χέρια του Αγίου Ευθυμίου λέγοντας.
— Σε παρακαλώ Άγιε του Θεού να προσεύχεσαι, ώστε ο Θεός να με κρατήσει αντάξιο της αποστολής μου μέχρι τέλους. Αν δε έχεις ανάγκες, οποιεσδήποτε, για τους Μοναχούς,
να μου γράφεις, ώστε να σε εξυπηρετώ.
Και ο Όσιος γεμάτος μετριοφροσύνη έλεγε:
— Εγώ έχω ανάγκη των προσευχών σου, Δέσποτα.
Μετά από το πνευματικόν αυτό συμπόσιο, αναχώρησε ο Πατριάρχης για τα Ιεροσόλυμα και ο Ευθύμιος εγκατέστησε νέον ηγούμενο του Μοναστηριού, τον Μάριν, ενάρετο άνδρα.

Τελευταίες στιγμές του Οσίου Ευθυμίου
Η προορατικότης του Αγίου τον διέκρινε μέχρι τέλους. Η συνήθεια του Αγίου ήταν οκτώ ημέρες μετά τα Θεοφάνεια να αναχωρεί στην έρημο. Γι’ αυτό όλοι οι πατέρες τον
επεσκέφθησαν. Άλλοι μεν να τον αποχαιρετήσουν άλλοι δε να τον ακολουθήσουν. Ο Ηλίας και ο Μαρτύριος πρόσεξαν ότι δεν είχε τα πράγματα ετοιμασμένα. Και τον ερώτησαν,
αν θα αναχωρούσε την επομένη. Εκείνος απήντησε:
— Όλη την εβδομάδα θα μείνω μαζί σας και τα μεσάνυχτα του Σαββάτου θα φύγω από κοντά σας. Εννοούσε την τελευταία αναχώρηση του. Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν.
Την εορτή του Άγιου Αντωνίου, διέταξε να κάμουν ολονύκτια αγρυπνία.

Οι υποθήκες του Αγίου
Μετά την πανήγυρι, συγκέντρωσε όλους τους ιερωμένους κι’ απηύθυνε τις τελευταίες υποθήκες και συμβουλές του. Να! τα τελευταία λόγια:
Γνωρίζετε, αδελφοί, ότι αύριο με καλεί ο Κύριος από την ζωή αυτή στη μέλλουσα. Πορεύομαι τον τελευταίον δρόμο των πατέρων μου… Πάνω απ’ όλες τις αρετές να έχετε την
αγάπη, άνευ της οποίας δεν είναι δυνατόν αρετή να επιτύχει κανείς. Η ταπεινοφροσύνη ανεβάζει στο ύψος των κατορθωμάτων κι η αγάπη δεν αφήνει να ξεπέσει από το ύψος
αυτό… Να φυλάττετε πάντοτε τον μοναχικό κανόνα, που σας έδωσα, την δοξολογία των συνάξεων. Να φροντίζετε και τους θλιβομένους, όσον μπορείτε. Ποτέ μη κλείσετε την
πόρτα σας σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη, για να δίνει και σε σας ο Θεός ότι έχετε ανάγκη.
Μετά τους ρώτησε, ποιόν ήθελαν ηγούμενο. Όλοι φώναξαν με μια φωνή κι εζήτησαν τον Δομετιανό, διότι ήταν ενάρετος.
Ψηφίστε άλλον, είπε ο άγιος, διότι ο Δομετιανός θα έλθει μαζί μου μετά από επτά ημέρες.
Όλοι τότε εζήτησαν τον αββά Ηλία. Έδωκε συμβουλές στον νέο ηγούμενο και του υπενθύμισε, ότι η Λαύρα θα γινότανε κοινόβιο. Για τελευταία φορά πλέον μίλησε σε όλους
με τα εξής, γεμάτα στοργή κι αγάπη λόγια:
— Εάν εύρω κάποιαν παρρησία προς τον Κύριο, θα του ζητήσω αυτήν την χάριν, να είμαι με το πνεύμα μου στην συνοδεία σας πάντοτε.



Η κοίμησης του
Πράγματι! τα μεσάνυχτα του Σαββάτου εκοιμήθη εν Κυρίω πλήρης ημερων, εις ηλικία ενενήκοντα εξ ετών ο Όσιος Ευθύμιος το έτος 473 μ.Χ., Κοντά του ήταν ο αγαπημένος
μαθητής του Δομετιανός. Έτσι ένας ζηλωτής, ένας ασκητής και πιστός οπαδός των ορθοδόξων δογμάτων εκοιμήθη.
Η είδησης διεδόθη σαν αστραπή. Ο Πατριάρχης με την ακολουθία του έφθασε και τον ενταφίασε, με μεγαλοπρέπεια. Παρηγόρησε τον νέον ηγούμενο Ηλία, ο οποίος θρηνούσε
απαρηγόρητα την στέρηση του αγίου. Του υποσχέθει, ότι θα του είναι συμπαραστάτης και βοηθός στο επίπονο και κουραστικό έργο της ηγουμενίας.
Επαληθεύει η πρόρρησης περί Δομετιανού
Ο Δομετιανός, που είχε υπηρετήσει επί πενήντα χρόνια δεν έφευγε καθόλου από τον τάφο του διδασκάλου του. Την εβδόμη ημέρα φαίνεται σ’ αυτόν τη νύκτα ο Άγιος,
χαρούμενος στην όψη και του λέγει:
— Ο Θεός μας αξίωσε και αυτής της χάριτος, να ευφραινόμεθα και εδώ αιώνια όπως στον πρόσκαιρο κόσμο ήμασταν αχώριστοι. Έλα, λοιπόν, να απολαύσεις την ετοιμασμένη,
για σένα δόξαν. Ο Δομετιανός ανήγγειλε αυτά στους αδελφούς κι έτσι με χαρά έφυγε από τον κόσμο αυτόν. Οι πατέρες τον κηδεύσαν, όπως του άξιζε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου