Μετάφραση Ι. Κολιτσάρα
|
13 Εις δε τον Αβραάμ, όταν είχε δώσει ο Θεός τας
μεγάλας υποσχέσεις, επειδή δεν είχε κανένα μεγαλύτερόν του εφ' όσον αυτός
είναι ο μόνος απειροτέλειος δια να ορκισθή και να βεβαιώση έτσι κατά τον
απόλυτον τρόπον τον Αβραάμ, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα τας εκπληρώση, ωρκίσθη
στον εαυτόν του 14 λέγων· “αληθώς και βεβαίως θα σε ευλογήσω
πλουσίως και θα αυξήσω εις πλήθος πολύ και αναρίθμητον τους απογόνους σου”. 15 Και
έτσι ο Αβραάμ επίστευσεν στον Θεόν, επερίμενε με ακλόνητον αναμονήν, και
επέτυχε την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως, 16 Διότι οι άνθρωποι ορκίζονται
συνήθως στον Θεόν, τον μεγαλύτερον από όλους, και δίδεται όρκος, δια να
σταματήση κάθε αντιλογία μεταξύ των και δια να επιβεβαιωθούν επισήμως τα
λεγόμενα. 17 Δι' αυτό και ο Θεός, επειδή ήθελε με μεγαλυτέραν
βεβαιότητα να δείξη στους κληρονόμους των υποσχέσεών του το αμετάκλητον και
αμετακίνητον της αποφάσεως του, συγκατέβη να χρησιμοποιήση ως μέσον
επιβεβαιώσεως τον όρκον. 18 Και έτσι με δύο πράγματα, τα οποία
είναι αμετάκλητα και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσίν του και τον όρκον
του, εις τα οποία είναι εντελώς αδύνατον να ψευσθή ποτέ ο Θεός, να έχωμεν την
βεβαιότητα και το στήριγμα να κρατήσωμεν την ελπίδα, η οποία μας έχει
προσφερθή. 19Αυτήν δε την ελπίδα την έχομεν σαν άγκυραν της ψυχής ασφαλή
και σταθεράν, η οποία εισέρχεται και μας κρατεί σταθερά ηνωμένους προς τον
ουρανόν, τον οποίον ουρανόν εσυμβόλιζε το εκείθεν από το παραπέτασμα της
σκηνής του μαρτυρίου τμήμα, τα Αγια των Αγίων. 20 Εις τον ουρανόν
δε πρωτοπόρος χάρις ημών εισήλθεν ο Ιησούς, γενόμενος αρχιερεύς κατά τον
τύπον του Μελχισεδεκ, όχι προσωρινός,
αλλά αιώνιος.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου