Α.Σ.Ε.Ι.Π.
=======================================================================================
Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης, Αποστ. Ανάγνωσμα:
Γαλ. γ΄ 23 – δ’ 5
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα
συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς
ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· Ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως
οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι
Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ·
πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ
σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν
κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ’ ὅσον χρόνον ὁ
κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ
ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς,
ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ
πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός,
γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν
ἀπολάβωμεν.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, πριν έρθει ο Χριστός, μας φρουρούσε ο νόμος.
Ήμασταν φυλακισμένοι, ώσπου να φανερωθεί ο μελλοντικός σωτήρας μας. Ο νόμος,
λοιπόν, ήταν σκληρός παιδονόμος για μας, ώσπου εμφανίστηκε ο Χριστός, οπότε η
πίστη μας σ’ αυτόν μας χάρισε τη σωτηρία. Τώρα όμως που ήρθε ο Χριστός, δεν
είμαστε πια υπόδουλοι στο νόμο. Είστε, λοιπόν, όλοι παιδιά του Θεού, αφού
πιστεύετε στον Ιησού Χριστό. Κι αυτό, γιατί όσοι βαφτιστήκατε στο όνομα του
Χριστού, έχετε ντυθεί το Χριστό. Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν
υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα· όλοι σας είστε
ένας, χάρη στον Ιησού Χριστό. Κι αφού ανήκετε στο Χριστό, είστε απόγονοι του
Αβραάμ και κληρονόμοι της ζωής, όπως την υποσχέθηκε ο Θεός. Να τι θέλω να πω:
Όσον καιρό ο κληρονόμος είναι ανήλικος, δε διαφέρει σε τίποτε από ένα δούλο.
Είναι βέβαια ιδιοκτήτης των πάντων, εξαρτάται όμως από επιτρόπους και
διαχειριστές, ως την προθεσμία που καθόρισε ο πατέρας. Έτσι κι εμείς, όταν
ήμασταν ανήλικοι, ήμασταν υπόδουλοι στα στοιχεία του κόσμου. Όταν όμως έφτασε η
ώρα που είχε καθορίσει ο Θεός, απέστειλε τον Υιό του. Γεννήθηκε από μια γυναίκα
και υποτάχτηκε στο νόμο, για να εξαγοράσει αυτούς που ήταν υπόδουλοι στο νόμο,
για να γίνουμε παιδιά του Θεού.
Σχολιασμός
Η σημερινή αποστολική περικοπή είναι παρμένη από την προς
Γαλάτας επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Αναφέρεται στη μετάβαση από την εποχή
του «Νόμου», την εποχή δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης στην εποχή της «πίστης»,
δηλαδή της Νέας Διαθήκης, καθώς επίσης και στα μεγάλα δώρα που λαμβάνουν όσοι
αποδέχονται και ζουν στην περιοχή της χάριτος και της αγάπης του Θεού.
Αναγινωσκόμενη η περικοπή αυτή λίγες εβδομάδες προ της μεγάλης και
κοσμοσωτηρίου εορτής των Χριστουγέννων μας οδηγεί στην εξαγωγή μηνυμάτων που
σχετίζονται άμεσα με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, του Χριστού.
«Παιδαγωγός ημών
γέγονεν εις Χριστόν»
Ακούσαμε λοιπόν ότι η εποχή του Νόμου, με όλες εκείνες τις
εντολές, «παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν». Φρόντισε δηλαδή να μας
προετοιμάσει να δεχθούμε κάτι εντελώς νέο στη ζωή μας, κάτι που υπερβαίνει τα
δικά μας ανθρώπινα μέτρα. Μας παιδαγώγησε ώστε να δεχθούμε και να
προϋπαντήσουμε τον σεσαρκωμένον Υιόν και Λόγον του Θεού. Έτσι όχι άσκοπα, αλλά
προς μεγάλη χρησιμότητα δόθηκε ο Νόμος σαν χαλινάρι που να μην επιτρέπει στους
ανθρώπους να ζούν χωρίς φόβο και εύκολα να ξεγλιστρούν στην κακία και την
αμαρτία.
Αφού λοιπόν ο νόμος μας παιδαγώγησε κατάλληλα, ο Θεός πατήρ
«εξαπέστειλε τον υιόν αυτού», όχι για να τον βλέπουμε από μακριά, όχι να τον
θαυμάζουμε και να φιλοσοφούμε γι΄ αυτόν αλλά «ίνα εν αυτώ περιπατώμεν». Ο
Χριστός έγινε η «οδός» την οποία ήδη περπατούμε από την ημέρα της γεννήσεώς μας
στην εκκλησία, την ημέρα δηλαδή του βαπτίσματός μας. «Οδός» δια της οποίας
μεταβαίνουμε «εκ του θανάτου εις την ζωήν».
«Ότε ήλθε το πλήρωμα
του χρόνου»
Η ενανθρώπησή Του, ως η «είσοδος» του Θεού στην ιστορία «εν
σαρκί» είναι το μόνο χαρμόσυνο μήνυμα. Με την ενσάρκωση Του δεν είχε σκοπό να
μας κάνει απλά πιο καλούς ή πιο ηθικούς ανθρώπους. Η ενανθρώπηση, ως η πρακτική
έκφραση της «υπερ νουν» αγάπης του Θεού για τα πλάσματά Του, και ως προαιώνιο
σχέδιο έγινε «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», αναδημιουργώντας,
μεταμορφώνοντας και επαναφέροντας την ανθρώπινη φύση προς τον εαυτό Του. Έτσι
ήρε, άπαξ και διαπαντός, την παράλογη και τραγική απόπειρά μας να τον
απομακρυνθούμε από τα θεμέλια του κόσμου.
Από τότε ζούμε μια νέα πραγματικότητα, ιδίως σήμερα όπου
στον κόσμο γενικά καλλιεργείται μια τέτοια αναμονή και αντίληψη, η χριστιανική
ανθρωπότητα δεν μπορεί να περιμένει άλλο νέο. Ο Ιησούς Χριστός είναι «το μόνο
καινόν υπο τον ήλιο». Είναι ό,τι περιμέναμε, αφού αυτός μόνο υπερβαίνει το χώρο
και το χρόνο, τη φθορά και το θάνατο. Είναι ο μόνος που «ελύληθεν εις τον
κόσμον, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου».
«Πάντες γαρ υμείς εις
εστέ εν Χριστώ Ιησού»
Πράγματι, με το πάνσοφο σχέδιο που εφάρμοσε για την σωτηρία
μας, δηλαδή με την ενσάρκωση, την Αγία Ζωή, τα Πάθη, την Σταύρωση, την Ταφή,
την Ανάσταση και την Ανάληψη Του, αλλά και με την Αγία Πεντηκοστή πέτυχε κάθε
τι το οποίο είναι παντοτινά αναγκαίο για την ανθρώπινη ύπαρξη. Και παρόλο που
οι φυσικές διαφορές όσων με το βάπτισμα ενεδύθηκαν τον Χριστό δε αναιρούνται,
εντούτοις ο Απ. Παύλος υποστηρίζει πως πλέον «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ
ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις εστέ
εν Χριστώ Ιησού».
Το χωρίο τούτο του Αποστόλου Παύλου βέβαια δεν περιορίζεται
στην επιφανειακή διάσταση της κοινωνικότητας αλλά εισχωρεί βαθύτερα. «Εν τω
Χριστώ», κυρίως σωζόμαστε από τη διάσπαση που προκαλεί ο διάβολος αλλά και από
την εγωιστική απομόνωση που επιβάλλει σε όσους αρνούνται τον εκκλησιαστικό
τρόπο ζωής, δια του οποίου αποκαθίσταται η ευλογημένη αίσθηση ότι είμαστε
συνυφασμένοι με όλα τα όντα και δημιουργήματα του Θεού. Αίσθηση με την οποία
γνωρίζουμε ολοένα και περισσότερο πως μόνο η κοινωνικότητα και η αγάπη του
Ιησού μπορεί να ελεήσει τον πλησίον και τον κόσμο γύρω μας.
«Ίνα την υίοθεσίαν
απολάβωμεν»
Αλήθεια, παρόλο ότι ζούμε σε μέρες δύσκολες• μέρες όπου ο
πόνος της αμαρτίας καταντά ανυπόφορος και που η δημιουργία «συστενάζει και
συνωδίνει» μαζί με μας όσο ποτέ άλλοτε, όταν συναντούμε ένα χαριτωμένο άνθρωπο
αναπαυόμαστε κοντά του γιατί ακριβώς στο πρόσωπό του αποτυπώνεται και η ανάλογη
ψυχική του κατάσταση. Η αίσθηση του μεταμορφώνεται αισθητά σ’ ένα θαυμαστό
μήνυμα, που σχετικά μόνο μπορεί να περιγραφεί.
Διαπιστώνουμε ότι υποχωρούν από τη ζωή του η τρέλα, ο
σπαραγμός, το ανόητο και το άσκοπο, η απελπισία, η γκρίνια, η απομόνωση. Τη
θέση τους λαμβάνουν η σωφροσύνη, η γαλήνη, η μακαριότητα, η κοινωνικότητα, που
απαλλάσσουν από εκείνο το φρικτό αίσθημα της μοναξιάς, του ατέλειωτου θανάτου
και της νεκρωτικής βίωσης της κολάσεως.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί η Εκκλησία μας δίνει τόση
σημασία και βαρύτητα σ’ αυτό το πλέον παράξενο και παράδοξο, για τα ανθρώπινα
μέτρα, μυστήριο. Είναι αληθινά μυστήριο, γιατί ο Θεός γίνεται εκείνο που δεν
ήταν. Γίνεται άνθρωπος χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Γεννιέται από Παρθένο
χωρίς σαρκική σπορά και χωρίς η Παρθένος να χάσει την παρθενία της. Εδώ σταματά
κάθε διανοητική συγκατάθεση, γιατί το μυαλό αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος των
γεγονότων. Η Γέννηση του Χριστού όπως τη μαρτυρεί το Ευαγγέλιο αποτελεί
πρόσκληση για πίστη. Όχι όμως πίστη τυφλή. Η δική μας η πίστη δεν είναι ούτε
τυφλή, ούτε διανοητική. Είναι πίστη λογική. Πιστεύουμε ό,τι πιστεύουμε, γιατί
εμπιστευόμαστε τους φίλους και μαθητές του Χριστού, τους αγίους. Με λίγα λόγια
πιστεύουμε με την πίστη των αγίων, με τα δικά τους μάτια και τα δικά τους
αυτιά, διότι στα πρόσωπά τους ο Κύριος πραγματοποίησε και συνεχίζει να
πραγματοποιεί όλες του τις υποσχέσεις.
Πράγματι, αν μελετήσει κανείς ή καλύτερα αν μιμηθεί τους
βίους των Αγίων θα αισθανθεί ότι η ζωή κάθε Αγίου αποτελεί απόδειξη και
μαρτυρία πως η καταγωγή μας είναι εκ του ουρανού, ότι είμαστε άνθρωποι αληθινοί
καθ’ όσον παραμένουμε ενωμένοι οντολογικά με τον Ιησού Χριστό. Από όλους δε
τους Αγίους κυρίως η Αειπάρθενος Μαρία μπορεί να μας οδηγεί στους μυστικούς
δρόμους του Υιού της και σ’ ότι μπορεί να λαχταρίσουμε ως «θεοειδείς» υπάρξεις.
Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. ιη’ 18 – 27
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων
αὐτὸν και λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς
οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν
πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός
μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις
πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει
μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ
αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες
εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ
τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ
ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, κάποιος άνθρωπος παρουσιάστηκε στον Ιησού,
και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω
για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς
αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη
μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα
σου και τη μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα
μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα
έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο
Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ
στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο
στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που
έχουν τα χρήματα! Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά
να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος
μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι
αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά».
Σχολιασμός
«Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την
βασιλείαν των Ουρανών»
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ο Ευαγγελιστής Λουκάς,
μέσα από το διάλογο του Χριστού και του πλούσιου νέου, προβάλλει αφ’ ενός
μεν τη σύγκριση μεταξύ παλαιού Νόμου και του Νόμου του Ευαγγελίου, αφ΄ ετέρου
δε τη διδασκαλία του Χριστού για τον πλούτο.
Το χρήμα, ο πλούτος και γενικά η ιδιοκτησία είναι έννοιες
που για την κατάκτηση τους γίνεται πολύς αγώνας. Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιθυμούσε
το χρήμα γιατί του εξασφαλίζει τις ανέσεις και τις χαρές της ζωής. Ο
Χριστός δεν στρέφεται αδιάκριτα εναντίον του πλούτου ή των υλικών αγαθών, αλλά
καυτηριάζει την λανθασμένη σχέση του ανθρώπου με αυτά. Με λίγα λόγια ο Κύριος
θέλει να τονίσει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι σκλάβος του χρήματος, όπως
ο νέος του ευαγγελίου.
Ο νέος αυτός πλησίασε το Χριστό και τον ρώτησε πώς θα
μπορέσει να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Ασφαλώς πρόκειται για ένα ερώτημα με
πνευματικό περιεχόμενο και που αναφέρεται στον κεντρικό άξονα της διδασκαλίας του
Χριστού, που είναι η αγγελία της βασιλείας του Θεού, η κληρονομιά της αιώνιας
ζωής. Εξάλλου ο Κύριος μας δίδαξε, στην Κυριακή Προσευχή ( το γνωστό «Πάτερ
ημών…»), να ζητούμε την έλευση της βασιλείας του Θεού («ελθέτω η βασιλεία
σου»). Η αιώνια ζωή, την οποία αναζητεί ο πλούσιος της ευαγγελικής περικοπής,
είναι έννοια συνώνυμη με τη «βασιλεία του Θεού». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το
γεγονός, ότι ο συνομιλητής του Χριστού ζητά να πληροφορηθεί πως θα κληρονομήσει
την αιώνια ζωή, εφ όσον ο Χριστός κατ’ επανάληψη μίλησε για το θέμα αυτό.
Ο Κύριος αρχικά του υπενθυμίζει τις δέκα εντολές,
προβάλλοντας έτσι το μωσαϊκό νόμο ως βάση. Στην απάντηση του νέου ότι «ταύτα
πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου», ο Χριστός του απαντά: «Έτι εν σοι λείπει∙
πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και εξείς θησαύρον εν ουρανώ, και
δεύρο ακολούθει μοι», για να δώσει με τα λόγια αυτά τη διάσταση της βασιλείας
του Θεού και του νέου νόμου του Ευαγγελίου. Ωστόσο ο νέος, ακούγοντας αυτή την
προτροπή και κατανοώντας τις συνέπειες που θα είχε το να δώσει όλη την
περιουσία του στους πτωχούς και το να ακολουθήσει το Χριστό, «περίλυπος
γενόμενος» όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής, διότι είχε τεράστια περιουσία, έφυγε
από το Χριστό και πήγε στα πλούτη του. Έτσι ο Χριστός είπε ότι είναι πολύ δύσκολο
πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Δεν είπε ότι είναι αδύνατο, τόνισε
όμως πόσο δύσκολο είναι οι πλούσιοι να αποκοπούν από τα πλούτη τους, πόσο
δύσκολη είναι η απεξάρτηση από τις απολαύσεις των υλικών αγαθών.
Ίσως γεννάται το ερώτημα, μήπως το Ευαγγέλιο κι η Εκκλησία
του Χριστού είναι αντίθετη στον πλούτο και την ιδιοκτησία του ανθρώπου; Όπως
είπαμε και πιο πάνω, ο Χριστός δεν καταδικάζει αυτό καθ΄ εαυτό το χρήμα και την
ιδιοκτησία. Όμως για τους πλουσίους μιλά συχνά με σκληρά λόγια: «ουαί υμίν τοις
πλουσιοίς, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών» (Λουκ.6, 24). Όχι γιατί ο πλούτος
είναι από μόνος του κακός, αλλά γιατί οι πλούσιοι εύκολα γίνονται δούλοι του
χρήματος και ξεχνούν το Θεό.
Από την αντίδραση του πλούσιου νέου διαπιστώνουμε ότι
βρίσκεται σε σοβαρή εσωτερική σύγκρουση αρχών και αξιών. Από τη μια είναι ο
πλούτος του και από την άλλη η επιθυμία του να σωθεί και να κατακτήσει την
αιώνια ζωή. Ωστόσο αν εξετάσουμε τις υποδείξεις του Χριστού προς τον πλούσιο
νέο, βλέπουμε ότι θέλει να τον οδηγήσει στην αρετή και στην άσκηση. Επομένως η
πρόταση της χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας απέναντι στον πλούτο, είναι
ότι ο άνθρωπος μέσω της άσκησης και της επιδίωξης της αρετής
δύναται να μπορέσει να απαλλαγεί από το πάθος της πλεονεξίας. Η ηθική του
χριστιανισμού έναντι του πλούτου δεν έχει μόνο προσωπικές διαστάσεις, αλλά
αποσκοπεί και στη φιλανθρωπική διάσταση της χρήσεως του πλούτου και των υλικών
αγαθών. Ο Χριστός υπέδειξε στον πλούσιο νέο να πωλήσει τα υπάρχοντα του και να
δώσει τα εισοδήματα του στους πτωχούς. Πτωχοί είναι όσοι θέτουν τους
εαυτούς τους και τη δύναμη τους στη διακονία του Θεού και των συνανθρώπων τους.
Δεν σημαίνει ότι ο Χριστός θέλει να οδηγηθούν οι άνθρωποι στη μιζέρια, αλλά να
τους προφυλάξει από την υποδούλωση στον πλούτο. Από την άλλη η
πτωχεία από μόνη της δεν σώζει τον άνθρωπο, παρ΄ όλο που ο Χριστός μακαρίζει
τους πτωχούς με τα λόγια «μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία των
ουρανών» (Λουκ.6, 20). Όμως αν οι πτωχοί δεν είναι ενωμένοι με την πίστη του
Χριστού, δεν μπορούν να σωθούν. Απλά έχουν περισσότερες πιθανότητες σωτηρίας,
γιατί δεν είναι δεσμευμένοι με βιοτικά αγαθά.
Ωστόσο ο πλούτος και η φτώχεια, αν χρησιμοποιηθούν σωστά από
τον άνθρωπο μπορούν να τον οδηγήσουν στη βασιλεία των ουρανών. Άρα ο Κύριος δεν
απορρίπτει την ιδιοκτησία, αλλά επισημαίνει τους κινδύνους που έχει ο πλούτος
για την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Ο πλούτος κάνει τον άνθρωπο δούλο του
χρήματος. Κι ενώ ο χριστιανός πλούσιος πρέπει να είναι δούλος του Χριστού,
κινδυνεύει να γίνει δούλος του χρήματος. Μπορεί να τον ρίξει στην αμαρτία.
Γιατί το χρήμα είναι σαν το νερό. Όταν είναι ήρεμο δροσίζει και ζωογονεί τον
άνθρωπο, όταν όμως είναι ορμητικό πνίγει και καταστρέφει ότι βλέπει στο δρόμο
του. Έτσι και το χρήμα όταν διαχειρίζεται σωστά από τον άνθρωπο τον δροσίζει
πνευματικά, ενώ όταν ο άνθρωπος κατακυριεύεται απ΄ αυτό, τότε τον ρίχνει στην
αδικία και στην αμαρτία. Όσοι κυνηγούν το χρήμα εύκολα αδικούν τον πλησίον
τους, εύκολα πέφτουν σε παράνομες ενέργειες ή αμαρτάνουν ποικιλώνυμα τυφλωμένοι
από τη λάμψη του χρυσού. Κι όμως ο Χριστός δεν αρνείται στους πλούσιους τη
βασιλεία του αρκεί αυτοί να χρησιμοποιούν σωστά το χρήμα, διακονώντας τους
συνανθρώπους τους.
Επομένως, ο Κύριος μας βεβαίωσε πως είναι αρκετά δύσκολο να
μπει στη βασιλεία του Θεού ένας άνθρωπος φιλοχρήματος και φιλάργυρος. Πολλοί
πλούσιοι λάτρευαν τον πλούτο τους και ήταν απολύτα προσκολλημένοι σε
αυτόν. Ξαφνικά όμως έχασαν όλα τα πλούτη τους και έμειναν στο δρόμο. Αυτό το
κατάντημα το θυμόμαστε στην Εκκλησία όταν ψάλλουμε «πλούσιοι επτώχευσαν και
επείνασαν οι δε εκζητούντες το Κύριον ουκ ελαττωθησονται παντός αγαθού». Έτσι
κι εμείς από τώρα πρέπει να προσέξουμε να μην είμαστε φιλάργυροι και
φιλοχρήματοι. Να συνηθίσουμε να προσφέρουμε με αγάπη στους άλλους από αυτά που
κι εμείς έχουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να μοιάσουμε στο Θεό. Πρέπει να νοιώσουμε
πραγματικά ότι γύρω μας υπάρχουν φτωχοί με πραγματικές ανάγκες που δεν έχουν
χρήματα να αγοράσουν τις βασικές καθημερινές ανάγκες για να
μπορέσουν να επιβιώσουν . Έτσι διακονώντας τους πτωχούς αδελφούς μας, θα
μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το μεγάλο κίνδυνο του εγωισμού και της φιλαργυρίας.
Τότε μπορούμε να ζητάμε τη βοήθεια και το έλεος του Θεού για να μας αξιώσει και
εμάς να βρεθούμε στη βασιλεία των Ουρανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου