Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ , Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ


του EDWIN A. GROSVENOR*
O Ναός της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
«ΠΟΥ   ΕΙΝΑΙ   Η   ΑΓΙΑ   ΣΟΦΙΑ;»
Είναι η πρώτη ερώτηση που κάνει κάθε ξένος καθώς το ατμόπλοιο στρίβει το ακρωτήριο Σαράι Μπουρνού από το Μαρμαρά ή κατεβαίνει το Βόσπορο από τη Μαύρη Θάλασσα: «Πού είναι η Αγία Σοφία;», «Ποια είναι η Αγία Σοφία;». Τα μάτια κάθε ταξιδιώτη αποζητούν να δια­κρίνουν το περίγραμμα της. Κάθε διήγη­ση για δοξασίες και θρύλους που την πε­ριβάλλουν καταναλώνεται με δίψα. Συνεπαρμένος, ο επισκέπτης προσηλώνεται στην παρατήρηση των τοίχων, των κιό­νων, των αψίδων, των ψηφιδωτών της. Μετά από χρόνια, στην ησυχία του σπιτι­ού του, το μεγαλειώδες σχήμα της Αγίας Σοφίας είναι αυτό που, ευκρινέστερα απ’ οτιδήποτε άλλο, προβάλλει στις αναμνή­σεις από την Κωνσταντινούπολη.

Και δεν είναι περίεργο. Για πολλούς, Κωνσταντινούπολη δεν σημαίνει παρά Αγία Σοφία. Χιλιάδες άνθρωποι δεν ξέ­ρουν τίποτε για τα υπέροχα τείχη της πό­λης, ούτε σχημάτισαν ποτέ μια νοερή ει­κόνα από το Βόσπορο, κι όμως το όνομα του ξακουσμένου ναού της τους είναι οι­κείο. Ακόμα και για εκείνους που δεν τη γνωρίζουν παρά ελάχιστα, η Αγία Σοφία ταυτίζεται με ό,τι πιο μεγαλειώδες, πιο δοξασμένο, πιο ιστορικό και πιο ιερό υπάρχει μέσα στα επιτεύγματα της χρι­στιανικής αρχιτεκτονικής.
Κατά μία έννοια η Αγία Σοφία διαφέ­ρει από οποιοδήποτε άλλο παλαιό μνη­μείο της Κωνσταντινούπολης. Οι άλλες αρχαιότητες της πόλης ανήκουν ολοκλη­ρωτικά στο παρελθόν δεν έχουν μέλ­λον. Τα ταλαιπωρημένα τείχη του Θεοδόσιου δεν θα μπορέσουν ποτέ πια να αντέξουν το σάλο του πολέμου. Πάνω από το σπασμένο Όφι των Δελφών, στον Ιπ­πόδρομο, κανείς χρησμός δεν θα περάσει πια σ’ ένα μελλοντικό ικέτη. Ο ρόλος τους στην ιστορία του κόσμου έχει τελειώσει. Είναι αρχαία, κλασικά, σεβάσμια. Κάθε ημέρα που περνά μας απομακρύνει όλο και περισσότερο απ’ τους καιρούς για τους οποίους χτίστηκαν και από τις αιτίες για τις οποίες σχεδιάστηκαν.
Η Αγία Σοφία ανήκει κι αυτή στο πα­ρελθόν. Ήταν το 537, μία ολόκληρη γε­νιά πριν από τη γέννηση του Μωάμεθ του Προφήτη, που ο μεγάλος τρούλος της υψώθηκε στον ουρανό, τόσο αιθέριος όσο σήμερα. Κι όμως, μπορούμε να πι­στέψουμε ότι αυτή η εκκλησία θα έχει ένα μέλλον εξίσου ένδοξο με το παρελ­θόν της και ίσως, χωρίς καμιά υπερβολή, ακόμα ενδοξότερο.

Ο   ΜΩΑΜΕΘ  Β’   ΣΤΟ   ΑΠΟΓΕΙΟ   ΤΗΣ   ΔΟΞΑΣ   ΤΟΥ

Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ εκείνη την ημέρα της κατάκτησης απέδειξε περισσό­τερο από ποτέ τη βαθύνοια του, τη φιλο­σοφημένη στάση του, τη μεγαλοσύνη του. Ένας Οθωμανός στρατιώτης, μεθυσμένος από τη νίκη ή το φανατισμό, κατέστρεφε τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας με ένα ρό­παλο. «Μην τα αγγίζεις» φώναξε ο Πορ­θητής. Με ένα και μόνο χτύπημα σώριασε καταγής τον βάρβαρο νεκρό. Μετά, λέγε­ται ότι πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Ποιος ξέρει αν σε άλλη εποχή υπηρετήσουν δια­φορετική θρησκεία από του Ισλάμ…». Ποιο θα είναι άραγε το μέλλον αυτού του  ναού; Αυτό ούτε η πιο καλπάζουσα φα­ντασία μπορεί να το συλλάβει. Στη λαϊκή δοξασία, ένας Έλληνας ιερέας τελούσε λειτουργία όταν η έξαλλη στρατιά του σουλτάνου έσπασε τις πόρτες. Κρατώ­ντας το σταυρό στο χέρι, ο ιερέας αποτραβήχτηκε αργά σε κάποιο από τα μυ­στικά δωμάτια, κι εκεί, με το σταυρό, προσμένει ακόμα.
Η επιβλητική εκκλησία της Αγίας Σο­φίας υψώνεται στην κορυφή και στη δυ­τική πλευρά του πρώτου λόφου, μόλις πέ­ρα από τα όρια του αρχαίου Βυζαντίου. Σήμερα, με συγκεχυμένες πια και άμορ­φες γραμμές, τριγυρισμένη καθώς είναι από τέσσερις ογκώδεις μιναρέδες, πνιγ­μένη μέσα σε γιγάντια αντερείσματα, γκροτέσκα μέσα σε φαρδιές λωρίδες που έχουν βαφτεί εναλλάξ κίτρινες και λευ­κές, γεμίζει τον ορίζοντα του βλέμματος από κάθε κατεύθυνση.

ΜΙΑ   ΙΣΤΟΡΙΑ   ΣΑΝ   ΤΟΥ   ΑΓΙΟΥ   ΠΕΤΡΟΥ

Όπως ο καθεδρικός ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, έτσι κι η ιστορία της Αγίας Σοφίας μας πάει πίσω, σε μια αδιάρρηκτη αλυσίδα, μέχρι τον ίδιο τον Κωνσταντίνο. Είναι ταιριαστή σύμπτωση που αυτοί οι ναοί – ο ένας το μεγαλύτερο ιερό του δυτικού καθολικισμού κι ο άλλος της ανατολικής ορθοδοξίας – χτί­στηκαν για πρώτη φορά και οι δύο από τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα. Ακό­μα μία σύμπτωση είναι ότι ο ιδρυτής τους δεν προόριζε κανέναν από τους δύο να­ούς για μητρόπολη ούτε της νέας ούτε της παλαιάς Ρώμης. Η διάκριση αυτή, για μεν την Κωνσταντινούπολη, επιφυλασ­σόταν για την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, για δε τη Ρώμη, για τον Άγιο Ιωάννη του Λατερανού.
Η Αγία Σοφία θεμελιώθηκε το 326, στη θέση ενός ειδωλολατρικού ναού. Στα εγκαίνια ήταν παρών ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη Σύνοδο της Νίκαιας λίγους μήνες νωρίτερα.
Αφιερώθηκε στη Θεία Σοφία, τη Σοφία του Λόγου ή το Λόγο του Θεού – δηλαδή στον ίδιο το Χριστό.
Όταν, το έτος 532, καταστράφηκε από πυρκαγιά, ο αυτοκράτορας Ιουστι­νιανός αποφάσισε να την αποκαταστή­σει σε βαθμό μεγαλοπρέπειας πρωτό­γνωρο: Να δημιουργήσει ένα οικοδόμη­μα που θα ήταν η εξιλέωση για κάθε πα­ράπτωμα και αμαρτία του ως ηγεμόνα.
Ένα ναό που θα θύμιζε την κατατρόπω­ση της αταξίας και της εξέγερσης, και την έλευση της ειρήνης και της ηρεμίας στην πρωτεύουσα και την αυτοκρατορία. Ένα ναό που θα ενσάρκωνε τη δόξα του και που οι επόμενες γενιές θα τον αντί­κριζαν σαν θαλερό μνημείο της βασιλεί­ας του. Ένα ναό που θα τιμούσε και τη μνήμη της αυτοκράτειρας του, Θεοδώ­ρας, εκείνης που με τη γενναιοφροσύνη της είχε σώσει το θρόνο που κινδύνευε, εκείνης που η εικόνα της βρισκόταν αποτυπωμένη μαζί με τη δική του πάνω σε κάθε νόμισμα και που το όνομα της έστεκε πλάι στο δικό του πάνω σε κάθε διάταγμα. Θα ήταν ένας ναός αντάξιος των ιδρυτών του και – όσο μπορούσαν να εξασφαλίσουν η τέχνη των ανθρώπων και οι δυνατότητες, που μοιάζαν τώρα  να προσφέρονται απεριόριστες – αντά­ξιος του Σωτήρα για τη λατρεία του οποίου προοριζόταν.
ΜΕΓΑΛΟΣ   ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ
Ως κύριος αρχιτέκτονας για την κατα­σκευή της Αγίας Σοφίας επιλέχθηκε ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις, ο ικανότε­ρος, όπως λέγεται, αρχιτέκτονας και μη­χανικός του αιώνα. Πρώτος απ’ όλους τους Έλληνες χρησιμοποίησε τη δύναμη του ατμού — «ένας άνδρας» λέει ο Αγαθίας «ικανός να μιμηθεί σεισμούς και κεραυνούς». Συνεργάτες του ήταν ο Ισίδω­ρος από τη Μίλητο και ο Ιγνάτιος, που είχε αποκαταστήσει τον Αυγουστεώνα, αρχιτέκτονες σχεδόν ισάξιοι του Ανθέμιου σε ικανότητα και φήμη.Ο Ιππόδρομος μπροστά στην Αγία Σοφία όπως ήταν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.
Ειπώθηκε ότι ένας άγγελος αποκάλυψε στον αυτοκράτορα τα σχέδια της Αγίας Σοφίας μέσα σε όνειρο, όχι βέβαια στο σύνολο τους και με κάθε λεπτομέρεια, αλλά εκείνη τη μοναδική ιδέα, την κύρια σύλληψη, που οι αρχιτέκτονες αργότερα θα ανέπτυσσαν και θα της έδιναν μορφή. Κι αυτή ήταν η ιδέα ενός τρούλου, που θα είχε τη μεγαλύτερη δυνατή διάμετρο, που θα ήταν τμήμα του μεγαλύτερου δυ­νατού κύκλου, θα υψωνόταν σε ιλιγγιώ­δες ύψος και θα υποβασταζόταν από όσο το δυνατόν λιγότερα στηρίγματα. Η αποκάλυψη δεν βρισκόταν στην απλή σύλληψη ενός τρούλου – που δεν αποτε­λούσε νέα ιδέα, έστω κι αν στη συνέχεια μονοπωλήθηκε σχεδόν από μία και μο­ναδική σχολή – αλλά στο τελειότερο συνταίριασμα όλων αυτών των όρων. Ο Ανθέμιος δεν θα ανέπτυσσε απλώς ένα ήδη υπάρχον σύστημα ούτε και θα γινό­ταν ταπεινός αντιγραφέας του. Η βυζα­ντινή αρχιτεκτονική με το έργο αυτό θα έφτανε στην πλήρη ακμή της σχεδόν μο­νομιάς. Η Αγία Σοφία ήταν «ταυτόχρονα προάγγελος και υπέρτατη έκφραση ενός νέου ρυθμού».
ΜΙΑ   ΥΠΕΡΟΧΗ   ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Σ’ όλη την αυτοκρατορία στάλθηκαν προκηρύξεις για το έργο που είχε ξεκινή­σει ο Ιουστινιανός και καλούσαν πιστούς και ευσεβείς να συνεισφέρουν. Πατριωτι­σμός, προσωπική φιλοδοξία, επιθυμία για την εύνοια του αυτοκράτορα, ελπίδα για προβιβασμό, όλα αυτά, συνταιρια­σμένα με ειδωλολατρική σχεδόν δεισι­δαιμονία και γνήσια ευσέβεια, εξασφάλι­σαν τη μέγιστη δυνατή ανταπόκριση. Αφού αναφερόμαστε στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού λογικό είναι οι αδρές γραμμές να αποτυπώνουν τη δική του δό­ξα. Είναι όμως περισσότερο προϊόν και δημιούργημα ενός λαού που βίωνε την καλύτερη στιγμή του, την χρυσή εποχή του. Είναι η έκρηξη ενθουσιασμού ενός ολόκληρου αιώνα παρά η αργή οικοδόμηση αυτοκρατορικής ισχύος. Σ’ αυτό το κτίσμα τότε επικεντρώθηκαν σχεδόν όλα, και έτσι παραμένει από τότε. Είναι όλη η ψυ­χή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Συνεισφορές έρχονταν από την Ευρώ­πη, την Ασία, την Αφρική, ακόμη και από τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες. Οι πλούσιοι έδιναν από το περίσσευμα τους. Ήταν όμως πολλές κι οι φτωχές χήρες που έδωσαν ό,τι είχαν και δεν εί­χαν. Αυτοκρατορικοί, εθνικοί, ιδιωτικοί  θησαυροί έρρεαν σαν ποτάμι καθώς το έργο προχωρούσε. Όταν οι επίγειοι πό­ροι δεν αρκούσαν, η εξ ουρανού βοήθεια δεν έλειπε. Ένας άγγελος, έλεγαν, με τη μορφή νεαρού αγωγιάτη, είχε οδηγήσει αρκετά μουλάρια μέσα σε μυστικές σπη­λιές και τα είχε φέρει πίσω με τα πανέ­ρια φορτωμένα χρυσάφι. Ο ίδιος ο Ιου­στινιανός είχε καταπιαστεί με το χτίσιμο του ναού, πλάι στους εργάτες. Ο μύθος αναφέρει ότι οι αγγελικοί αρωγοί ήταν ακούραστοι, όπως κι εκείνος. Τη νύχτα, όταν κοιμόνταν όλοι καταπονημένοι από την εντατική δουλεία – εκτός απ’ τους φρουρούς -, οι τοίχοι εξακολουθού­σαν να υψώνονται από αόρατα χέρια.
ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΣ   ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
Κάποτε, την ώρα που οι εργάτες ξε­κουράζονταν στη μέση της ημέρας, ένας άντρας με λευκή ενδυμασία εμφανίστηκε ξαφνικά στο αγόρι που φύλαγε τα εργα­λεία τους και του είπε να ξαναφωνάξει γρήγορα τους άντρες στη δουλειά τους. Το αγόρι δίσταζε να αφήσει το πόστο του και τότε ο ξένος του είπε προσπαθώ­ντας να τον πείσει: «Θα μείνω εγώ εδώ ώσπου να γυρίσεις». Ο μικρός έτρεξε να ειδοποιήσει τους εργάτες αλλά, πριν επι­στρέψει, κάποιος είπε την ιστορία στον αυτοκράτορα. Εκείνος αποφάνθηκε ότι ο λευκοντυμένος ξένος ήταν άγγελος. Έδωσε στο αγόρι πολλά χρήματα και το έστειλε αμέσως σε μια μακρινή επαρχία της αυτοκρατορίας, αφού πρώτα τον έβαλε να ορκιστεί ότι ποτέ δεν θα γυρνούσε πίσω. Οι κατώτερες τάξεις πιστεύ­ουν ότι, κάπου γύρω από την Αγία Σο­φία, ο άγγελος που ξεγελάστηκε προσμέ­νει ακόμα το αγόρι να γυρίσει.
Πίστευαν ότι κάποια ουράνια μουσι­κή ψυχαγωγούσε τους εργάτες όταν κουράζονταν. Ο αυτοκράτορας δεν πα­ρέλειπε να βλέπει σημαδιακά όνειρα όταν υπήρχε αμφιβολία ως προς κάποια ακανθώδη λεπτομέρεια. Έτσι, όταν οι αρχιτέκτονες δεν συμφωνούσαν κάποια στιγμή για το σχήμα της αψίδας, ένας άγγελος εμφανίστηκε στον αυτοκράτο­ρα σε ένα όραμα και του υπέδειξε ότι πρέπει να είναι τριπλή -όπως τελικά έγινε-, σε αναγνώριση της Αγίας Τριάδας. Οι τόσοι θρύλοι, που ακόμη διαφυλάσσονται με αγάπη και επανα­λαμβάνονται, «αποδεικνύουν», όπως λέ­ει ο Bayet, «πώς αυτό το τεράστιο έργο πέρασε μέσα στη λαϊκή φαντασία».
«ΝΕΝΙΚΗΚΑ ΣΕ,   ΣΟΛΟΜΩΝ !»
Ο ναός ήταν έτοιμος για καθιέρωση στις 24 Δεκεμβρίου του 537. Η μεγάλη λιτανεία ξεκίνησε από το ναό της Αγίας Αναστασίας, πέρασε μεγαλόπρεπα δίπλα από τον Ιππόδρομο και το Μεγάλο Ανά­κτορο, μέσα από τον Αυγουστεώνα και κατευθύνθηκε στη νότια πύλη του εσωτε­ρικού νάρθηκα. Εκεί, ο Ιουστινιανός έβγαλε το στέμμα του – μόνο τότε με τό­ση ευχαρίστηση – και το απέθεσε στα χέ­ρια του πατριάρχη Μηνά. Κατόπιν, μόνος του, διάβηκε την κεντρική πύλη και, πάλι μόνος, προχώρησε μέχρι τον άμβωνα. Με ψυχή γεμάτη από το μεγαλείο που εκ­πληρώθηκε και από απέραντη ευγνωμοσύνη, αναφώνησε τα λόγια που δεν θα σβήσουν ποτέ από τη μνήμη όσο αντέχει η Αγία Σοφία. Τα είπε μάλιστα τόσο μεγα­λόφωνα ώστε κι αυτοί που δεν είχαν πε­ράσει το κατώφλι τα άκουσαν: «Ας είναι δοξασμένος ο Θεός που με αξίωσε να κά­μω αυτό το έργο. Νενίκηκά σε, Σολομών». Την ώρα που μιλούσε είχε σταθεί δίπλα σε ένα μεγαλειώδες ψηφιδωτό το οποίο απεικόνιζε το Σολομώντα να κοιτά γύρω του με απορία και θαυμασμό.
Εκείνη την ημέρα όλος ο πληθυσμός της πρωτεύουσας γιόρτασε με έξοδα του αυτοκράτορα. Επιπλέον, 30.000 μεζούρες στάρι και εκατοντάδες κιλά χρυσάφι μοιράστηκαν στους φτωχούς. Το πρωί  των Χριστουγέννων ο ναός άνοιξε για να μπορέσει να εκκλησιαστεί το κοινό. Οι ευχαριστίες και οι πανηγυρισμοί κράτη­σαν δύο εβδομάδες περίπου.
Ολόκληρη η κατασκευή, που τώρα στε­κόταν μεγαλειώδης κι ολοκληρωμένη, είχε αναδυθεί από τις στάχτες της σε διάστημα μικρότερο από έξι χρόνια – χρόνος εκ­πληκτικά σύντομος. Τέτοιο επίτευγμα, δηλαδή το να υλοποιηθεί τόσο γρήγορα, θα είχε σταθεί αδύνατο αν η ευσεβής συνει­σφορά του έθνους δεν ήταν αντάξια εκεί­νης του αυτοκράτορα. Ο ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη χρειάστηκε 120 χρόνια για την ανέγερση του· του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο 35 χρόνια, η Νοτρ Νταμ στο Παρίσι 72 χρόνια, ο Καθεδρικός του Μι­λάνου πάνω από 500 χρόνια, ο Καθεδρικός της Κολονίας 615 χρόνια. Είναι σίγουρα εκπληκτικό το πως η Αγία Σοφία, που ολοκληρώθηκε αιώνες πριν αυτοί οι σεβά­σμιοι χριστιανικοί ναοί ξεκινήσουν καν, δεν χρειάστηκε ούτε έξι χρόνια!

ΤΟ   ΔΑΠΑΝΗΡΟΤΕΡΟ   ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ   ΠΟΥ   ΧΤΙΣΤΗΚΕ   ΠΟΤΕ   ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ   ΧΕΡΙΑ

Το κόστος παραμένει ακόμη στο πλαί­σιο της εικασίας. Ίσως η προσεκτική και λεπτομερής εκτίμηση του Έλληνα ιστο­ρικού, καθηγητή Παπαρρηγόπουλου, εί­ναι κοντά στην αλήθεια. Υπολογίζει την αξία της γης και το κόστος των υλικών, της εργασίας, της διακόσμησης και των εκκλησιαστικών σκευών σε περίπου 324 εκατομμύρια ελληνικές δραχμές, ή περί­που 64 εκατομμύρια δολάρια [της εποχής].
Η κοινή εκτίμηση για το κόστος του ναού του Αγίου Πέτρου είναι 240 εκατομμύρια φράγκα, ή λιγότερο από 48 εκατομμύρια δολάρια. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι κανένας άλλος χριστιανικός ναός δεν συγκρίνεται με την Αγία Σοφία όσον αφορά την ποικιλία και τη σπανιό­τητα των μαρμάρων και, πάνω απ’ όλα, την αφειδώλευτη χρήση αργύρου, χρυσού και πολύτιμων λίθων στη διακόσμηση και τα ιερά σκεύη.
Η δαπάνη για την Αγία Σοφία ήταν αναμφίβολα υψηλότερη από αυτήν οποιουδήποτε άλλου ιερού χώ­ρου που δημιουργήθηκε ποτέ από χριστιανικό λαό προς δόξαν του Θεού του.
Σήμερα είναι εντελώς αδύνατο να φα­νταστούμε, έστω αμυδρά, πώς πρέπει να ήταν αυτός ο ναός έτσι όπως τον αντίκρι­σε ο Ιουστινιανός. Όλα όσα μπορούσαν να δημιουργήσουν η δύναμη, ο πλούτος, η τέχνη, οι ικανότητες και η ευσέβεια του πο­λιτισμένου κόσμου ήταν εκεί, σ’ αυτό τον επιβλητικό χώρο. Υπέρλαμπρος, ο ναός εκτεινόταν και υψωνόταν μπροστά στη γοητευμένη ματιά του αυτοκράτορα.
Από τότε, αμέτρητα αντερείσματα, μεγάλα και μικρά, ψηλά και χαμηλά, κτίσματα κάθε είδους, έχουν συσσωρευτεί τριγύρω του, πνίγοντας και παραμορφώ­νοντας το σχήμα του. Το φως πολλών απ’ τα παράθυρα έχει κρυφτεί και πολλά ακόμα έχουν κλείσει.
Με τη μουσουλμα­νική λατρεία, τα ψηφιδωτά, αν και διατηρήθηκαν, έχουν καλυφθεί. Έχουν σβη­στεί οι σταυροί και τα άλλα χριστιανικά εμβλήματα. Εξαφανίστηκαν τα αμέτρητα πολύτιμα στολίδια από ασήμι και χρυσά­φι.
Ο διάκοσμος και η λατρευτική  επίπλωση που πρόσθεσαν οι Οθωμανοί είναι αταίριαστα κι αποτελούν παραφωνία μέ­σα στην όλη αρχιτεκτονική του οικοδο­μήματος.
Κυρίως, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η Αγία Σοφία προηγείται κατά αιώνες από τους ναούς με τους οποίους συνήθως συγκρίνεται κι ότι έχει φθαρεί από τα βήματα των προσκυνητών και έχει ξεθωριάσει από τη σκόνη που συνόδευε αμέτρητα πλήθη πιστών εδώ και πάνω από 1.350 χρόνια.
Η   ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ   ΤΟΥ   ΤΡΟΥΛΟΥ
Ο αιθέριος τρούλος ήταν και είναι το απαράμιλλο αριστούργημα της Αγίας Σοφίας. Σαράντα πέντε γενεές εξελισσόμενου πολιτισμού και τεχνικής έχουν πε­ράσει από τότε, χωρίς να έχουν δημιουρ­γήσει όχι μόνο κάτι ανώτερο αλλά ούτε καν ισάξιο του.
Συγκριτικά, η αρχιτεκτονική τελειό­τητα των θόλων μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Φανταστείτε μια κατακόρυφο από την κορυφή του θόλου ως το επίπεδο της βάσης του. Βάλτε την κατακόρυφο στον αριθμητή και στον παρονομαστή τη διά­μετρο του θόλου: όσο μικρότερο είναι το κλάσμα που θα πάρετε τόσο πιο τέλειος είναι ο θόλος. Η διάμετρος του τρούλου της Αγίας Σοφίας είναι 31 μέτρα. Η κατακόρυφος του, η απόσταση από την κο­ρυφή έως τη βάση του, είναι 14 μέτρα. Η διάμετρος του θόλου του Αγίου Πέ­τρου είναι 42 μέτρα και η κατακόρυφος του 57 μέτρα. Η διάμετρος του θόλου στο Πάνθεον, -τώρα Σάντα Μαρία Ρο­τόντα – είναι 43 μέτρα και η κατακόρυ­φος του είναι ίδια.
Οι λεπτομέρειες αυτές είναι απολύτως απαραίτητες για την κατανόηση αυτού που αποτελεί μοναδική διάκριση της Αγίας Σοφίας. Οι δύο άλλοι τεράστιοι θόλοι, εκπληκτικά αριστουργήματα και οι δύο, ωχριούν σε κάλλος όπως και σε τόλμη μπροστά στον αιθέριο θόλο που ο Ανθέμιος ύψωσε πριν 1.360 χρόνια. Στον Άγιο Πέτρο, ο θόλος είναι συμπλήρωμα του οικοδομήματος και όχι το κύριο στοιχείο της σχεδίασης του. Υπάρχει χά­ρη στο οικοδόμημα και όχι αυτό χάρη στο θόλο. Στην Αγία Σοφία, αντίθετα, ο τρούλος είναι ο σκοπός, ενώ η κατασκευή στην οποία ακουμπά δεν είναι παρά το μέσον που τον αναδεικνύει και τον υψώ­νει προς τον ουρανό.
Η ιστορική σπουδαιότητα της Αγίας Σοφίας δεν γνωρίζει όρια. Καμία άλλη εκκλησία σε καμία χώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κανένα άλλο οικοδόμημα που υψώθηκε ποτέ από την τέχνη των ανθρώ­πων δεν αποτέλεσε τόσο σημαντικό και ουσιαστικό κομμάτι στη ζωή ενός έθνους. «Στο όνομα της συμπυκνώνεται ολόκλη­ρη η βυζαντινή ιστορία». Οι καθεδρικοί ναοί της Ρενς, του Αγίου Πέτρου, η Νοτρ Νταμ, το Αβαείο του Γουεστμίνστερ, ο Παρθενώνας, αν και ανακαλούν συνειρ­μούς που συναρπάζουν και γοητεύουν, δεν ξυπνούν τόσες απροσμέτρητες μνήμες. Η Αγία Σοφία αποτελεί τον επίσημο χώρο λατρείας μιας ολόκληρης αυτοκρα­τορίας όπου εκκλησία και κράτος ήταν ένα, μιας αυτοκρατορίας που για πάνω από 1.100 χρόνια, ήταν η κληρονόμος και η ισάξια της Ρώμης.

Η   ΟΦΕΙΛΗ   ΤΗΣ   ΡΩΣΙΑΣ   ΠΡΟΣ   ΤΗΝ   ΑΓΙΑ   ΣΟΦΙΑ

Εκεί, πλάι στον κίονα από την Έφεσο, στάθηκαν το 987 οι ειδωλολάτρες απε­σταλμένοι του Ρώσου Βλαδίμηρου που εί­χαν σταλεί σε όλο τον κόσμο «προς ανα­ζήτηση της αληθούς πίστεως». Η περίλα­μπρη μεγαλοσύνη του ναού, οι σεβάσμιες σειρές ιερέων με τα υπέροχα άμφια, η ου­ράνια ψαλμωδία της χορωδίας, τα σύννε­φα από λιβάνι που απλώνονταν στο χώρο και ανέβαιναν ψηλά, η ευσεβής σιωπή χι­λιάδων πιστών που προσεύχονταν με κα­τάνυξη, όλο το μυστήριο μιας άγνωστης ιεροτελεστίας που προκαλούσε δέος, μά­γεψε στην κυριολεξία τον απαίδευτο νου των απλοϊκών τέκνων του Βορρά. Όπως ξεκάθαρα μάλιστα δηλώνει ο ιστορικός τους Κaramsin, «ο ναός αυτός τους φάνηκε η ίδια η κατοικία του Υψίστου, εκεί όπου φανέρωνε άμεσα τη δόξα του στα μάτια των θνητών».
Έτσι, οι απεσταλμένοι φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, πήγαν πίσω στο Σλάβο πρίγκιπα τους και του διηγήθηκαν ό,τι είχαν δει με τα παρακάτω λόγια: «Δεν ξέραμε αν είχαμε ήδη ανεβεί στον ουρανό. Πραγματικά, πάνω στη γη δεν θα έβρισκε ποτέ κανείς παρόμοια πλούτη και μεγαλοπρέπεια. Το μόνο που μπο­ρούμε να πιστέψουμε είναι ότι εκεί αντι­λαμβάνεται κανείς πραγματικά την πα­ρουσία του Θεού κι ότι αυτή η θρησκεία ξεπερνά κατά πολύ τη θρησκεία κάθε άλ­λης χώρας». Ο Βλαδίμηρος δέχτηκε τα λόγια και την πίστη των απεσταλμένων του. Βαφτίστηκε χριστιανός και οι ανά­δοχοι του ήταν οι αυτοκράτορες Βασίλει­ος Β’ και Κωνσταντίνος Η’. Σύντομα συν­δέθηκε ακόμα περισσότερο μαζί τους, αφού παντρεύτηκε την αδερφή τους, την πριγκίπισσα Άννα.
Ο Βλαδίμηρος και οι Ρώσοι, ευγνώμο­νες που από την Κωνσταντινούπολη εί­χαν πάρει το δώρο της ιερής τους πίστης, στάθηκαν από τότε και στο εξής κοντά στη μεγάλη Μητέρα Εκκλησία, και συν­δέθηκαν με τους χριστιανούς ομόδοξους τους με αδελφικούς δεσμούς. Σήμερα, στην τσαρική Ρωσία, η λατρεία είναι ίδια με εκείνη που γοήτευσε τους απεσταλμέ­νους στην Αγία Σοφία.
Στις 16 Ιουλίου του 1054, με το ναό ασφυκτικά γεμάτο από ορθόδοξο κλήρο και λαό, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος και δύο ακόμα Λατίνοι επίσκοποι, αντιπρό­σωποι του πάπα, προχώρησαν με σταθερό βήμα ως την Αγία Τράπεζα, μέσα στο ιε­ρό. Μετά, κάτω από το κολοσσιαίο ψηφιδωτό του Ιησού με τη γλυκιά ματιά και τα απλωμένα χέρια που ευλογούν, απέθεσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα τον παπικό αφορισμό της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και το ανάθεμα απέναντι στις επτά θανάσιμες αιρέσεις των Ελλήνων, που έστελνε τους ίδιους και όσους μοιρά­ζονταν τα δόγματα τους «στην αιώνια συντροφιά του Σατανά και των αγγέλων του». Μετά «αναχώρησαν με αποφασιστι­κό βήμα, τινάζοντας τη σκόνη από τα πό­δια τους και φωνάζοντας: “Ας δει και ας κρίνει ο Θεός”».
Έτσι, το ενιαίο ιμάτιο κομματιάστηκε. Η μέχρι τότε αδιαίρετη χριστιανική Εκ­κλησία χωρίστηκε στα δύο και από τότε δεν ξαναενώθηκε. Ένας προτεστάντης δεν μπορεί ίσως να διακρίνει καθαρά και να εκτιμήσει το δίκαιο ή το άδικο των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, του πα­τριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και του πάπα Λέοντα Θ’. Τα ζητήματα αντιλογίας που ήταν τόσο σημαντικά για εκεί­νους τη μακρινή εκείνη εποχή ίσο)ς σήμε­ρα μας φαίνονται μηδαμινά ή άνευ σημασίας. Θα μπορούσαμε όμως ποτέ να αμφισβητήσουμε το αν διαδραματίστηκε ποτέ στην ιστορία καταστροφικότερο γε­γονός για την Ευρώπη και, πάνω απ’ όλα, για τη χριστιανοσύνη της Ανατολής από αυτό που είδαν οι σιωπηλοί τοίχοι της Αγίας Σοφίας; Σήμερα φαίνεται λογικό που ο Μαθάς, επίσκοπος Θήρας, αναφω­νεί: «Ανείπωτα φοβερές υπήρξαν οι συνέ­πειες αυτού του σχίσματος».
Εδώ, το πρωί του Πάσχα, τον Απρίλιο του 1204, γλέντησαν και ξεφάντωσαν οι Φράγκοι πολεμιστές της Τέταρτης Σταυροφορίας, με χέρια αιματοβαμμένα από την κατάκτηση της πόλης. Ένας αυλικός, καθισμένος στον πατριαρχικό θρόνο, τραγουδούσε αισχρά τραγούδια σε έρρινους τόνους, κοροϊδεύοντας τις ψαλμω­δίες των Ελλήνων. Στο μεταξύ, μεθυσμέ­νοι στρατιώτες επιδίδονταν σε ακατονό­μαστα όργια με γυναίκες του δρόμου, κι ο ναός αντηχούσε από τα πρόστυχα, σα­τανικά τους γέλια. Αίμα και κοπριά ανα­κατεύτηκαν χλευαστικά με τον αγιασμένο άρτο και το κρασί. Την ίδια ώρα, διά­φορα ζώα οδηγούνταν μέσα στο ναό κι έβγαιναν πάλι φορτωμένα με πλιάτσικο, και με τα άμφια των ιερέων ριγμένα πά­νω τους. Με αποτροπιασμό και θλίψη, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ επιτίμησε σκληρά τους Σταυροφόρους, δηλώνοντας ότι «η Ελληνική Εκκλησία θα έβλεπε στο πρό­σωπο των Λατίνων μόνο προδοσία και έργα του σκότους και θα τους μισούσε σαν σκυλιά». Μέχρι και σήμερα, η ανά­μνηση των πράξεων εκείνων πλανάται άσβεστη μεταξύ των Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, δεν είναι περίεργο το ότι, όταν η Βυζαντινή Αυτο­κρατορία άρχισε να φθίνει, πολλοί φα­νατικοί Έλληνες έβλεπαν με την ίδια απέχθεια τόσο μια ιδέα όσο κι ένα στρατιώτη από τη Δύση.
ΤΑ   ΒΑΣΑΝΑ   ΤΗΣ   ΝΕΑΡΗΣ   ΣΥΖΥΓΟΥ   ΤΟΥ   ΚΟΜΗ ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΥ
Στις 26 Μαΐου του 1204 ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας και του Ενό, αφού πρώτα αφέθηκε να τον πετάξουν πάνω στην ασπίδα του σύμφωνα με το έθιμο των Τευτόνων, στέφθηκε στην Αγία Σοφία πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Ανατολής. Δώδεκα μήνες αργότερα, ο ναός αφιέρωνε ένα λαμπρό τάφο για τη σορό του Δάνδολου, του δόγη της Βενε­τίας, που είχε σταθεί ο πραγματικός νους πίσω από την Τέταρτη Σταυροφορία. Ήταν ο άνθρωπος που ευτέλισε την πίστη του σε υλικό συμφέρον, πνίγοντας την ανάμνηση του πρώτου, υψηλότερου σκο­πού του – την ανάκτηση των Ιερών Τό­πων και του τάφου του Ιησού – με την κατάκτηση και τη λεηλασία μιας χρι­στιανικής πρωτεύουσας. Αν και πέθανε σε ηλικία 97 ετών, οι σωματικές και πνευματικές δυνάμεις του τον συνόδεψαν ακατάβλητες μέχρι το τέλος.
Λίγους μήνες αργότερα, οι πύλες του ναού άνοιξαν διάπλατα, σαν είσοδος ενός τεράστιου τάφου, για να υποδε­χτούν έναν ευγενικότερο και ωραιότερο επισκέπτη. Η Μαρία, νεαρή σύζυγος του Βαλδουίνου, είχε μείνει στη χώρα της όταν, λίγο μετά το γάμο τους, ο σύζυγος της είχε φύγει για τους πολέμους του. Ρομαντική και αφοσιωμένη, μάταια τον είχε παρακαλέσει να την πάρει μαζί του και να μοιραστούν τον κίνδυνο. Όταν, αργότερα, ξεκίνησε για την Κωνσταντι­νούπολη ώστε να μοιραστεί το θρόνο του, το πλοίο της ξέφυγε από την πορεία του και ναυάγησε στην Παλαιστίνη. Η Μαρία έφτασε εντέλει στην πρωτεύουσα μετά από ταλαιπωρίες, περιπλανήσεις και αμέτρητους κινδύνους.
Όμως ο σύζυγος της δεν βρισκόταν εκεί να την υποδεχτεί. Ο Βαλδουίνος είχε πια­στεί αιχμάλωτος του Ιωαννίτση, βασιλιά των Βουλγάρων, είχε θανατωθεί με πολύ άγριο τρόπο, και το κρανίο του, διακο­σμημένο με χρυσάφι, χρησίμευε για κού­πα στον άγριο κατακτητή. Απελπισμένη και απαρηγόρητη, η Μαρία αρρώστησε βαριά και έσβησε για πάντα. Μέσα από την παθητική ιστορία της, νότα γλυκύτη­τας και αγάπης μέσα στην άγρια φρίκη της Τέταρτης Σταυροφορίας, φαίνεται εύλογο το ότι αναπαύτηκε επιτέλους μέσα στον πιο αρχοντικό ναό, εκεί όπου είχε ονειρευτεί πως θα την έστεφαν κάποτε βασίλισσα τα χέρια του συζύγου της.

Η   ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ   ΜΕΤΑΛΗΨΗ   ΤΟΥ   ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Στα μακρά και ταραγμένα χρονικά της Ανατολικής Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει τίποτα τόσο θλιβερό όσο εκείνη η νύχτα πριν από τη μεγαλειώδη πτώση. Στις 28 Μαΐου του 1453, μία ώρα πριν τα μεσά­νυχτα, ο Κωνσταντίνος ήρθε για άλλη μια φορά στην Αγία Σοφία. Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, ο ίδιος κι οι αθάνατοι άνδρες του, όπως οι μελλοθάνατοι. Ήξερε, όπως και καθένας από τη σιωπηλή ακολουθία του, πως, αν παρέμεναν πιστοί μέχρι να πεθάνουν, δεν είχαν πια ούτε ένα εικοσιτετράωρο επίγειας ζωής. Καμία ελπίδα νίκης, καμία ελπίδα σωτηρίας δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Ίδιο μεγαλείο με εκείνο του γενναίου Λεωνίδα και των Τριακοσίων του στις θρυλικές Θερμοπύ­λες. Ίσος προς κάθε άνθρωπο στην κρίσι­μη ώρα, ο αυτοκράτορας ζήτησε τη συγ­χώρεση απ’ όλους όσους μπορεί να είχε αδικήσει άθελα του στη σύντομη βασιλεία του. Οι άνδρες, μες στις βαριές πανοπλίες τους, ξέσπασαν σε λυγμούς, κι αυτή ήταν η μοναδική απάντηση που έσπασε εκείνη τη φοβερή σιωπή. Ύστερα ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πέρασε το κατώφλι που, για αιώνες από τότε, δεν πά­τησε κανένας χριστιανός ηγεμόνας.
Την επομένη, η Αγία Σοφία ήταν ασφυκτικά γεμάτη με ένα πλήθος που όμοιο του δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Δεν ήταν τόσο η συρροή όσο η κοινή αγωνία που πλημμύριζε τις ψυχές όλων. Μερικοί αρπάζονταν απ’ τον παλιό μύθο που έλεγε ότι, όταν ο εχθρός έφτανε νικηφόρος στη Στήλη του Κωνσταντίνου, άγγελος Κυρίου θα έβαζε μια πύρινη ρομφαία στα χέρια ενός μικρού παιδιού κι αυτό θα κατατρό­πωνε αμέσως τους εισβολείς. Οι Οθωμα­νοί έριξαν τις πόρτες του νότιου προθά­λαμου, όπου ακόμα και σήμερα φαίνονται τα σημάδια της ωμής και ανυπόμονης βίας τους. Το συγκεντρωμένο πλήθος των κυνηγημένων, παράλυτο από ανείπωτο φόβο, με βλέμματα πλημμυρισμένα από τρόμο, δεν έφερε καμία αντίσταση. Δεν χύθηκε αίμα, ούτε των κατακτημένων ού­τε των κατακτητών. Δεν υπήρξε βία. Οι μισοπεθαμένοι αιχμάλωτοι – καλόγεροι ή κοριτσόπουλα που ο ήλιος δεν είχε δει καλά καλά τα πρόσωπα τους, κυρές από υψηλή γενιά ή παιδιά για τα θελήματα, ευγενείς ή ζητιάνοι – δέθηκαν ανά δύο και, σε μακριές σειρές, σύρθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα.
ΤΟ   ΣΕΒΑΣ  ΤΩΝ   ΟΘΩΜΑΝΩΝ
Οι Οθωμανοί τρέφουν μεγάλο σεβα­σμό και βαθύτατη υπόληψη για την Αγία Σοφία. Σ’ αυτό ακολουθούν, άλλωστε, το παράδειγμα του επιφανούς Πορθητή, ο οποίος εκεί πρωτότρεξε μετά τη νίκη που με μόχθο είχε αποσπάσει και του οποίου η πρώτη επίσημη πράξη στην πρωτεύου­σα που με τόσο αίμα είχε κατακτήσει ήταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Είναι η μόνη απ’ όλες τις εκκλη­σίες που υπέκυψαν στο Ισλάμ, η οποία διατηρεί ακόμη το χριστιανικό της όνο­μα, και την οποία οι μουσουλμάνοι αποκαλούν Άγια Σόφια.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες μεταμόρ­φωσης της Αγίας Σοφίας, τα χριστιανικά της χαρακτηριστικά θα απαλειφθούν μόνο με την καταστροφή της. Η ίδια της η κατασκευαστική δομή δεν υποκύπτει στις απαιτήσεις του ισλαμικού τελε­τουργικού. Μοιάζει με έναν περήφανο αιχμάλωτο που, σιωπηρά, με αστείρευτη υπομονή αλλά και απίστευτη επιμονή, δεν παύει να αντιστέκεται στις αλυσίδες του. Οι μακριές σειρές των χαλιών της προσευχής πάντοτε απλώνονται στο δά­πεδο σε διαγώνιες γραμμές, συχνά άσχε­τες με την αρμονία του χώρου. Για να κοιτάζουν προς τη Μέκκα, οι πιστοί αναγκάζονται να προσκυνούν στραμμέ­νοι σε μια άβολη κατεύθυνση, προς τη γωνία της εκκλησίας.
Η   ΜΟΡΦΗ   ΤΟΥ   ΧΡΙΣΤΟΥ   ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ
Στην αιχμάλωτη εκκλησία ο χριστια­νός, ενοχλημένος από τις αραβικές επι­γραφές και τις οθωμανικές παραδόσεις, νιώθει πόνο και νοσταλγία για κάτι που του ανήκει. Η αειθαλής αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια και οι αόρατες μνήμες του παρελθόντος δεν είναι αρκετές. Αν όμως κατέβει το νότιο υπερώο και, μέσα από τις έξι κιονοστοιχίες αφήσει τη μα­τιά να ανέβει κατά τη θολωτή σκεπή πά­νω απ’ τα πέντε παράθυρα της κεντρικής αψίδας, εκεί, στην αχνή μισοκαλυμμένη επιφάνεια, θα διακρίνει την ψηφιδωτή μορφή ενός τεράστιου Χριστού. Θα ξε­χωρίσει τα μαλλιά, το μέτωπο, τα πράα μάτια του Σωτήρα και το αχνό περί­γραμμα της μορφής του. Το δεξί χέρι, με γλυκύτητα, «όπως τότε που με αγάπη και πραότητα περπάταγε στη γη», είναι ακό­μη απλωμένο σε μια ανείπωτη ευλογία και, με την κίνηση του, μοιάζει να αγκα­λιάζει τον άγνωστο επισκέπτη. Μέσα στις σκιές, νιώθει κανείς πως ο Χριστός στέκει ακοίμητος φρουρός πάνω από τους ανθρώπους του.

* Ο Gilbert Grosvenor,πρώτος διευθυντής σύνταξης του ΝΑTIONAL GEOGRAPHIC, γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας  του EDWIN δίδαξε επί 23 χρόνια στη Ροβέρτειο Σχολή της Πόλης και ήταν ο συγγραφέας πολλών άρθρων που δημοσιεύθηκαν στις αρχές του αιώνα. Τα δημοσιεύματα αυτά χαρακτηρίζονται όχι μόνο από ιστορική πληρότητα αλλά και από τη διερευνητική ματιά ενός λάτρη του ελληνισμού.
Το άρθρο για την Κωνσταντινούπολη γράφτηκε πριν από 88 χρόνια και για όσους λατρεύουν τη «Βασιλεύουσα» – όπως ο υπογράφων που την επισκέπτεται τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο – είναι ανεπανάληπτο. Όχι μόνο μας κάνει να συνειδητοποιούμε ότι από τους  225.000 Έλληνες, το ένα πέμπτο των κατοίκων  της εκείνη την εποχή, σήμερα έχουν απομείνει    σήμερα   μόλις 3.000, τη στιγμή που ο συνολικός πληθυσμός της έχει ξεπεράσει τα δέκα εκατομμύρια, αλλά και παρουσιάζει την ιστορία της πόλης και της Αγίας Σοφίας με τρόπο που δίνει μια νέα διάσταση στα όσα έχουν συμβεί. Δεν είναι υπερβολικό αυτό που ο Grosvenor αναφέρει για την Αγία Σοφία: «Ακόμα και για εκείνους που δεν τη     γνωρίζουν παρά ελάχιστα, η Αγία Σοφία ταυτίζεται με ό,τι πιο μεγαλειώδες, πιο δοξασμένο, πιο ιστορικό και πιο ιερό υπάρχει μέσα στα επιτεύγματα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου